Δημοσκόποι και δημοσιολόγοι διαλαλούν: οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο, νικητές εκείνοι που θα προσελκύσουν τους κεντρώους ψηφοφόρους. Η ασάφεια είναι η χαρά του δημοσκόπου. Ποιοι είναι οι κεντρώοι, τι Θεό πιστεύουν; Είναι κοινωνική κατηγορία ή πολιτισμική; Αφορά τα εισοδήματα ή τη θέση τους στην παραγωγή; Είναι ενιαία κατηγορία ή διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία και τις προσδοκίες ή ακόμα και τους φόβους, τις απειλές στον βίο τους; Ψιλά γράμματα, ποιος ασχολείται; Όχι βέβαια τα επιτελεία των συστημικών κομμάτων, παρά μόνο όταν η ατζέντα διαμορφώνεται από κάτω, από τη νεολαία ή τους ανθρώπους του πολιτισμού. Τότε τρέχουν.
Οι δημοσκόποι χρησιμοποιούν ρετσέτες: οι νοικοκυραίοι, δηλαδή όλοι εμείς, εκτός από κάποια «ρεμάλια». Αστειεύομαι. Τα μεσαία εισοδήματα, δηλαδή; Ποιο είναι το όριο, η στάθμη του μεσαίου εισοδήματος; Όταν η στάθμη μεταξύ μεσαίου και νεόπτωχου συνεχώς συγκλίνει, ιδιαίτερα με την επιδημία; Κάπου εδώ μπαίνει η ιδεολογία: ισχυρίζονται ότι οι κεντρώοι, οι μικρομεσαίοι δεν θέλουν εντάσεις, θέλουν κοινωνική ειρήνη, Νόμο και τάξη. Εικόνισμα ο Χρυσοχοΐδης. Φτάνει να μην πατήσει ευαίσθητες χορδές, την έννοια της κοινότητας, την εισβολή στη συνοικία, την πανεπιστημιακή κοινότητα, την κοινότητα των ανθρώπων της Τέχνης, τότε εξεγείρονται όλοι, νεαροί και νοικοκυραίοι.
Με λίγα λόγια υποστηρίζω ότι οι λεγόμενοι κεντρώοι είναι μια φαντασιακή κατηγορία, η οποία διαφοροποιείται ανάλογα με τις επιθυμίες, τους φόβους και κυρίως τις ανάγκες. Μια βολική κατηγοριοποίηση για όσους επιθυμούν να μην αλλάξει τίποτα σε περιόδους μεγάλης διακινδύνευσης.
Τα αριστερά κόμματα και οι ευφυείς πολιτικοί καταλαβαίνουν ότι η επίκληση των κεντρώων σε συνθήκες κρίσης, τότε δηλαδή που επανακαθορίζεται το πολιτικό σκηνικό, είναι όχι μόνο αχρείαστη αλλά και επιβλαβής. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης για παράδειγμα, την εποχή των μνημονίων, σήμερα της επιδημίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τίναξε από το πέτο του τη ρετσινιά του κεντρώου εγκαίρως. Οι αφελείς προσχωρούν σήμερα υπό την ιαχή δημοσκόπων και δημοσιογράφων. Η επίκληση του κέντρου είναι συνήθως το διαβατήριο για πολιτικές που δεν ενοχλούν τα κέντρα εξουσίας. Άλλες φορές χρησιμοποιείται για συγκάλυψη, να κρύψει την ακροδεξιά. Η ΝΔ του Μητσοτάκη για παράδειγμα.
Η πολιτική διαχείριση του φόβου
Οι κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι η διαχείριση του φόβου είναι η συνταγή που κερδίζει, περισσότερο και από τις προσδοκίες. Η κοινωνικο-οικονομική ανασφάλεια μπορεί να βοηθήσει στην προετοιμασία του εδάφους για τις συντηρητικές, ακόμα και για τις ακροδεξιές ιδεολογίες. Η απελπισία και η δυσαρέσκεια που μπορεί να γεννήσει η απώλεια του οικονομικού status μπορεί να γίνουν βαθιές, οι άνθρωποι συχνά αντιλαμβάνονται την οικονομική δυσπραγία «περισσότερο ως απώλεια ταυτότητας παρά ως απώλεια πόρων». Όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως κομμάτι της μεσαίας τάξης, αλλά φοβούνται ότι μπορεί να βγουν από αυτήν ως αποτέλεσμα της ανεργίας, της κατάσχεσης του σπιτιού τους, της πτώχευσης ή της ασθένειας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε τέτοια συναισθήματα. Την τοποθέτηση των ανθρώπων στην πολιτική γεωγραφία δεν την ορίζουν μόνο οι φόβοι ή τα συναισθήματα, την ορίζουν οι ανάγκες και οι κίνδυνοι, οι πραγματικοί. Οι επαγγελματικές οργανώσεις εκτιμούν ότι 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα κλείσουν μετά την επιδημία, ότι πολλές περισσότερες δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν από τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Η μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση είναι αποκλεισμένη από τον τραπεζικό δανεισμό, όταν παράγουν το 62% των θέσεων εργασίας. Η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο αδιαφορεί αλλά ταυτόχρονα σχεδιάζει ώστε η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης να διοχετευτεί, δια μέσου του τραπεζικού δανεισμού, στις πολύ μεγάλες, αποκλείει δηλαδή τον ψηφιακό μετασχηματισμό της μικρής και μεσαίας επιχείρησης. Αποκλεισμένη είναι επίσης και η αγροτική τάξη, η «έξυπνη γεωργία», δηλαδή η γεωργική παραγωγή που εισάγει καινοτομία στη διαχείριση του εδάφους, των νερών, των λιπασμάτων, χρειάζεται πόρους. Χωρίς πόρους για το μετασχηματισμό η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού με εισαγόμενα προϊόντα είναι μονόδρομος.
Ο κόσμος της εργασίας είναι περισσότερο ευάλωτος από ποτέ. Βάλλεται από την κυβέρνηση της ΝΔ σε ένα ήδη ναρκοθετημένο έδαφος που την ορίζει η πολύ υψηλή ανεργία, η κακοαμοιβόμενη εργασία και η επισφάλεια. Η αγορά εργασίας αποκλείει κυρίως τους νέους από σταθερές εργασιακές σχέσεις, η ελαστική εργασία, η ανασφάλεια, η περιπλάνηση είναι ο ορίζοντας όχι μόνο των ανειδίκευτων αλλά και των πολυπτυχιούχων. Το brain drain είναι διέξοδος για πολλούς, η πλανητική περιπλάνηση για δουλειά. Η Φρεν στη βραβευμένη ταινία «Nomadland» είναι νομάς από πεποίθηση, από ανάγκη όμως εργάζεται σε περιστασιακές «σκατοδουλειές» (shit jobs) της Amazon. Θα πείτε ότι η Amazon είναι μακριά, εδώ, τόσο κοντά, είναι όμως χιλιάδες εργαζόμενοι καταχωνιασμένοι σε αποθήκες, σε αλυσίδες τροφοδοσίας, σε κέντρα δεδομένων, σε εταιρίες διαχείρισης περιεχομένου, σε εκμεταλλεύσεις εντατικής γεωργίας -μετανάστες οι περισσότεροι, σε μονάδες επεξεργασίας κρέατος και σε φυλακές- απροστάτευτοι απέναντι στις ασθένειες και την υπερεκμετάλλευση. Χειρώνακτες οι περισσότεροι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι σε διανοητικές εργασίες είναι ασφαλείς και προστατευμένοι. Αντίθετα, η τηλεργασία κάνει λάστιχο το πλαίσιο εργασίας, καταργεί το όριο μεταξύ του εργάσιμου, του ελεύθερου και του οικογενειακού χρόνου και την ίδια στιγμή η εργασιακή επιτήρηση «αλλάζει πίστα».
Στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, η κυβέρνηση της ΝΔ είναι σταθερός σύμμαχος του πρώτου, φρόντισε από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής της να αποκαθηλώσει κάθε μέτρο υπεράσπισης της εργασίας που είχε πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τις συλλογικές συμβάσεις, τον κατώτατο μισθό, τις απολύσεις, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Σήμερα περνάει στην επόμενη φάση με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και την υποκατάστασή τους με τις ατομικές, με την κατάργηση του οκτάωρου και των υπερωριών και την εξουδετέρωση του συνδικαλισμού. Ο κόσμος της εργασίας, και ιδιαίτερα οι νέοι, τα καταλαβαίνουν πολύ καλά, δεν χρειάζονται πολλές αναλύσεις. Αλλά είναι γελασμένος όποιος νομίζει ότι έχει στο τσεπάκι του αυτό τον κόσμο εξ αντιδιαστολής. Ότι είναι αρκετές κάποιες συγκυριακές ή επετειακές αντιδράσεις. Ότι το σύστημα των κοινωνικών εκπροσωπήσεων είναι μηδενικής βάσης, ότι η μείωση των ποσοστών του ενός σημαίνει αυτόματα την αύξηση αυτών του άλλου. Υπάρχει πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο της διαρροής από το πολιτικό και εκλογικό σύστημα, δια της αποχής, ιδιαίτερα για τους νέους.
Υπάρχουν κεντρώες λύσεις;
Στο κείμενο των Προγραμματικών Στόχων ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει έμφαση στις στρατηγικές προκλήσεις, δηλαδή σε εκείνες τις προκλήσεις που υπερβαίνουν τον εκλογικό κύκλο και έχουν ορίζοντα μέσο-μακροπρόθεσμο. Στις παρακάτω προκλήσεις είναι που θα κριθούν προγράμματα και πολιτικές αντιλήψεις.
Οικονομική κρίση και ανισότητες: Ο νεοφιλελευθερισμός κυριάρχησε με το τρίπτυχο: εργασιακή υποτίμηση, διείσδυση των ιδιωτικών συμφερόντων στην ενότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής: υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, και στις ιδιωτικοποιήσεις. Ιδιαίτερα στα λεγόμενα δημόσια αγαθά, όπως νερό, ενέργεια, δίκτυα, καθώς και στη δημόσια περιουσία, των δημόσιων χώρων συμπεριλαμβανομένων.
Υποσχέθηκε νέο πλούτο που θα διανεμηθεί σε όλους. Διαψεύστηκε. Αποδεικνύεται με νούμερα και στατιστικές πως οι μεγάλες φοροαπαλλαγές, οι χαριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις προς τους πλούσιους δεν ωφελούν κανέναν, πλην των ίδιων, και ταυτόχρονα αυξάνεται και το χάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων.
Κλιματική κρίση-πολιτικές μετάβασης: Βιώνουμε ήδη την εποχή της κλιματικής κρίσης και τις συνέπειές της, ως αποτέλεσμα δεκαετιών κυριαρχίας του μοντέλου ανάπτυξης με επίκεντρο την κερδοσκοπική υπέρ-εκμετάλλευση της γης και των φυσικών πόρων. Η στροφή των οικονομιών προς ένα οικολογικό μετασχηματισμό του μοντέλου ανάπτυξης αποτελεί μονόδρομο. Η μετάβαση αυτή αποτελεί πεδίο κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς αφορά τα μέσα και τους όρους που θα διαμορφωθεί η νέα οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική πραγματικότητα.
Η Δεξιά προκρίνει μία πράσινη μετάβαση που θα σχεδιασθεί και υλοποιηθεί αποκλειστικά μέσω των αγορών, με μηχανισμούς που τείνουν να αναπαράγουν ή να επεκτείνουν τις υφιστάμενες κοινωνικοπολιτικές ανισότητες, και εν δυνάμει μετατρέποντας την πράσινη μετάβαση σε νέα μορφή κοινωνικού αποκλεισμού και νέα μορφή διεύρυνσης των ανισοτήτων. Με υψηλό κοινωνικό κόστος μετάβασης απειλούνται οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι σε γεωγραφικές περιοχές και δραστηριότητες υψηλής έντασης άνθρακα.
Τα τελευταία 40 χρόνια, σε διεθνές επίπεδο, σημειώθηκε μια τεράστια ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα στον ενεργειακό τομέα, η τάση γιγάντωσης που είχε παρατηρηθεί πολύ πριν και απέκτησε μέσω των ιδιωτικοποιήσεων νέα ορμή, οδήγησε σε μια εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής και της διανομής της ενέργειας παγκοσμίως.
Η παρούσα κυβέρνηση, καθώς όλα δείχνουν, θα διαμορφώσει ένα πλαίσιο «παραχώρησης» του τομέα των ΑΠΕ σε λίγα μεγάλα ολιγοπώλια, που ανήκουν σε μερίδες του εθνικού ή και διεθνούς κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τον έλεγχο της ενεργειακής αυτάρκειας της χώρας και ταυτόχρονα βαριές επιπτώσεις στο περιβαλλοντικό και πολιτισμικό αποτύπωμα, στην φέρουσα ικανότητα κάθε περιοχής..
Η Αριστερά σχεδιάζει την πράσινη μετάβαση στο νέο ενεργειακό και οικονομικό υπόδειγμα, με όρους Ενεργειακής Δημοκρατίας, με τοπική συμμετοχή, που διασφαλίζει την κλιματική δικαιοσύνη και τη συμμετοχή των πολλών στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.
Ψηφιακός καπιταλισμός: Διανύουμε μία περίοδο ψηφιακής μετάβασης, που επηρεάζει όλο το εύρος της ανθρώπινης δραστηριότητας από το «εργοστάσιο», το «γραφείο», την ενέργεια, τις μεταφορές, τις πόλεις και την κατοικία, τη διαχείριση των φυσικών πόρων, την υγεία, την εκπαίδευση, μέχρι τον πολιτισμό, τον ελεύθερο χρόνο και την αναψυχή, την ενημέρωση, τα κοινωνικά δίκτυα
Από το 2016 διαπιστώθηκε ότι οι 5 από τις 6 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του πλανήτη έχουν ως βασικό πεδίο δραστηριότητας τις ψηφιακές υπηρεσίες και προϊόντα. Οι GAFAM (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) ξεπέρασαν σε χρηματιστηριακή αξία τις εταιρίες-σύμβολα του βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όπως είναι οι τράπεζες και οι πετρελαϊκές.
Από την άλλη, αναδεικνύονται πιο έντονα οι χωρικές ανισότητες και ζητήματα όπως η αδυναμία καθολικής πρόσβασης στις ψηφιακές υπηρεσίες.
Απειλή για τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες αποτελεί η ψηφιακή επιτήρηση, η πολιτική διαχείριση του φόβου και της ανασφάλειας, που επιδεινώνονται από την πανδημία, επιτρέπει συστήματα επιτήρησης και καταγραφής, δηλαδή ακύρωση της ιδιωτικότητας. Αλγόριθμοι αναγνώρισης προσώπων εισχωρούν παντού και το επόμενο βήμα όπως υπόσχονται οι εταιρίες τεχνολογίας είναι αλγόριθμοι αναγνώρισης συναισθημάτων.
Αλλαγή παραδείγματος;
Όλα τα παραπάνω είναι οι προκλήσεις που καλείται να απαντήσει η Αριστερά και, κατά την άποψή μου, οι κεντρώες λύσεις δεν έχουν να συνεισφέρουν τίποτα, παρά μόνο προσαρμογή στο προηγούμενο οικονομικό και κοινωνικό υπόδειγμα. Τη στιγμή, μάλιστα, που η αλλαγή παραδείγματος τίθεται και από τις ηγέτιδες δυνάμεις του καπιταλισμού, οι οποίες κατανοούν τις προκλήσεις και προσαρμόζονται, φοβούμενες τα χειρότερα. Οι ΗΠΑ του Μπάιντεν, για παράδειγμα, επανήλθε στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, χρηματοδότησε αφειδώς την οικονομία και τις υποδομές, υποσχέθηκε αύξηση των μισθών και φορολόγηση των επιχειρήσεων, υποστήριξε την απελευθέρωση από τις πατέντες για τον covid, παρά την αντίδραση των Big Pharma και της Μέρκελ. Από την άλλη, η Ευρώπη παραπαίει, δεν αποτελεί πλέον ηγετική δύναμη, παρά την ισχυρή οικονομία της. Οι «φειδωλοί» του Βορρά επέβαλλαν ένα πολύ μικρό πακέτο στήριξης, 750 δις ευρώ, όταν οι ΗΠΑ δαπανούν 4 τρισ. δολάρια, και από το ευρωπαϊκό πακέτο ένα μεγάλο μέρος είναι δάνεια με μνημονιακούς όρους αποπληρωμής. Το χρέος, τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό, είναι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και των ανταγωνισμών μεταξύ Βορρά και Νότου και μεταξύ των πολιτικών οικογενειών Αριστεράς-Δεξιάς.
Η Αριστερά, ιδιαίτερα η ριζοσπαστική Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, αγωνίζεται στο ευρωπαϊκό πεδίο για την αμοιβαιοποίηση και τη διαγραφή μέρους του χρέους, του δημόσιου και του ιδιωτικού, την κατάργηση των πολιτικών λιτότητας και τα νέα μνημόνια, τα καθολικά δημόσια συστήματα Υγείας, όπως και για την απελευθέρωση από τις πατέντες. Επιλογές δηλαδή που δεν κατατάσσονται στις «κεντρώες» λύσεις. Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι η ύφεση και η οικονομική και κοινωνική καταστροφή εξ αιτίας της πανδημίας δεν είναι ένα διάλειμμα της κανονικότητας, αλλά η ευκαιρία δομικού μετασχηματισμού.