Κωστής Τσιτσελίκης: Χορός κυριαρχίας στον ρυθμό της Ιστορίας
Η δημιουργία του ελληνικού κράτους με σαφή σύνορα και διεθνή αναγνώριση, και μάλιστα με τις εγγυήσεις διεθνούς συνθήκης, συντελέστηκε σταδιακά σε ένα τοπίο, τη νότια Βαλκανική, που για αιώνες δεν είχε καμία εμπειρία διακρατικών συνόρων. Μάλιστα από το 1830 ώς το 1949 τα όρια της ελληνικής επικράτειας ήταν ιδιαίτερα πορώδη.
Μέσα λοιπόν στη ρευστότητα της εδαφικής μεταβολής και της αμφισβητούμενης πολιτικής εξουσίας το γραμματόσημο λειτούργησε προς δύο κατευθύνσεις, τις οποίες ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα βήμα σαν… θρίλερ. «Ηταν φορέας ενός ιδεολογικά φορτισμένου μηνύματος, αλλά και συνδιαμόρφωνε την υλική πραγματικότητα της κοινωνίας της οποίας υπήρξε προϊόν».
Μια πραγματικότητα που είχε κάθε φορά νέα χαρακτηριστικά, δικαιικά αλλά και πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά ή και εθνικά. Η εσωτερική κινητήρια δύναμη που εξέφραζε τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες για εδαφική ή εθνική ολοκλήρωση μέσω της επέκτασης της Ελλάδας ήταν η θεωρία του εθνικού κέντρου στο οποίο θα ενσωματώνονταν τα αλύτρωτα εδάφη.
Μέσα από το πρόγραμμα της «Μεγάλης Ιδέας» το ελληνικό κράτος επικαλούνταν την ύπαρξη ομοεθνών ομάδων πέραν των κρατικών συνόρων. Και ο ελληνικός αλυτρωτισμός ακολουθούσε το πνεύμα του ρομαντικού ή βίαιου εθνικισμού που κυριαρχούσε ιδεολογικά σε κάθε εποχή. Ενα μεγάλο ποσοστό των επίσημων γραμματοσήμων καθρεφτίζει αυτή τη συνθήκη.
Από εκεί και πέρα το γραμματόσημο έπαιξε και παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης του έθνους και συμμετέχει στην «καθημερινή κατασκευή της εθνικής ταυτότητας και του λεγόμενου "μπανάλ εθνικισμού"".