Η πραξικοπηματική επιβολή στην ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του 3ου μνημονίου, παρά την συντριπτική νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, το κλείσιμο των συνόρων για την αντιμετώπιση του προσφυγικού κύματος, η άνοδος της λαϊκιστικής και ξενοφοβικής δεξιάς σε μια σειρά από χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας), το ουκρανικό ζήτημα, αλλά κυρίως το πρόσφατο Μπρέξιτ, είναι συμπτώματα της γενικότερης αναταραχής που υπάρχει στην Ευρώπη, κυρίως, από το ξέσπασμα της συστημικής κρίσης το 2009. Είναι φανερό ότι το αντιδημοκρατικό, νεοφιλελεύθερο, ευρωπαϊκό σχέδιο (που εγκαινιάστηκε στην Ευρώπη με την Ενιαία Πράξη το 1986 και την αντιδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη Συνθήκη του Μάαστριχ το 1992, συνεχίστηκε με την οικονομική διακυβέρνηση το 2011 και σχεδιάζεται να επεκταθεί με την Έκθεση των Πέντε Προέδρων που προδιαγράφει την πορεία της ΕΕ μέχρι το 2025) τρίζει συθέμελα. Ουδείς γνωρίζει αν βρισκόμαστε κοντά στο 1989 της υπαρκτής ευρωπαϊκής ενοποίησης ή βαδίζουμε προς μια ακόμα πιο αυταρχική, νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση ομοσπονδιακού τύπου. Η Ε.Ε. δεν είναι μια αλληλέγγυα ένωση, αλλά ένα σύστημα διεθνών σχέσεων μεταξύ διαφόρων κρατών, άνισων σε ισχύ -με την Γερμανία στην κορυφή- που ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους στην οικονομική και πολιτική σφαίρα, πάντοτε εις βάρος των λαϊκών τάξεων, σε όλα τα κράτη μέλη.
Μόνη της η επανίδρυση δεν είναι πειστική
Η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά δεν πρέπει να επιτρέψει στη λαϊκιστική και άκρα δεξιά να μονοπωλήσει το θυμό κατά της υπαρκτής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, φοβούμενη μήπως χαρακτηριστεί από το ακραίο κέντρο ως «ευρωσκεπτικιστική», στο πλαίσιο της θεωρίας των δύο άκρων. Ούτε πρέπει να οδηγηθεί σε ένα συμβιβασμό με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, που θα συνοδεύεται, απλώς, με διαμαρτυρίες και ανέξοδα «οράματα» περί άλλης Ευρώπης. Υπ’ αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι το παλιό αριστερό σύνθημα για «επανίδρυση της Ευρώπης» δεν είναι πια πειστικό, αν δεν συνοδεύεται από απόφαση για ρήξη, ασυνέχεια, τομή με το παρελθόν, που δεν αποκλείει και την ανυπακοή εθνικών κυβερνήσεων στα νεοφιλελεύθερα κελεύσματα θεσμικών (ΕΚΤ, Κομισιόν) και παραθεσμικών (Τρόϊκα, Γιούρογκρουπ) οργάνων της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Ρήξη και ανυπακοή οργανωμένες και συντονισμένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο -όχι πρόχειρες και άτακτες- και συνοδευόμενες από ένα βιώσιμο εναλλακτικό σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μόνο έτσι μπορεί να καταπολεμηθεί ο επικίνδυνος ακροδεξιός ευρωσκεπτικισμός, που ηγεμονεύει σε πολλές πια ευρωπαϊκές χώρες. Να σημειώσω εδώ ότι η αριστερή έξοδος από την ευρωζώνη και την Ε.Ε. (Lexit), την οποία υποστηρίζουν κάποιες πολιτικές δυνάμεις, αν και θεμιτή ως πολιτική πρόταση (άσχετα από το αν είναι αποτελεσματική στη σημερινή εποχή του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού) σε εθνικό επίπεδο, δεν συνιστά ένα αριστερό ευρωπαϊκό σχέδιο.
Για να αλλάξει πράγματι η Ευρώπη, απαιτείται η αλλαγή του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερων χωρών της Ε.Ε. με τελικό στόχο το σχηματισμό κυβερνήσεων, στις οποίες θα συμμετέχει ή τις οποίες θα στηρίζει στη βάση συγκεκριμένων δεσμεύσεων η ριζοσπαστική αριστερά, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός ισχυρού κινήματος σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Όπως έδειξε η ελληνική εμπειρία, η διακυβέρνηση από την αριστερά μιας χώρας -και μάλιστα μικρής- μπορεί να είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι και ικανή συνθήκη για την εφαρμογή ενός αντι-νεοφιλελεύθερου προγράμματος εντός της Ε.Ε. Βεβαίως, η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά οφείλει, σε όποιες χώρες αυτό είναι δυνατό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να επιδιώκει προσεκτικά και υπό διαφανείς όρους το σχηματισμό ευρύτερων μετώπων και συμμαχιών με συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, πρωτοβουλίες, αλλά και πολιτικές δυνάμεις άλλων πολιτικών οικογενειών.
Για το ρόλο του νέου ΣΥΡΙΖΑ
Με δεδομένους τους περιορισμούς της περυσινής ήττας, παραθέτω έξι σημεία που αφορούν το ρόλο του νέου ΣΥΡΙΖΑ στην κοινή προσπάθεια της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Πρώτον, σε κυβερνητικό και κομματικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει για ιδεολογικούς λόγους, δηλαδή για την διατήρηση της ριζοσπαστικής αριστερής ταυτότητάς του, όχι μόνο να τονίζει διαρκώς ότι το μνημόνιο δεν είναι ιδιοκτησία του, αλλά και να αποφεύγει την υιοθέτηση του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αφηγήματος για την έξοδο από την κρίση: υπερτονισμός της ανάγκης ύπαρξης κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας και συναίνεσης, πανηγυρισμοί για τη επίτευξη των στόχων της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής και τις ιδιωτικοποιήσεις (αν είναι δυνατόν…), που -σε συνδυασμό με την εκ των πραγμάτων μείωση των μισθών και την ελαστική απασχόληση- θα προσελκύσουν επενδυτές, Έλληνες και ξένους και ταυτόχρονα θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αγορών, έτσι ώστε στο τέλος να έρθει η ανάπτυξη.
Δεύτερον, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι χωρίς απαλλαγή από την εποπτεία, μεγάλη μείωση του χρέους, αλλά, κυρίως, χωρίς χαλάρωση της λιτότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις του σκληρού μνημονίου, που απομακρύνουν το κόμμα από τη λαϊκή συμμαχία, που το έφερε στην εξουσία, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Τρίτον, με δεδομένη αυτή την ανάγκη, στο πλαίσιο ενός «πολέμου θέσεων», που βεβαίως δεν αποκλείει τις ρήξεις, οι κυβερνητικές συμμαχίες σε γεωγραφικό επίπεδο -όπως η πρόσφατη «Ευρωμεσογειακή Σύνοδος» που έγινε στην Αθήνα- ή σε πολιτικό επίπεδο -όπως η συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία, που πρέπει να είναι επιλεκτική και προσεκτική, ώστε να μην διαταράσσει τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τις αριστερές πτέρυγες αυτών των κομμάτων, τα συνδικάτα και τα κινήματα των διαφόρων χωρών, και πάντοτε ενταγμένη σε ένα γενικότερο σχέδιο του κόμματος- είναι χρήσιμες και καλώς επιδιώκονται, φτάνει να μην εξαντλούν τη στρατηγική μας. Στο σημείο αυτό, θέλω να εκφράσω την επιφύλαξή μου για την πρόταση να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό φόρουμ αριστεράς – σοσιαλδημοκρατίας, αν αυτό αφορά μόνο τα επίσημα κόμματα των δύο πολιτικών οικογενειών και αποκλείει τις ετερόδοξες σοσιαλδημοκρατικές φωνές, τα ριζοσπαστικά συνδικάτα και τα κινήματα. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα των ευρωπαϊκών συμμαχιών είναι ένα από τα βασικά πεδία στα οποία κρίνεται η διακριτή, αλλά και συντονισμένη σχέση κόμματος – κυβέρνησης, που περιλαμβάνει και την υποχρέωση της τελευταίας να μην δρα χωρίς προηγούμενη συνεννόηση.
Τέταρτον, στο πλαίσιο του ΚΕΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προωθήσει ένα είδος «ενισχυμένης συνεργασίας» με τα ομόλογα κόμματα του ευρωπαϊκού Νότου, ώστε να υπάρχουν κοινές επεξεργασίας σε διάφορα θέματα και συντονισμένη παρέμβαση στα διάφορα συμβούλια υπουργών (με προτεραιότητα το ΕΚΟΦΙΝ), στο Γιούρογκρουπ, αλλά και στα ευρωπαϊκά κινήματα. Η συνεργασία για παρεμβάσεις στα ευρωπαϊκά όργανα μπορεί να επεκτείνεται ad hoc σε συγκεκριμένα θέματα (π.χ. TTIP, CETA) και σε κόμματα άλλων πολιτικών οικογενειών που βρίσκονται στην κυβέρνηση.
Πέμπτον, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συμμετέχει στον αναπτυσσόμενο σε όλη την Ευρώπη διάλογο και προβληματισμό για τα θέματα της ευρωζώνης και γενικότερα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή σε εκδηλώσεις που διοργανώνουν είτε ομάδες και πρωτοβουλίες προσκείμενες φιλικά η δείχνοντας ανοχή στην κυβέρνηση (π.χ. το ΚΕΑ, η GUE/NGL, το transform, το Alter Summit, ακόμα και το φιλοευρωπαϊκό DIEM 25 του Βαρουφάκη), είτε είναι αντίθετες ή/και εχθρικές σ’ αυτήν (π.χ. PLAN B). Μόνο έτσι δεν θα χάσει την αναγκαία επαφή του με τα κινήματα που αναπτύσσονται στην Ευρώπη και συγκεντρώνουν πολλούς και πολλές νέους και νέες, σε μια περίοδο που στην ήπειρό μας κυριαρχεί η οργή και η απογοήτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβερνά πάση θυσία
Τέλος, ενώ είναι πράγματι πολύ κακό να πέσει η κυβέρνηση και να αντικατασταθεί από μια άλλη με το νεοφιλελευθερισμό, τη διαπλοκή, την ξενοφοβία και τον κοινωνικό συντηρητισμό στο DNA της, αλλά ακόμα χειρότερο είναι αυτό να συμβεί εξ αιτίας της εγκατάλειψής της από τις λαϊκές τάξεις, μια εξέλιξη που θα ενισχύσει αναπόφευκτα την ακροδεξιά. Η κυβέρνηση κάνει ό, τι μπορεί σ’ αυτό το πεδίο, όμως τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει την άσκηση περαιτέρω παράλογων πιέσεων από την πλευρά των θεσμών (βλέπε τις πρόσφατες θέσεις του ΔΝΤ για την ανάγκη περαιτέρω μειώσεων των συντάξεων), καθώς και την άρνηση να δοθεί λύση στο πρόβλημα του χρέους και της μείωσης των υφεσιακών πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018. Σ’ αυτήν την περίπτωση, συμμερίζομαι την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβερνά πάση θυσία. Το κάνει μόνο εφόσον μπορεί να υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, σε όποιο βαθμό αυτό είναι δυνατό μέσα στις εξαιρετικά ασφυκτικές μνημονιακές συνθήκες, κάτι πολύ – πολύ δύσκολο. Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ως ένα ισχυρό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς ακόμα και αν βρεθεί εκτός κυβέρνησης, πρέπει να παραμείνει ένας πολιτικός οργανισμός, που θα συμμετέχει στο διαρκή αγώνα για το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Ο Χάρης Γολέμης είναι μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Η Εποχή