Στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας, ζούμε σε μια ιδιότυπη «δικτατορία των ειδικών». Προφανώς η συνύπαρξη της κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και εκείνης των «ειδικών» δεν είναι απλή χρονική σύμπτωση. Και τούτο για δύο αλληλοσυνδεόμενους λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι το νεοφιλελεύθερο σύστημα διακυβέρνησης, ευθυγραμμιζόμενο με τις επιταγές της καπιταλιστικής οικονομίας, εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τους «τεχνοκράτες» και την «τεχνογνωσία» και ολοένα και λιγότερο από τους εκλεγμένους εκπροσώπους και τη λαϊκή βούληση. Και ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη γενικευμένη εξατομίκευση που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γνώσης.
Σπεύδω να διευκρινίσω κάτι αυτονόητο για να μην παρεξηγηθώ. Οταν μιλάω για τη «δικτατορία των ειδικών», δεν υποτιμώ τη σημασία της επιστημονικής γνώσης, που εξ ορισμού απαιτεί «ειδίκευση» υπό την έννοια της αφοσίωσης πολλών ετών εκπαίδευσης, έρευνας, σοβαρής και συστηματικής διανοητικής εργασίας για την επαρκή αφομοίωση και την προσήκουσα εφαρμογή της.
Το πρόβλημα τίθεται όταν οι «ειδικοί» αυτονομούνται από την επιστημονική τους κοινότητα και παίζουν τον ρόλο «ειδικού συμβούλου» – που σημαίνει ότι αποφασίζουν πολιτικές κατά τρόπο σε τεράστιο βαθμό ανεξέλεγκτο. Και πάλι για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ εδώ ότι η γνώμη των επιστημόνων οφείλει να τίθεται στην κρίση του λαού με τη μορφή εκλογής τους ή δημοψηφίσματος. Ο «έλεγχος» που λείπει στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με κάτι άλλο – πιο σύνθετο, αλλά υπό μια έννοια και πιο απλό από τη θεσμοποιημένη διαδικασία δημοκρατικού ελέγχου.
Στη νεωτερικότητα, και ιδίως στη σύγχρονη εποχή, οι επιστημονικοί κλάδοι που εφαρμόζονται στην πολιτική και στη διαχείριση της δημόσιας ζωής είναι αμέτρητοι. Δεν θα ήταν αβάσιμη κάποια διάκριση μεταξύ δύο ευρύτατων κατηγοριών στις εφαρμογές των επιστημονικών κλάδων, έστω και αν σε πολλές περιπτώσεις η εν λόγω διάκριση δεν είναι απόλυτη.
Υπάρχουν για παράδειγμα εφαρμογές που αφορούν τη δημόσια υγεία ή την αντιμετώπιση του κινδύνου πυρκαγιάς ή πλημμύρας, και άλλες που σχετίζονται με ζητήματα όπως οικονομική πολιτική, διεθνείς σχέσεις ή κομματικές διεργασίες. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την κρίσιμη πολιτική σπουδαιότητα και των ζητημάτων της πρώτης κατηγορίας, θα μπορούσαμε ωστόσο να συμφωνήσουμε ότι η πολιτική διάσταση της δεύτερης κατηγορίας είναι πιο άμεση. Αναλόγως, οι επιστημονικοί κλάδοι που εφαρμόζονται στην πρώτη περίπτωση προέρχονται κυρίως από το πεδίο των θετικών επιστημών, ενώ οι κλάδοι που κυρίως εφαρμόζονται στη δεύτερη ανήκουν στις κοινωνικές επιστήμες.
Το ζήτημα της «αξιακής ουδετερότητας» στις κοινωνικές επιστήμες, ιδωμένο αφαιρετικά και μέσα στη «γυάλα» της «καθαρής ακαδημαϊκής εργασίας», είναι κάτι πολύ συζητήσιμο ούτως ή άλλως. Οταν όμως οι κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιούνται για να καθορίζουν πολιτικές αποφάσεις, η «αξιακή ουδετερότητα» είναι απλώς το –συχνά άρρητο- άλλοθι των «ειδικών συμβούλων» για να κάνουν ό,τι τους καπνίσει. Απολύτως ιδεολογικοί και πολιτικοί στις επιλογές τους, οχυρώνονται πίσω από τις περγαμηνές του «ειδικού», άρα του «αξιακά ουδέτερου», ήτοι του «αμόλυντου» από ιδεολογικές θέσεις και πολιτικές επιρροές.
Οταν οι «ειδικοί» προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε νεοφιλελεύθερα ή νεοφιλελευθεροποιημένα κόμματα, ουδέν πρόβλημα. Εκεί το ιδεολόγημα της «αξιακής ουδετερότητας» συμβαδίζει αρμονικά με την ιδεολογία και την οργάνωση του κόμματος που εξυπηρετούν. Η ηγεσία του κόμματος τους χρησιμοποιεί όπως ο μάνατζερ τους τεχνικούς συμβούλους της επιχείρησής του. Το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της αδιαμφισβήτητης -καθ’ ότι ακριβώς «ιδεολογικά ουδέτερης»- ευθυκρισίας των «ειδικών» είναι τόσο διάχυτο και επιδραστικό που φαίνεται πως συμπαρασύρει και αριστερές ηγεσίες. Και εκεί τα πράγματα είναι λιγάκι πιο προβληματικά.
Στο βίντεο της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Δευτέρα στο «Κάραβελ», ακούσαμε μια «αριστερή εκδοχή» της περιβόητης θεωρίας περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς». Οτι δηλαδή όντως, από τη μεταπολίτευση κι έπειτα, και ιδίως από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, η ευρύτερη Αριστερά, δηλαδή η «προοδευτική παράταξη», με τους «δύο της πόλους», το ΠΑΣΟΚ και την «παραδοσιακή Αριστερά», που είχε ως κοινό όραμα την υπέρβαση του καπιταλισμού και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, ήταν ηγεμονική – και ότι η σχεδόν διαχρονική αυτή ηγεμονία άρχισε κάποια στιγμή να διασπάται και να υπονομεύεται.
Τούτη η προκλητική παραποίηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που εκτός των άλλων βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στον προπαγανδιστικό ισχυρισμό της Δεξιάς ότι η Αριστερά ευθύνεται για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής, δεν μπορεί παρά να είναι «παρενέργεια» της «συνταγής» κάποιων «ειδικών» για τη «θεραπεία από τη νόσο της εκλογικής ήττας»: Να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ νέο ΠΑΣΟΚ στη θέση του παλαιού.
Ο Κύρκος Δοξιάδης καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών