Macro

Ούτε στα λόγια δεν μπορούν να τηρηθούν «ίσες αποστάσεις»

Στο αποφασιστικής σημασίας ερώτημα για κάθε κόμμα «με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει;» ποια είναι, δηλαδή, η στρατηγική των συμμαχιών του, το ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής απέφυγε να απαντήσει. Πιστεύει, ίσως, ότι έτσι μπορεί να απευθυνθεί και να βρει απήχηση σε ευρύτερο εκλογικό κοινό.
Η περί την κ. Γεννηματά ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής φαίνεται πως θεωρεί ότι της είναι αρκετή μια τακτική ίσων αποστάσεων.
Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει, είναι να προσφέρει μεγαλύτερη ευχέρεια στους εμπνευστές της ιδέας περί νέας σύμπραξης με τη ΝΔ να εκθέσουν τις απόψεις τους και να τις επιβάλουν σε ένα κόμμα που δεν διαθέτει σαφή διαχωριστική γραμμή σ’ αυτό το επίπεδο. Εκτός από τις ευθείες βολές και τις λοιδορίες που αντιμετωπίζει η τακτική των ίσων αποστάσεων, η επίθεση εναντίον της και η ακύρωσή της επιδιώκεται και με την παρουσίασή της σαν συμφέρουσα προεκλογική τακτική, η οποία, μετεκλογικά, θα δώσει τη θέση της στην αυτονότητη σύμπραξη με τη ΝΔ.

Ερμηνείες κατά το δοκούν

«Η θεμελιώδης διαχωριστική γραμμή δεν έχει μετακινηθεί ούτε εκατοστό από το 2012», αποφαίνεται ο κ. Πρετεντέρης («Νέα» 19/3). Και με το γνωστό κυνισμό του συνεχίζει: «Ασφαλώς, η Φώφη δεν μπορεί να το πει. Ούτε να το υπαινιχθεί. Θα πάει στις εκλογές οχυρωμένη πίσω από μια ρητορική ίσων αποστάσεων. Μετά τις εκλογές, βλέπουμε». Όσο για την έννοια αυτού του «βλέπουμε», δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι σημαίνει «στρατηγική συμπόρευση κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς».
Την εκβιάζει, άραγε, ή θέλει να την εκθέσει; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς δεν του αρέσει καθόλου αυτή η ασάφεια, που εμπεριέχει η τακτική των ίσων αποστάσεων. Κι αυτό γιατί αφήνει περιθώρια για ερμηνείες, που δεν συμβιβάζονται με τον στόχο της «στρατηγικής συμπόρευσης» με τη ΝΔ.
Ένας άλλος σχολιαστής (Μ. Τσιντσίνης, «Καθημερινή» 20/3 λέει τα πράγματα με το όνομά τους, ως εκ των έξω παρατηρητής: «Πολλοί στο ΠΑΣΟΚ αποκολλούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερά της φαντασίας τους από τα συμφραζόμενα» και «χρησιμοποιούν την αντίθεση “συντηρητικό-προοδευτικό”, όπως πριν από 40 χρόνια». Με τη διαφορά ότι την… επικατάρατη αυτή αντίθεση την χρησιμοποίησε στην κεντρική ομιλία της η κ. Γεννηματά ως κεντρική ιδέα της τοποθέτησής της: «Στρατηγικό δίλημμα για εμάς είναι πρόοδος ή συντήρηση. Αντίπαλός μας είναι η συντήρηση».

Ζητούν από το κέντρο να θυσιαστεί

Αυτός, τουλάχιστον, είναι πιο ειλικρινής απέναντί τους απ’ ό,τι ο κ. Πρετεντέρης. Παραδέχεται ότι «έχουν δίκιο στην εκτίμηση ότι τυχόν σύμπραξή τους με τη ΝΔ συνεπάγεται για τους ίδιους ασύμμετρη φθορά· αλλά έχουν άδικο να την αρνούνται»… Με άλλα λόγια, τους ζητάει να θυσιαστούν για χάρη της ΝΔ. Αυτός είναι ο ρόλος που προορίζει για το Κίνημα Αλλαγής και ο κ. Πρετεντέρης, μόνο που δεν το ομολογεί. Κι όσο ακούει για πρόοδο και συντήρηση, τρομάζει πως οι λέξεις μπορεί να δώσουν το δικό τους νόημα στα πράγματα, ακόμα κι όταν κάποιος τις χρησιμοποιεί, καταχρηστικά, με άλλη έννοια. Γι’ αυτό και τις ξορκίζει και τις εξορίζει από το λεξιλόγιό του. Όπως έκανε ότι δεν άκουσε την κήρυξη «ανένδοτου αγώνα» εκ μέρους της Φ. Γεννηματά για λογαριασμό του Κινήματος Αλλαγής.
Όποιο περιεχόμενο κι αν του δίνει η κ. Γεννηματά, δεν ανακαλεί μόνο ιστορικές μνήμες, προκαλεί και σύγχρονους πολιτικούς και ιδεολογικούς συνειρμούς. Ο «ανένδοτος αγώνας» είχε στόχο, είχε αντίπαλο: τη δεξιά και το παρακράτος της. Χωρίς αυτούς τους στόχους δεν θα υπήρχε, δεν θα μπορούσε να αποκτήσει υπόσταση. Γιατί δεν θα μπορούσε να εκφράσει την καθολικότητα της αντίδρασης στη βία και τη νοθεία του 1961, που συμπεριλάμβανε στα θύματά τους και την αριστερά. Η ανάκληση ενός όρου φορτισμένου με τόσο συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Χαράζει τη διαχωριστική γραμμή με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το 2012, πράγμα που ανησυχεί όσους με νύχια και δόντια θέλουν να την κρατήσουν εκεί ακριβώς.

Ανένδοτοι χωρίς ανέκδοτα

Και, κυρίως, υπενθυμίζει ότι, στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα ανένδοτοι αυτού του τύπου ήταν δυνατοί ακριβώς επειδή χάραξαν με διαφορετικό τρόπο από τον κ. Πρετεντέρη τη διαχωριστική γραμμή. Ισως γιατί στην Ελλάδα του μεταπολέμου η μέση τάξη κατείχε μια κοινωνική βαθμίδα πιο κοντά στη μισθωτή εργασία, γεγονός που επέβαλε συχνά τη συμπόρευσή τους και την παράλληλη πορεία των πολιτικών δυνάμεων που τις επικαλούνται. Εκεί ωθούσε τα πράγματα η δυναμική των κοινωνικών εξελίξεων. Κάθε φορά που το κέντρο παρεξέκλινε από την κατεύθυνση αυτή, την πλήρωναν και οι δύο. Ορισμένες φορές πολύ ακριβά, ακόμα και με δικτατορίες. Σήμερα, προς ποια κατεύθυνση εξελίχθηκαν οι συνθήκες; Κατά μία εκδοχή, η οποία αποτυπώνεται και στην πρακτική των μικρομεσαίων, διαφαίνεται μεγαλύτερη σύγκλιση συμφερόντων.
Αυτοί οι αυθόρμητοι συνειρμοί που προκαλούνται με τη χρήση του όρου «ανένδοτος αγώνας», δεν δικαιολογούν μόνο τη δυσαρέσκεια των εραστών της στρατηγικής συμπόρευσης με τη ΝΔ. Μας επιτρέπουν να υποθέσουμε βάσιμα ότι το ζήτημα δεν έχει κριθεί μέσα στο Κίνημα Αλλαγής, όπως θέλουν να προλάβουν να μας πείσουν μερικοί. Η αγωνία για την εξασφάλιση της πολιτικής επιβίωσης μπορεί να δικαιολογεί διάφορες ακροβασίες, αλλά δεν αρκεί για την κατοχύρωση ενός ευρύτερα αναγνωρισμένου διακριτού ρόλου, που να εκφράζει λίγο πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις και τάσεις. Γι’ αυτό και, παρά τα φαινόμενα, έχει ακόμα περισσότερο νόημα σήμερα η αριστερά (με ενισχυμένη την παρουσία της λόγω και ενισχυμένης παρουσίας των κοινωνικών υποκειμένων στα οποία αναφέρεται) να αναζητήσει και να βρει διαύλους επικοινωνίας με τις δυνάμεις του κέντρου και έδαφος για κοινές πρωτοβουλίες μαζί τους.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή