Συνεντεύξεις

Χιλή: 11 Σεπτεμβρίου 1973: Μια μέρα άγριας λύπης

Δεν μπορεί να υπάρξει συγχώρεση για τους εγκληματίες του Πινοσέτ και όσους στήριξαν τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική της «Σχολής του Σικάγου» που εφάρμοσε, υποστηρίζει ο γνωστός Χιλιανός διανοούμενος και ακτιβιστής Λουίς Σεπούλβεδα, που με ένα όπλο στο χέρι μετατράπηκε από νεολαίο σε ενήλικα και αγωνιστή της Αντίστασης το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου του 1973 στο Σαντιάγκο της Χιλής.

– Πριν από σαράντα χρόνια ξεκίνησε η στρατιωτική δικτατορία στη Χιλή. Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι αυτό που πήρε την εξουσία εκείνη τη στιγμή ξεπεράστηκε ή ότι υπάρχουν ακόμη υπολείμματα του συστήματος στις θέσεις διοίκησης της χώρας και της κοινωνίας των πολιτών;

Κανείς που γνωρίζει την ιστορία δεν μπορεί να πει ότι όλα αυτά ξεπεράστηκαν. Από την 11η Σεπτεμβρίου του 1973 εγκαταστάθηκε στη Χιλή μια άγρια δικτατορία, που διέγραψε κάθε δημοκρατική παράδοση της χώρας. Παρά τις ατέλειές της, η δημοκρατία στη Χιλή είχε πάντα διακρίνει τη χώρα σαν παράδειγμα σε όλη την αμερικανική ήπειρο. Πέρα από αυτό επιβλήθηκε ένα συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο. Η Χιλή ήταν η πρώτη χώρα που τέθηκαν σε πρακτική οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που θεωρητικοποίησαν, ο Φρίντμαν και η «Σχολή του Σικάγο». Ένα πείραμα που για να λειτουργήσει είχε ανάγκη από έναν δεσπότη, χωρίς καμία αντιπολίτευση, χωρίς πολιτικά κόμματα, χωρίς συνδικάτα, χωρίς κοινωνικές οργανώσεις και με ένα σύστημα μέσων ενημέρωσης ολοκληρωτικά δουλικό προς τη δικτατορία και το οικονομικό της πρόγραμμα. Ένα κράτος κυβερνάται διαμέσου όσων υπαγορεύει το σύνταγμά του και σήμερα, σαράντα χρόνια από το πραξικόπημα, η Χιλή έχει ακόμη το ίδιο σύνταγμα που ενέκρινε η δικτατορία. Έναν καταστατικό χάρτη που επέτρεψε την ύπαρξη όχι μόνο μιας πολιτικής τυραννίας, αλλά και μιας οικονομικής τυραννίας, που περιθωριοποίησε την πλειοψηφία των ατόμων, που ιδιωτικοποίησε την υγεία και την παιδεία, που δώρισε τους εθνικούς πόρους στην απληστία των πολυεθνικών και το έκανε ατιμώρητα, πέρα από οποιοδήποτε κρατικό έλεγχο, τόσο στο θέμα των πόρων όσο και των χρηματοοικονομικών όρων του προϋπολογισμού. Κάθε χώρα αλλάζει, γιατί ο κόσμος βρίσκεται σε κίνηση, αλλά στη Χιλή η κίνηση ήταν κυκλική, επιστρέφοντας αναπόφευκτα στη νομιμότητα που επέβαλε η δικτατορία.

– Τα μέσα ενημέρωσης της Χιλής και διάφορες δημόσιες προσωπικότητες εθνικής εμβέλειας χρησιμοποίησαν συχνά τις τελευταίες εβδομάδες τη λέξη «συγγνώμη». Πιστεύετε ότι τα θύματα της δικτατορίας του Πινοσέτ είναι έτοιμα να συγχωρήσουν; Η κοινωνία έφθασε σε μια συμφιλίωση;

Η συγχώρεση αποτελεί μια ηθική κατηγορία, συγχωρείται κάποιος που προηγουμένως ζήτησε συγγνώμη. Στη Χιλή διαπράχτηκαν κρατικά εγκλήματα, στο όνομα του κράτους. Το κράτος όμως δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη από κανέναν και πολύ περισσότερο από τα θύματά του. Ακόμη και αυτοί που ήταν άμεσα υπεύθυνοι, ή καλύτερα οι στρατιωτικοί και οι πολίτες που έστησαν και στήριξαν τη δικτατορία, δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη σε κανέναν. Μιλάμε για περισσότερους από τρεις χιλιάδες αγνοούμενους και τις οικογένειές τους, εκατοντάδες χιλιάδες άτομα που βασανίστηκαν, χιλιάδες που αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν, εκατομμύρια που αποκλείστηκαν από το σύστημα, όταν το οικονομικό σχέδιο της δικτατορίας ρευστοποίησε την εθνική βιομηχανία και όταν η «ελεύθερη αγορά» αντικατέστησε όλο το παραγωγικό σύστημα με εισαγόμενα προϊόντα. Για τίποτα από όλα αυτά δεν ζητήθηκε συγγνώμη. Η κοινωνία της Χιλής δεν μπορεί να συμφιλιωθεί, γιατί μόνο μια άρρωστη κοινωνία θα μπορούσε να κάνει ειρήνη με αυτούς που εξάλειψαν έναν ολόκληρο τρόπο ύπαρξης, ζωής και την προοπτική να υπάρχει ένα σχέδιο για τη ζωή.

– Πριν από λίγο καιρό, είχατε διάλογο με τον [Ιταλό] συντηρητικό ιστορικό Σέρτζιο Ρομάνο, γιατί αυτός είχε μιλήσει για «συλλογική ενοχή» σε σχέση με τη δικτατορία στη Χιλή. Πιστεύετε ότι μια δεσποτική κυβέρνηση, όπως αυτή του Πινοσέτ, θα μπορούσε να κρατηθεί στην εξουσία μόνο διαμέσου του τρόμου ή θα είχε ανάγκη και τη στήριξη ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού;

Αυτή είναι μια απλοϊκή άποψη. Δεν ήταν απλώς μια δικτατορία εναντίον των Χιλιανών. Ο Πινοσέτ μπορούσε να υπολογίζει στον τρόμο ως στοιχείο αποτροπής της αντίστασης και στην υποστήριξη της συντηρητικής αστικής τάξης, που είχε πληγεί από την κυβέρνηση του Αλιέντε. Ωστόσο η συναίνεση αυτών των ίδιων τομέων χαλάρωσε όταν έπεσαν σε δυσμένεια και ο ρόλος τους αντικαταστάθηκε από μια άλλη αστική τάξη, που δεν ήταν προσδεμένη στο παραγωγικό σύστημα, αλλά στο χρηματοοικονομικό, καθώς και σε ένα σύστημα μέσων μαζικής ενημέρωσης που χωρίς αμφιβολία κατάφερε να παράγει συναίνεση από μια μεσαία τάξη που στην πράξη είχε εξαφανιστεί. Η βάση στήριξης που μπορούσε να υπολογίζει η δικτατορία αποτελείτο αρχικά από το σύστημα προπαγάνδας, αφού όλα τα μέσα επικοινωνίας ήταν ανεπιφύλακτα στην υπηρεσία της. Αποτέλεσε έναν ιδεολογικό θρίαμβο για τη δικτατορία, που τον κατάφερε κυρίως λόγω της έλλειψης πολιτικού σχεδίου της αντιπολίτευσης. Κατά τη διάρκεια της 16χρονης de facto διακυβέρνησης της Χιλής, η αντιπολίτευση μπορούσε μόνο να αντισταθεί, ίσως με μια ένοπλη αντίσταση ή περιμένοντας να ανοίξουν περιθώρια για την πολιτική συμμετοχή. Ωστόσο, ακόμη και όπως λέγεται από τον ιστορικό αναθεωρητισμό του στυλ του Ρομάνο ή όπως υποστηρίζεται στην ταινία «Όχι», όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι το τέλος της δικτατορίας δεν προήλθε χάρις στη συμμετοχή της πλειοψηφίας στο έργο της αντίστασης, αλλά με έναν απλό τρόπο μάρκετινγκ, οι Χιλιανοί που αντιτάχθηκαν στον Πινοσέτ, ακόμη και χωρίς να εκδηλώσουν τη γνώμη τους, ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς που τον στήριξαν.

– Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο έχει παρομοιαστεί με το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 1973 και ένας ανώνυμος σχολιαστής της Wall Street Journal το πρότεινε ως χρήσιμη απάντηση υπέρ της σταθερότητας της βόρειο-αφρικανικής χώρας. Η εμφάνιση ενός προσώπου ανάλογου με αυτή του Πινοσέτ στην Χιλή, αποδίδοντας στον τελευταίο επιτυχίες στο οικονομικό επίπεδο και την αναγνώριση ότι οδήγησε το έθνος προς τη δημοκρατία. Πώς το βλέπετε;

Οι λογιστές της Wall Street έχουν συνηθίσει να προτείνουν κυβερνήσεις με σιδηρά πυγμή. Ο αναλυτής που το έγραψε είναι απλώς ένας ηλίθιος, γιατί το να υποστηρίξεις ότι ο Πινοσέτ οδήγησε τη χώρα στη δημοκρατία ισοδυναμεί με την άγνοια, αφού στην πραγματικότητα ο δικτάτορας διέκοψε μια μακρόχρονη δημοκρατική παράδοση που ξεπερνούσε τον έναν αιώνα. Εάν γι’ αυτόν τον αναλυτή το θετικό αποτέλεσμα είναι ότι η Χιλή έχει σήμερα μια από τις μεγαλύτερες ψαλίδες ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, που καθημερινά διευρύνεται, το 13% του πληθυσμού έχει εισόδημα ισοδύναμο με το εθνικό ΑΕΠ και το κράτος έχει απλώς αποποιηθεί τον ρόλο της προστασίας και της διαφύλαξης της εθνικής κληρονομιάς με κάθε έννοια, τότε είναι ασφαλώς φυσικό να συγχέει την Αίγυπτο με τη Χιλή.

– Μπορείτε να μας διηγηθείτε ένα σύντομο περιστατικό που ζήσατε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 και που πιστεύετε ότι μπορεί να αντιπροσωπεύσει το δράμα των ετών που ακολούθησαν;

Ήταν μια μέρα έντονης και άγριας θλίψης. Ήμουν 23 ετών και ήμουν ένας από τους υπεύθυνους για την ασφάλεια στις κεντρικές εγκαταστάσεις για το πόσιμο νερό του Σαντιάγκο, αυτών που τροφοδοτούσαν όλη την πόλη με νερό. Είχαμε αντιμετωπίσει επανειλημμένα το μίσος της Ακροδεξιάς, που σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησε να δηλητηριάσει το νερό ή να ανατινάξει τις εγκαταστάσεις. Για να υπερασπιστούμε τις εγκαταστάσεις ήμαστε πέντε στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος οπλισμένοι με κάνα πιστόλι και οι εργάτες. Την 11η Σεπτεμβρίου αποτρέψαμε αρκετές επιθέσεις και καταφέραμε μάλιστα να πάμε σε ένα δικαστήριο τα δοχεία των τοξικών ουσιών αμερικανικής προέλευσης. Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου πήραμε την πρώτη ενημέρωση για να υπερασπιστούμε τους παραγωγικούς χώρους, να αντισταθούμε σε κάθε χώρο εργασίας, αλλά όταν οι πραξικοπηματίες φίμωσαν τον τελευταίο νομοταγή ραδιοφωνικό σταθμό, το «Ράδιο Μαγκαγιάνες», εγώ και ένας άλλος από αυτούς που υπερασπιζόμασταν το υδραγωγείο και που ανήκαμε στο σύστημα ασφαλείας του Σοσιαλιστικού Κόμματος αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς το κέντρο της πόλης. Και οι δύο ήμασταν μέλη της προσωπικής φρουράς του Αγιέντε, τη GAP – της Ομάδας Προσωπικών Φίλων [του προέδρου]-, και θέλαμε να είμαστε κοντά στον πρόεδρο και τους συντρόφους μας. Έτσι ξεκινήσαμε από Πόντε Άλτο, περίπου 30 χλμ. νότια του Σαντιάγκο, προς το προεδρικό μέγαρο της Μονάδα, διασχίζοντας αρκετά βιομηχανικά συγκροτήματα, όπου οι εργάτες αντιστέκονταν με ελαφρύ και στοιχειώδη οπλισμό, αλλά πάντως κατάφερναν να αντισταθούν. Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών φθάσαμε μέχρι το νοσοκομείο Μπάρος Λούκο, το πιο σημαντικό στο νότιο τμήμα του Σαντιάγκο, που υπάρχουν οι βασικές εργατικές γειτονιές. Οι στρατιώτες της αεροπορίας και οι «Μαύροι Μπερέδες» που στρατού είχαν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν μια πράξη επίδειξης στο νοσοκομείο και έστησαν στον τοίχο γιατρούς, νοσοκόμους και ασθενείς. Μια ομάδα του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς (Mir) αντιμετώπισε τους στρατιώτες και σ’ αυτήν ενώθηκαν μετά ορισμένα στελέχη της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Juventudes Comunistas) και περίπου 30 σοσιαλιστές. Καταφέραμε να απωθήσουμε τους στρατιώτες, αλλά φθάνοντας στο νοσοκομείο διαπιστώσαμε με τρόμο ότι είχαν εκτελέσει 32 άτομα. Ήταν μια μέρα απίστευτα μεγάλη και μακριά, παρ’ όλο που η δικτατορία είχε επιβάλει την απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 5 το απόγευμα. Το βράδυ, ενώ έλεγχα τα λίγα όπλα που είχαμε στην κατοχή μας, κατάλαβα ότι αυτή την ημέρα τελείωσε βίαια η ζωή μου ως νέου. Άρχιζε μια ζωή ως ενήλικα και αγωνιστή της Αντίστασης.

 

Η συνέντευξη του Λουίς Σεπούλβεδα από το Σαντιάγκο της Χιλής στον Φιλίπο Φιορίνι δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα «Ιλ Μανιφέστο» στις 5 Σεπτεμβρίου 2013.

 

Μετάφραση: Αργ. Παναγόπουλος

 

Ο Χιλιανός Λουίς Σεπούλβεδα ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και ακτιβιστής που πήρε τη γαλλική υπηκοότητα. Συμμετείχε στην Κομμουνιστική Νεολαία. Πήγε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Λεμονοσόφ της Μόσχας, αλλά αντί για πέντε χρόνια έμεινε λίγους μήνες, γιατί απελάθηκε για «συμπεριφορά αντίθετη με την προλεταριακή ηθική». Διαγράφηκε από την Κομμουνιστική Νεολαία της Χιλής, για να βρεθεί αντάρτης στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό της Βολιβίας. Επιστρέφοντας στη Χιλή συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στην ομάδα GAP, την προσωπική φρουρά του προέδρου Αγιέντε. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη δικτατορία του Πινοσέτ. Απελευθερώθηκε χάρις στις ισχυρές πιέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας. Συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά χάρις στη Διεθνή Αμνηστία καταδικάστηκε τελικά σε 8ετή εξορία. Το 1977 εγκατέλειψε τη Χιλή για να βρεθεί το 1979 στις «Διεθνείς Ταξιαρχίες Σιμόν Μπολιβάρ», που πολεμούσαν στη Νικαράγουα. Επέστρεψε στη Χιλή το 1989. Συμμετείχε στα πληρώματα της Greenpeace και έζησε στο Αμβούργο, το Παρίσι, τη Βενετία και σήμερα ζει στο Χιχόν στις Αστούριες. Έχει εκδώσει 28 διηγήματα και μυθιστορήματα, τέσσερα από τα οποία μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, και έχει γράψει θεατρικά έργα. Έργα του έχουν εκδοθεί και στα ελληνικά.

 

Πηγή: Η Αυγή