Η συζήτηση για την Αριστερά και τη στρατηγική της αποτελεί μέγιστη πρόκληση για το χειραφετητικό κίνημα. Αντίστοιχα, σύνθετη είναι και η σχετική διαδικασία διαμόρφωσής της, που, εκτός από τη χρήσιμη συμβολή της κριτικής παράδοσης των κοινωνικών επιστημών, πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την αναστοχαστική αποτίμηση της πολιτικής και οργανωτικής εμπειρίας του περασμένου αιώνα, το απόσταγμα των επιστημονικών κεκτημένων των λεγόμενων θετικών επιστημών, τη δημιουργικότητα της τέχνης, τη φαντασία των συλλογικών φορέων της κοινωνίας, καθώς και το πολιτικό ένστικτο μιας πάντα λογοδοτούσας ηγεσίας. Σημαντικό μέρος αυτής της συζήτησης, ιδιαίτερα εκείνο που αφορά την καταγραφή και αξιολόγηση της πολιτικής εμπειρίας είναι συγχρόνως και υπόθεση του κόμματος της Αριστεράς. Μάλιστα, μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες, το κόμμα πρέπει να εγγυάται τη σύνθεση και τη διαρκή αποτίμηση όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων/συμβολών, οι οποίες μπορεί να εγγυηθούν τις διαδικασίες σχετικού διαλόγου και τις πολιτικο-οργανωτικές πρωτοβουλίες που πρέπει να ακολουθηθούν. Έτσι κι αλλιώς, πέρα από τα παραπάνω, το ζήτημα του πολιτικού υποκειμένου (κόμματος) αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα που έχει απασχολήσει την Αριστερά. Διαφοροποιούνται μόνο όσοι ανήκουν στο μικρό εκείνο (μεταμοντέρνο και α-ιστορικό) τμήμα της Αριστεράς που παγώνουν την, ίσως αρνητική, ιστορία των αριστερών κομμάτων και ρητά ή σιωπηρά θεωρούν ότι η Αριστερά μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς το δικό της πολιτικό υποκείμενο. Στο τελευταίο ελπίζω να συμβάλουν οι παρακάτω εισαγωγικές παρατηρήσεις, οι οποίες από τη μια αφορούν την οικοδόμηση του κόμματος της Αριστεράς σήμερα και από την άλλη μπορεί να αποτελέσουν τη βάση για την κριτική και την αξιολόγηση των δράσεων και πρακτικών της Αριστεράς, είτε αυτή είναι στην κυβέρνηση είτε εκτός κοινοβουλίου. Αυτής της Αριστεράς, δηλαδή, που ανυποχώρητα διατηρεί τον στόχο του ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας και του πολιτισμού που τη συνέχει. 1. Κοινό τόπο, τόσο του δεσπόζοντος ρεύματος όσο και της κριτικής παράδοσης της πολιτικής επιστήμης αποτελεί ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν πολιτικές εκφράσεις των κοινωνικοϊστορικών διαιρετικών τομών. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι, παρά τη μεγάλη σημασία των οικονομικών διαιρετικών τομών και των κοινωνικών ανισοτήτων που αυτές συνεπάγονται, δεν αποτελούν σχεδόν ποτέ καθοριστικούς παράγοντες στην ίδρυση και την ανάπτυξη των κομμάτων. Κατά συνέπεια, μια μη αναγωγιστική κατανόηση των διαιρετικών τομών σημαίνει ότι ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στις συνθήκες της χρονικότητας (timing) που τις ενεργοποιούν πολιτικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί αυτή η γνώση καθορίζει το γενετικό μοντέλο του κόμματος, κάτι που, με τη σειρά του, προδιαγράφει και τη δυναμική του. 2. Η δυναμική του κόμματος έχει πρωτίστως να κάνει με την κοινωνική συμμαχία που αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας ή/και της ανάπτυξής του. Αυτή την κοινωνική συμμαχία εκφράζει η κομματική οργάνωση που ο αριστερός πολιτικός φορέας κινητοποιεί για την υλοποίηση της στρατηγικής του. Με άλλα λόγια, οι λεπτομέρειες που ορίζουν τις συνθήκες της δημιουργίας του κόμματος ορίζουν και την τροπικότητα (modalities) της παγίωσής του και της πολιτικής του αποτελεσματικότητας. Η κριτική, λ.χ., που ασκείται στον ΣΥΡΙΖΑ για τη «μη κινητοποίηση του κοινωνικού κινήματος» μετά το 2015 ή ακόμη και μετά τις εκλογές του 2012 είναι τουλάχιστον υπερβολική, μια και σημαντική συμβολή στην άνοδο του κόμματος έπαιξε ότι το πρότυπο της παρουσίας του κόμματος στο κοινωνικό πεδίο βρισκόταν στον αντίποδα του προτύπου κινητοποίησης των κομμάτων της Μεταπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια της αντίστασης, στην προ Μνημονίων εποχή, αλλά και στη συνέχεια, συστηματικά απείχε ενεργά των διαδικασιών της κομματικοποίησης, του ελέγχου ή/και της υποκατάστασης του κοινωνικού κινήματος. Κατά συνέπεια, δεν είχε στη συνέχεια την αναμενόμενη ικανότητα κομματικής κινητοποίησης, όπως ανέμεναν όσοι εστιάζουν σε αυτή την κριτική. Κριτική που φυσικά δεν λαμβάνει υπόψη της το γενετικό μοντέλο του κόμματος. 3. Η στήριξη, στην πορεία, της οικοδόμησης του κόμματος και της διαμόρφωσης της στρατηγικής δεν μπορεί να αποτελεί μια συγκυριακή επιλογή που στηρίζεται στις συνεχείς επιτυχίες του. Η γνώση της ιστορικής διαδρομής της Αριστεράς δεν θα πρέπει να επιτρέπει επιπόλαιες, γρήγορες και συχνά αυτάρεσκες αντιδράσεις και συμπεράσματα που οδηγούν στην παραλυτική αποστράτευση. Οι ήττες και οι υποχωρήσεις των εγχειρημάτων της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι συχνά ιδιαίτερα χρήσιμες και διδακτικές. Αρκεί φυσικά το κόμμα να οργανώνει, εκτός από τη συστηματική επιμόρφωση, διαδικασίες αναστοχασμού. Αυτός ο τελευταίος, φυσικά, προϋποθέτει ότι τη στράτευση των μελών και των υποστηρικτών του κόμματος συνοδεύει η αντίληψη ότι η πορεία της Αριστεράς και του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι μια μακρά, κοπιώδης προσπάθεια ενδεχομενικότητας. Η Joan Baez, με συναισθηματική γλαφυρότητα, τραγούδησε αυτό το απαραίτητο στοιχείο για την Αριστερά και για τον φορέα της: «Μας άφησες να περπατάμε στον δρόμο / και είπες πόσο βαρύ είναι το φορτίο / Τα χρόνια είναι πρώιμα, / και ο αγώνας μόλις είχε αρχίσει. / Και συνεχίζουμε να πορευόμαστε / στους δρόμους με μικρές νίκες / και μεγάλες ήττες («To Bobby», 1972). 4. Η συζήτηση για την Αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να ξεκαθαρίσει για ποια ακριβώς Αριστερά μιλάμε. Το ερώτημα, μετά το τέλος του «ανύπαρκτου» σοσιαλισμού, την «πασοκοποίηση» των τελευταίων χρόνων, την αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών κινημάτων σε εθνικό και διεθνές πεδίο στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, καθώς και την αδιέξοδη στασιμότητα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, είναι τουλάχιστον αυτονόητο. Η απάντηση θα πρέπει να είναι σαφής. Το εγχείρημα για τον φορέα της Αριστεράς του 21ου αιώνα θα πρέπει να στοχεύει στην ενότητα του συνόλου της Αριστεράς. Και κατά συνέπεια το κόμμα θα πρέπει και οργανωτικά να εξυπηρετεί τον στρατηγικό στόχο της ενότητας. Ενότητα που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα όλων των αριστερών παραδόσεων και ταυτόχρονα συστηματικά να περιορίζει τα «κουσούρια» τους. Το εγχείρημα αυτό δεν μπορεί παρά να υπηρετείται από μια νέα οργανωτική λογική και πρακτική. 5. Τα πολιτικά κόμματα πριν απ’ οτιδήποτε άλλο αποτελούν οργανώσεις. Η κομματική οργάνωση καθορίζει τους προγραμματικούς και στρατηγικούς στόχους του κόμματος. Έτσι, με δεδομένη την υποχώρηση της Αριστεράς του 20ού αιώνα και την αναγκαιότητα της ενότητας του όλου της Αριστεράς, το αναγκαστικά νέο οργανωτικό μοντέλο του κόμματος θα πρέπει να θεμελιωθεί σε μια λογική «ενάντια και πέρα» από τις προγραμματικές, ιδεολογικές και φυσικά οργανωτικές πρακτικές όλων των παραδόσεων της Αριστεράς. Εντελώς επιγραμματικά η λογική «ενάντια και πέρα» α) για την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά –την Αριστερά με «πολυλενινιστική» συγκρότηση– σημαίνει δραστικό περιορισμό του οικονομισμού, του κοινωνικού αναγωγισμού, της εργαλειακής κατανόησης και διαχείρισης του κράτους, της οπορτουρνιστικής κατανόησης των τυπικών θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς και των πολιτικών δικαιωμάτων, της ανθρωπομορφικής κατανόησης του ιμπεριαλισμού και, τέλος, της μονότονης διεθνιστικής ρητορείας που συχνά συγκαλύπτει έναν βαθύ εθνικισμό. β) για όλες τις εκδοχές της μεταρρυθμιστικής, σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς σημαίνει το ξεπέρασμα του κυβερνητισμού και της κοινοβουλευτικοποίησης, της άκριτης αποδοχής της αγοράς και της κατανόησης των αιτημάτων των υποτελών τάξεων όχι ως «αντιδραστικό λαϊκισμό» και μέρος του προβλήματος, αλλά ως μέρος της λύσης. γ) για τα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα σημαίνει το ξεπέρασμα του μονοθεματικού τους ορίζοντα και των μεταμοντέρνων «μεταϋλιστικών» επιρροών. Τέλος δ) για την «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά σημαίνει το ξεπέρασμα του σεκταρισμού, της «αγοραφοβίας» απέναντι στο ενδεχόμενο ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών και τον περιορισμό μιας ρητορείας που έχει περισσότερη σχέση με ηθικολογία παρά με πολιτική επιχειρηματολογία. Οι παραπάνω παρατηρήσεις θα πρέπει να αποτελούν μερικές από τις έμπρακτες πρόνοιες του πολιτικού φορέα της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Αυτά, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ευρηματικών και αποτελεσματικών μορφών συμμετοχής και λογοδοσίας, είναι δυνατόν να αντιπαλέψουν τόσο τον πεσιμισμό, που έχουν επιβάλει στους κόλπους μας οι τρέχοντες αρνητικοί συσχετισμοί, όσο και την αυταρχική έκφραση της ατομικής ελευθερίας, που στηρίζει την ηγεμονική επέκταση του νεοφιλελευθερισμού και η οποία εν πολλοίς ευθύνεται για την παρατηρούμενη «μόλυνση από την (ακρο)δεξιά» της δημόσιας σφαίρας. Η αποκατάσταση του φρονήματος και της αυτοπεποίθησης τόσο της Αριστεράς όσο και των αριστερών έχει περαιτέρω να κάνει και με την απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα στην «τόλμη» και τη «νηφαλιότητα», ιδιότητες απαραίτητες όταν έχουμε μπροστά μας ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα όσο είναι ο κοινωνικός μετασχηματισμός μιας κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης σε παγκόσμια κλίμακα. Το μέγεθος, οι προβλεπτές και απρόβλεπτες και συχνά υπέρμετρες δυσκολίες πρέπει να είναι απολύτως συγγνωστές σε όλους τους στρατευμένους στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Ο ποιητικός λόγος του Νερούντα περιγράφει την υπαρξιακή μοίρα όλων μας: «Κανείς δεν ρωτά για την μέρα / ή το όνομα των ονείρων μου / είμαι αδύναμος να μετρήσω τον δρόμο / που δεν οδηγεί σε χώρα, ίσως, / ή στην καθαρή μετάλλαξη της αλήθειας / που ίσως εμφανιστεί στο φώς της ημέρας / ή η εκ των υστέρων αλλαγή της λάμψης / στο καπρίτσιο της πυγολαμπίδας το βράδυ» (Sonata Critica, «La memoria», 1964).
Μιχάλης Σπουρδαλάκης
Πηγή: Η Αυγή