Αντιστρέφοντας τη γνωστή ρήση του Μαρξ, θα μπορούσε άραγε κάποιος να ισχυρισθεί ότι στην παρούσα ιστορική στιγμή δύο φαντάσματα πλανώνται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα της ακροδεξιάς και το φάντασμα της σοσιαλδημοκρατίας;
Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα μετά, αφενός, την κατάρρευση του σοβιετικού δρόμου προς τον κουμμουνισμό και, αφετέρου, την εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού που καταπλάκωσε την καταρρέουσα σοσιαλδημοκρατία, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, αν συνυπολογισθούν τα όσα επακολούθησαν στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Στο τέλος αυτής της δεκαετίας η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση που απλώνεται σε όλον πια τον διεθνοποιημένο – παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό κόσμο, δεν φαίνεται ακόμη να έχει βρει τις απαντήσεις για την υπέρβασή της. Η επί της ουσίας κρίση υπερσυσσώρευσης, παρά την εμφάνισή της κυρίως ως κρίση χρέους στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή η συνεχής μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου δεν αντιμετωπίζεται με την γνωστή μέθοδο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, δεν αντιμετωπίζεται με τη μεγέθυνση των ήδη εξαντλημένων αγορών, δεν αντιμετωπίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας. Αντιμετωπίζεται μόνο με την επίθεση στον κόσμο της εργασίας και τη δημιουργία ενός πλεονάζοντος και περιττού ανθρωπίνου δυναμικού, που απομονώνεται και εξαιρείται από την αναπαραγωγή του υπολοίπου κοινωνικού σχηματισμού. Και αυτός όμως με τη σειρά του θα πρέπει επίσης να προσαρμοσθεί σε συνθήκες συνεχιζόμενης φτωχοποίησης. Η λύση αυτή, επομένως, δεν αποτελεί τη σταθεροποιημένη εκείνη αναπαραγωγή των κοινωνικών σχηματισμών που θα εξασφάλιζε τη μονιμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης.
Ενδοατλαντικές διαφορές
Μεταξύ των διαφόρων καπιταλιστικών συνασπισμών [ΗΠΑ, Ευρώπη, Κίνα, Ρωσία και BRICS], εκτός από τους στρατιωτικούς ανταγωνισμούς για την ενίσχυση της θέσης τού καθενός στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, είναι αλήθεια ότι επιχειρούνται διαφορές τεχνικές στην αντιμετώπιση της οικονομικής συρρίκνωσης και των κοινωνικών της επιπτώσεων, με πενιχρά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η αξιοποίηση των χρηματοπιστωτικών εργαλείων από την ομοσπονδιακή τράπεζα για την αύξηση των χρηματικών ροών και την αντιμετώπιση των κρατικών χρεών στις πολιτείες που δεν τα καταφέρνουν μόνες τους, είναι ο κανόνας σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου έχει επιλεγεί η λύση της διάσωσης με ίδια μέσα για τους εθνικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Τα δημόσια χρέη τα πληρώνουν οι εργαζόμενοι, οι δε καταχρεωμένες τράπεζες, όταν φτάνουν στο αμήν, τα παίρνουν από τους καταθέτες. Το Σύμφωνο Σταθερότητας καλά κρατεί και όποιος το παραβιάζει τιμωρείται. Οι παραινέσεις των Αμερικάνων για ποσοτική χαλάρωση δεν κάμπτουν τον γερμανο-βορειοευρωπαικό άξονα. Οι χώρες όμως του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία), που έχουν τα γνωστά προβλήματα παρά τις διαφορές και την ένταση, αντιδρούν και εξεγείρονται με τρόπους που ανάλογα με το επίπεδο της ταξικής πάλης καταγράφουν την αντίθεσή τους και στο πολιτικό επίπεδο. Oι εξελίξεις αυτές οδηγούν πολλούς να πιστεύουν στην επιστροφή στα γνωστά από το παρελθόν εργαλεία μιας σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης της κρίσης.
Αναζήτηση συμμαχιών και σοσιαλδημοκρατία
Επειδή όμως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο ως φάρσα η εκδοχή αυτή φαντάζει μόνον ως ευσεβής πόθος. Η Σύνοδος Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών είναι απλά ένας μηχανισμός αναζήτησης συμβιβασμών μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων και ουδόλως προνομιακός χώρος επίλυσης ταξικών αντιθέσεων. Οι πολιτικές που ακολουθούν τα έθνη κράτη ως συλλογικοί κεφαλαιοκράτες στην Ευρώπη, καθορίζονται από τα λόμπι των διαφόρων κεφαλαιοκρατικών μερίδων. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί θεσμοί, εφόσον δεν διαθέτουν την αναγκαία νομιμοποίηση του ελλείποντος έστω ομοσπονδιακού «ευρωπαϊκού έθνους», διαβουλεύονται τις διαφορές μόνο μεταξύ των διαφορετικών κρατών και όχι βεβαίως τις αντιθέσεις κεφαλαίου-εργασίας, δηλ. τον πυρήνα των προβλημάτων που αφορούν την κοινωνική αναπαραγωγή ευρύτερα. Το γεγονός αυτό καθορίζει και τα όρια των προσδοκιών από τις συμμαχίες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του έλληνα πρωθυπουργού με τους ηγέτες σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων (η Σύνοδος των Αθηνών). Χωρίς καμία πρόθεση υποτίμησης των αποτελεσμάτων από τέτοιου είδους ενέργειες για τη βελτίωση της δύσκολης θέσης που βρισκόμαστε, στην προσπάθεια διαφυγής από την κρίση χρέους που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, θεωρώ ότι αυτές σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μας παρασύρουν σε ιδεολογική και πολιτική ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Είναι επομένως εντελώς άλλο πράγμα η αναζήτηση συμμαχιών του Αλέξη Τσίπρα ως έλληνα πρωθυπουργού με τους ευρωπαίους ομολόγους του και άλλο η ένταξη της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ένα τέτοιο γεγονός θα σηματοδοτούσε την οριστική μετάλλαξη της αριστεράς ως πολιτικού υποκειμένου, που συγκροτείται για την κοινωνική χειραφέτηση, και θα τη μετέτρεπε σε μέρος του αστικού υποδείγματος.
Ο κίνδυνος όμως αυτός ελλοχεύει στις γραμμές του κόμματος, γιατί η προτεραιότητα του πολιτικού και του κυβερνητισμού έναντι του κινηματικού και της εμπέδωσης των κοινωνικών δεσμών με τους «από κάτω» είναι καθοριστική στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής στις σημερινές συνθήκες. Το ίδιο άλλωστε διαπιστώνουμε και από την αναζήτηση συμμαχιών με τα κόμματα της κεντροαριστεράς στο εσωτερικό της χώρας. Τώρα που διαρρηγνύονται οι σχέσεις μας με τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα από τις εφαρμοζόμενες μνημονιακές πολιτικές αναζητάμε στηρίγματα στα απεχθή πολιτικά υποκείμενα που είναι υπεύθυνα για την καταστροφή της ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Εναλλακτική στρατηγική
Αν όμως η τακτική ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά την κατάρρευση των αστικών κομμάτων στην Ελλάδα, τις εξελίξεις σε Πορτογαλία και την Ισπανία, τις εργατικές αντιστάσεις στην Γαλλία, την αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου που περιείχε το BREXIT μεταξύ των αντιφατικών μηνυμάτων του, αν όλα αυτά και ό,τι άλλο καταγραφεί τον επόμενο χρόνο που πληθώρα εκλογικών αναμετρήσεων και δημοψηφισμάτων αναμένονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αποτελούν επισφαλείς προσδοκίες, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος που απαιτεί την επεξεργασία μιας εναλλακτικής στρατηγικής από πλευράς μας. Είναι ο κίνδυνος από το δεύτερο φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ευρώπη, αυτό της ακροδεξιάς και του ναζισμού. Εδώ οι εξελίξεις μπορεί να αποδειχθούν περισσότερο καθοριστικές για το μέλλον της Ευρώπης. Οι αιτίες που παράγουν τις αρνητικές αυτές εξελίξεις είναι γνωστές: ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στις αραβικές περιοχές που συνδέονται με τις ενεργειακές ροές, η κατάληψη γεωπολιτικών θέσεων στρατηγικής σημασίας για την στρατιωτική περικύκλωση των αναδυόμενων υπερδυνάμεων, οι εξεγέρσεις των καταπιεσμένων κοινωνιών ενάντια στη φτώχεια, την εκμετάλλευση και την καταστολή κλπ. Τα αποτελέσματα είναι επίσης συντελεσμένα. Εκτός από τις βιβλικές καταστροφές των περιοχών στα μέτωπα του πολέμου και τις απώλειες εκατομμυρίων ανθρώπινων ψυχών, το προσφυγικό κύμα έχει πλήρως αναπτυχθεί στον ευρωπαϊκό χώρο με πολλαπλά αποτελέσματα.
Οι σημαντικότερες κατακτήσεις τη χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατικής ηγεμονίας, που αποτυπώνονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα των προσφύγων, αποτελούν πλέον παρελθόν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η αντίστροφη μέτρηση για την κυριαρχία των μηχανισμών καταστολής έναντι του δικαιακού και νομικού πολιτισμού έχει ήδη αρχίσει, με την Ελλάδα και την κυβέρνηση της αριστεράς να αποτελεί τον τελευταίο Μοϊκανό στην κατίσχυση του ναζισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Μέσα στην επόμενη χρονιά οι διεργασίες που συντελούνται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες θα καταγραφούν σε εκλογικές αναμετρήσεις και δημοψηφίσματα, που δεν προοιωνίζουν θετικά αποτελέσματα για προοδευτικές απαντήσεις στην πολλαπλή ευρωπαϊκή κρίση.
Εμπέδωση κοινωνικών συμμαχιών
Με τα δεδομένα αυτά που ξεδιπλώνονται ήδη μπροστά μας, το αμείλικτο ερώτημα για την αριστερά, τη δική μας αριστερά, την ευρωπαϊκή αριστερά, είναι αν έχουμε επεξεργαστεί ένα πολιτικό σχέδιο αντίστοιχο των αναγκών που οι ιστορικές προκλήσεις επιτάσσουν. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλεί τις δυνατότητες που δημιουργούν οι αναταράξεις, αλλά κυρίως η αγωνία των φθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων, να αναζητούν σανίδα σωτηρίας για την πολιτική τους επιβίωση. Η τακτική αυτή όμως, πέρα από μια σχετική χαλάρωση του ασφυκτικού πλαισίου που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας, αν όλα πάνε κατ’ ευχή, δεν οδηγεί σε ασφαλή μονοπάτια. Η πολυπόθητη ανάπτυξη είναι επισφαλής και οι μνημονιακές δεσμεύσεις μας έχουν τη δική τους δυναμική, ανεξάρτητη από την τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας. Το εναλλακτικό σχέδιο για την αριστερά δεν μπορεί να επαφίεται σε συμμαχίες με τα πάσης φύσεως πολιτικά υποκείμενα της κεντροαριστεράς εντός και εκτός Ελλάδας. Αυτό που χρειάζεται η αριστερά είναι η εμπέδωση κοινωνικών συμμαχιών και εκπροσωπήσεων.
Για να συμβεί όμως αυτό, εκτός από την ορθή ανάγνωση των κοινωνικών αναγκών, απαιτείται και ένα σχέδιο ρήξης. Αυτό απουσιάζει από τις πολιτικές μας πρωτοβουλίες σήμερα ως κυβέρνηση και κόμμα. Ένα σχέδιο που οριοθετεί με σαφήνεια αφενός τις υποχωρήσεις μας στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται μπροστά μας (στα εργασιακά, για παράδειγμα, να γνωρίζουν όλοι τι θέλουν οι δανειστές, τι απαντάμε εμείς και μέχρι ποιο σημείο θα πάμε). Αφετέρου, το σαφή προσδιορισμό της άρνησης μας να συνεχίζουμε την υλοποίηση ενός αποτυχημένου προγράμματος ες αεί περιμένοντας γενικώς και αορίστως το συνεχώς αναβαλλόμενο ενάρετο κύκλο, ώστε να περάσουμε στην εφαρμογή του δικού μας προγράμματος με κοινωνική μεροληψία, αντι-υφεσιακά μέτρα και ουσιαστική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ των αδύναμων.
Ο Μάκης Σπαθής είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Η Εποχή