Αν κάποιος έχει σοβαρό λόγο να ενδιαφέρεται για ό,τι συμβαίνει στο σοσιαλδημοκρατικό κέντρο, αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μόνον επειδή πρόκειται για τον θεωρητικά κοντινότερό του πολιτικό χώρο. Η διάθεση της σύγχρονης αριστεράς για μια προσέγγιση με τη σοσιαλδημοκρατία οφείλεται και στην εδραιωμένη πια πεποίθησή της ότι θα ήταν ολέθριο να επαναληφθεί το λάθος μιας άλλης εποχής, με τη συμπερίληψή της στις δυνάμεις, με τις οποίες η αριστερά έχει εξ ορισμού ανειρήνευτη αντιπαλότητα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει γι΄ αυτό το λόγο να απέχει από την κριτική. Ιδίως όταν η κατεύθυνση που ακολουθεί το σοσιαλδημοκρατικό κέντρο, το οδηγεί σε απομάκρυνση από τον δυνάμει συμμαχικό χώρο της αριστεράς και σε προσέγγιση με τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις.
Οι δύο ψυχές της σοσιαλδημοκρατίας
Ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας, με το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού, στον οποίο έβαζε νεοφιλελεύθερο πρόσημο, το ΠΑΣΟΚ της εποχής Σημίτη άρχισε να συμβιβάζεται ιδεολογικά με την ιδέα τού «μονόδρομου» και πρακτικά με την άποψη ότι στη χώρα μας δεν μπορούν να γίνουν πραγματικές τομές, με κοινωνικό και δημοκρατικό πρόσημο, γιατί «αυτή είναι η Ελλάδα». Μια Ελλάδα που μόνο με το τζόγο του Χρηματιστηρίου μπορούσε να ελπίζει σ΄ ένα καλύτερο αύριο και στην οποία όσοι βρίσκονταν κοντά στο μέλι, μπορούσαν να βάλουν το χέρι τους βαθιά στο γλυκό δοχείο.
Αυτές οι παραδοχές, αυτή η άνευ ιδεολογικών όρων παράδοση, προετοίμαζαν μια δεκαετία πριν τη διάθεση για την αμαχητί συνθηκολόγηση του 2010, την αποδοχή των συντριπτικών μνημονίων ως σωτηρία και τη σύμπραξη με τη δεξιά και την ακροδεξιά, με τη δικαιολογία ότι η λύση αυτή ήταν «μονόδρομος». Προετοίμασαν το έδαφος για την αποδοχή του περιεχομένου των μνημονίων ως σχεδίου που θα έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει με δική μας πρωτοβουλία, ακόμα κι αν δεν μας το είχαν επιβάλει, μόνο και μόνο επειδή περιείχαν κάποιες αυτονόητες αλλαγές, τις οποίες η διαπλοκή ή το πελατειακό κράτος απέφευγαν συστηματικά να προωθήσουν. (Σήμερα, μετά την τραυματική, έτσι ή αλλιώς, εμπειρία δύο τετραετιών, 2010-2014 και 2015-2018, μπορούμε να υποθέσουμε, τουλάχιστον, ότι ενδεχομένως υπήρχε και άλλη επιλογή το 2010, όχι επαναστατική, αλλά οπωσδήποτε λιγότερο επώδυνη για πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας).
Την κριτική αποτίμηση αυτής της περιόδου το καθ΄ ημάς σοσιαλδημοκρατικό κέντρο την απέφυγε και συνεχίζει να την αποφεύγει. Του αρκεί, όπως φαίνεται, να ισχυρίζεται ότι έχει αδικηθεί από την ιστορία, γιατί βρέθηκε στην ανάγκη να κάνει αναγκαστικές κινήσεις και να αναλάβει ευθύνες, τις οποίες οι άλλοι, δεξιά κι αριστερά, εκμεταλλεύτηκαν μικροκομματικά. Το αποτέλεσμα από μια τέτοια στάση είναι ότι δεν μπορεί να συναγάγει χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα από την αρνητική πείρα του. Κι αυτό οδηγεί την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ σήμερα στην κοντόθωρη και χωρίς οποιοδήποτε πολιτικό υπόβαθρο θέση για στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους «τού ΠΑΣΟΚ».
Συντηρητικός κομματικός πατριωτισμός
Το χειρότερο, δε, είναι ότι με το που έγινε γνωστό ότι ζητήθηκε να ανοίξουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του κ. Σημίτη, θεώρησε ότι έχει τη χρυσή ευκαιρία να αναλάβει μια επιχείρηση συσπείρωσης ανακαλώντας μνήμες τού 1989. Δεν γνωρίζουμε ποιοι συμβουλεύουν την κ. Γεννηματά, αλλά όταν τέτοιοι παραλληλισμοί επιχειρούνται χωρίς την ύπαρξη πολιτικών και όχι επικοινωνιακών αναλογιών, τότε κινδυνεύουν να γυρίζουν σαν τρελοί στον αέρα, εάν δεν γυρίσουν εναντίον τών εμπνευστών τους.
Το ΠΑΣΟΚ την εποχή εκείνη δέχτηκε μια επίθεση από τα δεξιά, από μια ΝΔ που έβλεπε να μένει για πολύ εκτός εναλλαγής στην εξουσία, και από μια διαπλοκή που φοβόταν ότι ένας τρίτος, ο Κοσκωτάς, θα κατόρθωνε να την εκτοπίσει και αναλάβει καθήκοντα στη θέση της.
Ωστόσο, η ήττα που υπέστη το κόμμα αυτό, άργησε μια δεκαετία· και δεν ήταν από την εξωτερική επίθεση, ήταν ήττα εσωτερική. Και την προκάλεσαν πολλοί από αυτούς που η σημερινή ηγεσία τού ΚΙΝΑΛ θεωρεί ότι μπορεί να τους προβάλει ως διωκόμενους ένεκεν της σοσιαλδημοκρατίας. Οι διάδοχοι του Ανδρέα στο ΠΑΣΟΚ αποκατέστησαν την αρχική ισορροπία με τη διαπλοκή, στηρίχτηκαν από αυτήν και στηρίχτηκαν σ΄ αυτή αποποιούμενοι την όποια κληρονομιά του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει η παραμικρή αναλογία μεταξύ 1989 και 2018. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, βάσιμα να ισχυριστούμε πως η επιχείρηση συσπείρωσης γύρω από τον κ. Σημίτη και ό,τι αυτός εκπροσωπεί, ενδέχεται να συσπειρώσει έναν αριθμό στελεχών, αλλά τμήματα του εκλογικού σώματος που απομακρύνθηκαν από τον ΠΑΣΟΚ και λόγω της μεταστροφής ήδη από το 2000, είναι μάλλον απίθανο να επαναπατριστούν μ΄ αυτό τον τρόπο. Είναι, όμως, αμφίβολο εάν μπορεί να πείσει και ορισμένα εκσυγχρονιστικά πνεύματα, τα οποία έχουν ήδη σημειώσει πως ο κ. Σημίτης τηρεί σιγήν ιχθύος για τον Παπαντωνίου και για τις αντιστάσεις της Εκκλησίας, όπως και για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Μόνο η ΝΔ θα ωφεληθεί
Σήμερα μόνο η ΝΔ μπορεί να τρίβει τα χέρια της που η ηγεσία τού ΚΙΝΑΛ μέσα στην αμηχανία της αρπάζεται από την «ευκαιρία» τής υπεράσπισης του κ. Σημίτη. Γιατί μπορεί να καταλάβει, σε αντίθεση με την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ, ότι, πίσω από τις κραυγές περί σκανδαλολογίας και σκανδαλοθηρίας, αυτό που εξελίσσεται είναι η ακόμα μεγαλύτερη προσέγγιση του ΚΙΝΑΛ σε μια πολιτική προοπτική σύμπλευσης με τη δεξιά.
Μ΄ αυτό τον τρόπο, δηλαδή, αντί να εξασφαλίζεται μια ενισχυμένη αυτοδύναμη παρουσία του ΚΙΝΑΛ, η ηγεσία του το εκθέτει στον εμφανή κίνδυνο (μόνο εκείνη δεν τον βλέπει…) να υποστεί τις συνέπειες που συνήθως συνοδεύουν μια τέτοια τακτική: είτε να παρασυρθούν (προεκλογικά) οι δυνάμει ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ από το ισχυρότερο μαγνητικό πεδίο της ΝΔ, είτε (μετεκλογικά) το ίδιο το κόμμα, αποδυναμωμένο πια, να οδηγηθεί σε μια εκ νέου συνεργασία με τη ΝΔ, που πιθανότατα θα παίξει το ρόλο τής χαριστικής βολής. Αυτός ο κίνδυνος ενισχύεται σοβαρά με την υπόδειξη του κ. Σημίτη ως «εμβληματικού» ηγέτη του ΚΙΝΑΛ, γιατί διαμορφώνει το κατάλληλο πολιτικό έδαφος για την ευδοκίμηση μιας τέτοιας εξέλιξης.
Μπορεί μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να μένει ο ΣΥΡΙΖΑ αδιάφορος ή να το αντιμετωπίζει μόνο με βάση τον οδηγό καλής συμπεριφοράς; Όχι βέβαια. Χρειάζεται να ασκεί πειστική κριτική, χωρίς να δίνει λαβή σε όσους απεργάζονται εντός του ΚΙΝΑΛ την αποτυχία κάθε σχεδίου συνεργασίας με την αριστερά. Αν δεν πείσει την ηγεσία του, θα γεννήσει οπωσδήποτε δικαιολογημένες αμφιβολίες στους δυνάμει οπαδούς και ψηφοφόρους του για το ποια είναι η ορθή επιλογή προοπτικής.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή