Ως βασικά εργαλεία της επιστημονικής δολοφονίας της δημοσιογραφίας ο συγγραφέας καταθέτει δύο μηχανισμούς.
Τον μηχανισμό 1, που προκύπτει από τη συναρμολόγηση δύο αληθειών. Εκείνης που έχει δικαίωμα να έχει η οποιαδήποτε κυβέρνηση και εκείνης που έχει δικαίωμα να έχει ο κάθε πολίτης και να τη δημοσιεύει. Ωστόσο, ουδείς, ούτε οι δημοσιογράφοι - πολίτες ούτε, πολύ περισσότερο, οι κυβερνήσεις δεν αναφέρουν, έστω και δίπλα από τη γνώμη τους, «ατόφιο το γεγονός» για το οποίο γίνεται λόγος. Το αποτέλεσμα είναι η μετατροπή του γεγονότος σε γνώμη και ο θανάσιμος τραυματισμός του, που σύντομα θα οδηγήσει στην απόλυτη εξαφάνισή του, διότι, σύμφωνα με τη Χάνα Άρεντ, «το γεγονός είναι υπεράνω κάθε συμφωνίας και συναίνεσης, υπεράνω διαμάχης και γνώμης».
Πέραν αυτού, πάντα κατά τον Αθανασίου, υπάρχει και «ο διαλυτικός ή εκρηκτικός μηχανισμός 2, που μπορούμε να αποκαλέσουμε μηχανισμό του συναισθήματος... που σχηματίζεται κυρίως μέσω του φόβου που είναι, σύμφωνα με όλες τις αποτιμήσεις, ο πιο αποτελεσματικός απ’ όλα τα συναισθήματα σε επικοινωνιακή κακουργία».
Ολοκληρώνοντας τη μέθοδο δολοφονίας της «γεγονογραφίας», όπως θα προτιμούσε ο συγγραφέας να αποκαλείται η δημοσιογραφία, να αναφέρουμε ότι τον «απλό πολίτη δεν τον πείθουν τα γεγονότα, αλλά το 'καλό αφήγημα'». Και "καλό αφήγημα" είναι το «δικό μας αφήγημα». «Το δικό μας όχι μονάχα ως έθνος (βλέπετε, και τα εθνικά μας θέματα προτιμούμε συχνά να βλάπτουμε με άθλια παραμύθια), αλλά το δικό μας προσωπικά». Για τους εκδότες αυτό είναι μάλιστα και το πλέον επικερδές. (Νάσος Αθανασίου-Το έγκλημα που αρέσει)