Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πλέον πραγματικότητα, η Ελληνική Δημοκρατία συνορεύει με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και η προοπτική της συνεργασίας, της συνανάπτυξης και της σταθερότητας αποτελεί τη νέα πραγματικότητα στην εύθραυστη περιοχή της Βαλκανικής.
Για να φτάσουμε σε αυτήν τη νέα και ελπιδοφόρα πραγματικότητα, απαιτήθηκε οι δυνάμεις του διεθνισμού, του αριστερόστροφου ευρωπαϊσμού, του ορθού λόγου να συγκρουστούν με τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης, του εθνικισμού, του φασισμού. Ομολογουμένως ήταν μια πρωτόγνωρη σκληρή σύγκρουση, καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. συντάχθηκαν με ακραίες απόψεις νομιμοποιώντας ακραίες πρακτικές των «ψευδομακεδονομάχων».
Σε αυτήν τη συγκυρία, με αποφασιστικότητα, η κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, αλλά και δυνάμεις που στην πολιτική ανθρωπογεωγραφία βρίσκονται στα «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, διαθέτοντας όμως την ικανότητα να επιλέγουν κάθε φορά το μείζον, πέτυχαν έναν πολιτικό άθλο σπάνιο, αν όχι μοναδικό, στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας. Ειλικρινά αδυνατώ να εντοπίσω μια αντίστοιχη επιτυχία στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, όπου ο ελληνικός εθνικισμός και ανορθολογισμός να έχει υποστεί μια αντίστοιχη πολιτική ήττα.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ή να υποτιμήσουμε τον αντίπαλο και τα επιχειρήματά του, που δυστυχώς βρίσκουν ευήκοα ώτα σε μια κοινωνία με ισχυρά συντηρητικά αντανακλαστικά, καθώς και τους υπαρκτούς κινδύνους που σχετίζονται με τη μετατόπιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε θέσεις που όλο και περισσότερο θυμίζουν Ορμπαν και Σαλβίνι.
Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό -και δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το γεγονός- ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να σπάσει μια ιδιότυπη πολιτική απομόνωση από τους όμορους πολιτικούς του χώρους, που είχε διαμορφωθεί την περίοδο κυριαρχίας της αντίθεσης «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», περίοδος που μετά τη λήξη του δημοσιονομικού προγράμματος ανήκει στο παρελθόν. Αποτέλεσμα αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης ήταν και η αφύσικη, υπό όρους κανονικότητας, κυβερνητική συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ.
Αυτά όμως ανήκουν στο όχι μακρινό παρελθόν. Πλέον υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε με πραγματικούς πολιτικούς όρους να διαμορφωθεί μια πολιτική συμμαχία με όμορες πολιτικές δυνάμεις, είτε με ομάδες και προσωπικότητες της Κεντροαριστεράς είτε με αντίστοιχες συνευρέσεις από τον ευρύτερο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες υπάρχουν προφανώς πολιτικές διαφορές, αλλά και ισχυρές συγκλίσεις, καθώς και κοινός παρονομαστής ώστε να διαμορφωθεί μια ευρύτερη συμμαχία από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες στις νέες συνθήκες θα διεκδικήσουν την προστασία του κοινωνικού κράτους, την καταπολέμηση της ανεργίας και την προστασία της εργασίας, τη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την άσκηση μιας εξωτερικής πολιτικής που θα εμπεδώνει τον σταθεροποιητικό και φιλειρηνικό ρόλο της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αυτήν την πολιτική συμμαχία ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι κομβικός, χωρίς όμως να υποκύπτει στον πειρασμό του ηγεμονισμού και των τακτικισμών και κυρίως χωρίς να προσδίδεται στην πολιτική ζωή το πρόσημο της συναλλαγής και μιας υπεραγοράς πολιτικών προσώπων.
Σε αυτό το σημείο δεν επιθυμώ να κρίνω ευρύτερα υπαρκτά ζητήματα που προκύπτουν με την επιλογή στον πρόσφατο ανασχηματισμό των κυρίων Τόλκα και Μωραΐτη.
Νομίζω όμως ότι σε μια φάση όπου απαιτείται η μέγιστη αποφασιστικότητα από την πλευρά μας, όπου θα ήταν απολύτως φυσικό να αξιοποιηθεί περιορισμένος ανασχηματισμός στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης αυτής της δυναμικής και να αξιοποιηθούν πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη σύγκρουση για το Μακεδονικό με θετικό πρόσημο, προέκυψε η υφυπουργοποίηση ενός προσώπου στελέχους του ΚΙΝ.ΑΛΛ. έως τον Οκτώβριο του 2018 και μάλιστα σε ένα ειδικού βάρους υπουργείο όπως αυτό της Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Ομως η δημοσιοποίηση ενός βίντεο από μια πρόσφατη συνέντευξη του υφυπουργού πλέον Μεταναστευτικής Πολιτικής, στην οποία φαίνεται να επαναλαμβάνει τα γνωστά μονότονα, προσχηματικά, βαθιά συντηρητικά και εθνικοκεντρικά επιχειρήματα για παραχώρηση μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας, με τρόπο που δεν διαφοροποιείται από την επιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της πολιτικά ανεπαρκούς ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛΛ., διαμορφώνει πολλά και σοβαρά ερωτήματα για τη συγκεκριμένη επιλογή. Πολύ περισσότερο όταν είναι απολύτως γνωστή και σαφής η κόκκινη γραμμή της συντηρητικής αντίληψης που συνδέει τις απόψεις για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας με την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να ανησυχήσουμε, με δεδομένο ότι η μέχρι τώρα στάση της χώρας μας, της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας έχουν διαμορφώσει την ελληνική ιδιαιτερότητα της αλληλέγγυας κοινωνίας, εντός ενός ξενοφοβικού και ρατσιστικού ευρωπαϊκού περιβάλλοντος.
Οι δυνάμεις που το δύσκολο καλοκαίρι του 2015 στήριξαν την κυβερνητική πολιτική της αλληλεγγύης και της αντιμετώπισης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας θα είναι εδώ και την επόμενη ημέρα τα προτάγματα αυτών των δυνάμεων ελπίζουμε ότι θα τα αφουγκραστεί και ο νέος υφυπουργός.
Ο Μιχάλης Υδραίος είναι μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών