Χιλή: 11 Σεπτεμβρίου 1973: Μια μέρα άγριας λύπης
Ήταν μια μέρα έντονης και άγριας θλίψης. Ήμουν 23 ετών και ήμουν ένας από τους υπεύθυνους για την ασφάλεια στις κεντρικές εγκαταστάσεις για το πόσιμο νερό του Σαντιάγκο, αυτών που τροφοδοτούσαν όλη την πόλη με νερό. Είχαμε αντιμετωπίσει επανειλημμένα το μίσος της Ακροδεξιάς, που σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησε να δηλητηριάσει το νερό ή να ανατινάξει τις εγκαταστάσεις. Για να υπερασπιστούμε τις εγκαταστάσεις ήμαστε πέντε στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος οπλισμένοι με κάνα πιστόλι και οι εργάτες. Την 11η Σεπτεμβρίου αποτρέψαμε αρκετές επιθέσεις και καταφέραμε μάλιστα να πάμε σε ένα δικαστήριο τα δοχεία των τοξικών ουσιών αμερικανικής προέλευσης. Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου πήραμε την πρώτη ενημέρωση για να υπερασπιστούμε τους παραγωγικούς χώρους, να αντισταθούμε σε κάθε χώρο εργασίας, αλλά όταν οι πραξικοπηματίες φίμωσαν τον τελευταίο νομοταγή ραδιοφωνικό σταθμό, το «Ράδιο Μαγκαγιάνες», εγώ και ένας άλλος από αυτούς που υπερασπιζόμασταν το υδραγωγείο και που ανήκαμε στο σύστημα ασφαλείας του Σοσιαλιστικού Κόμματος αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς το κέντρο της πόλης. Και οι δύο ήμασταν μέλη της προσωπικής φρουράς του Αγιέντε, τη GAP - της Ομάδας Προσωπικών Φίλων [του προέδρου]-, και θέλαμε να είμαστε κοντά στον πρόεδρο και τους συντρόφους μας. Έτσι ξεκινήσαμε από Πόντε Άλτο, περίπου 30 χλμ. νότια του Σαντιάγκο, προς το προεδρικό μέγαρο της Μονάδα, διασχίζοντας αρκετά βιομηχανικά συγκροτήματα, όπου οι εργάτες αντιστέκονταν με ελαφρύ και στοιχειώδη οπλισμό, αλλά πάντως κατάφερναν να αντισταθούν. Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών φθάσαμε μέχρι το νοσοκομείο Μπάρος Λούκο, το πιο σημαντικό στο νότιο τμήμα του Σαντιάγκο, που υπάρχουν οι βασικές εργατικές γειτονιές. Οι στρατιώτες της αεροπορίας και οι «Μαύροι Μπερέδες» που στρατού είχαν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν μια πράξη επίδειξης στο νοσοκομείο και έστησαν στον τοίχο γιατρούς, νοσοκόμους και ασθενείς. Μια ομάδα του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς (Mir) αντιμετώπισε τους στρατιώτες και σ' αυτήν ενώθηκαν μετά ορισμένα στελέχη της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Juventudes Comunistas) και περίπου 30 σοσιαλιστές. Καταφέραμε να απωθήσουμε τους στρατιώτες, αλλά φθάνοντας στο νοσοκομείο διαπιστώσαμε με τρόμο ότι είχαν εκτελέσει 32 άτομα. Ήταν μια μέρα απίστευτα μεγάλη και μακριά, παρ' όλο που η δικτατορία είχε επιβάλει την απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 5 το απόγευμα. Το βράδυ, ενώ έλεγχα τα λίγα όπλα που είχαμε στην κατοχή μας, κατάλαβα ότι αυτή την ημέρα τελείωσε βίαια η ζωή μου ως νέου. Άρχιζε μια ζωή ως ενήλικα και αγωνιστή της Αντίστασης.









