Η βία κατά των γυναικών αποτελεί μέρος της δομής των κοινωνιών μας και του συστήματος λειτουργίας τους. Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και οι πατριαρχικές μας κοινωνίες, αναγνωρίστηκε ως κοινωνικό πρόβλημα χάρη στις έρευνες και τις προσπάθειες των φεμινιστριών, που έγιναν αποδεκτές και από τους διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, η Ε.Ε., το Συμβούλιο της Ευρώπης, κ.ά. Η βία, αλλά και η απειλή της βίας, συνιστούν σημαντικό μέσο κοινωνικού ελέγχου.
Τα αίτιά της συνδέονται άμεσα με την ανισότητα που υπάρχει μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθώς και τις κοινωνικοοικονομικές δομές εξουσίας, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής, γεγονός που διαμορφώνει ένα κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η βία κατά των γυναικών, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γίνεται αποδεκτή. Λειτουργεί και αναπαράγεται με τη συμβολή ιδεολογημάτων, θεσμών και μηχανισμών, με πρώτο αυτόν της οικογένειας, καθοριστικού παράγοντα αναπαραγωγής του πλέγματος των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών.
Όσο για τα ιδεολογήματα που την περιβάλλουν και που συχνά θέλουν τα θύματα και όχι οι δράστες της να φέρουν την ευθύνη της, αφομοιώνονται πρόθυμα και διαμορφώνουν συλλογική συνείδηση αποδοχής και ανοχής της έμφυλης βίας. Τα θύματα την προκαλούν, αυτά ερεθίζουν τους δράστες, προκαλούν τον βιασμό τους! Συχνά εγκαλούνται τα θύματα και για την αποδοχή ή ανοχή της βίας και, έστω και έμμεσα, οι γυναίκες εξακολουθούν να ενοχοποιούνται για τις ανδρικές πράξεις και παραλείψεις. Το σημαντικό χαρακτηριστικό της έμφυλης βίας είναι ένα καταχρηστικό πρότυπο συμπεριφοράς, που εφαρμόζεται με την πάροδο του χρόνου εντός ή εκτός της οικογένειας.