Δεν ξέρω αν παρακολουθήσατε τη μεθοδική επίθεση αποδόμησης της προέδρου του ΠΑΣΟΚ, που εξαπολύθηκε από το γνωστό κέντρο με έδρα τον ΔΟΛ. Ας παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από πρόσφατες ομοβροντίες εναντίον της, για να πάρετε μια ιδέα:
«Κυκλοφορεί ως αστικός μύθος το “παράπονο” της Όλγας Κεφαλογιάννη ότι ο θείος της κ. Βαρδής Βαρδινογιάννης της είπε κάποτε: “Ολγα μου, εσύ είσαι ανιψιά μου, αλλά η Φώφη είναι κόρη μου”».
«Ο κ. Βαρδής επεδίωκε per terra per mare να ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ τον Ιούλιο τον εκλογικό νόμο, για να βρει ο Τσίπρας τις ψήφους που του έλειπαν, ώστε να ισχύσει η απλή αναλογική από τις προσεχείς εκλογές, και θα το επιτύγχανε, αν δεν προέκυπτε η σθεναρή στάση ορισμένων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ».
«Το ΠΑΣΟΚ κρυφοτρίβεται με τον ΣΥΡΙΖΑ». «Το νεογεννηματικό ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να επανασυστηθεί στους παλιούς ψηφοφόρους του σαν μια αποτριχωμένη εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ». «[Το ΠΑΣΟΚ έχει] ολίγον αντιμνημονιακό ύφος, ολίγον παλαιοσυνδικαλιστικό και πολύ αντιδεξιό, σε βαθμό κολλάδικουπαροξυσμού». «Κύριο χάρισμα της προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι το ληξιαρχικό δεδομένο του ονόματός της». [Τόσα πολλά σεξιστικά υπονοούμενα σε τόσο λίγες γραμμές… Οσο για το «κολλάδικο», αφορά μεν τον πασόκο συνδικαλιστή Κολλά, αλλά ο ηχητικός συνειρμός δεν παύει να είναι προσεκτικά επιλεγμένος].
Οι προξενητές της Δεξιάς
Προς τι αυτό το μίσος; Τι είναι αυτό που τους κάνει να βγάζουν τόση χολή αδιαφορώντας αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κρέμονταν και τρέφονταν τόσα χρόνια; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, απλώς, έχουν πετάξει σ’ άλλο κλαδί, αλλά ας μην υποκύψουμε στην ευκολία αυτή.
Αυτό που τους έκανε να αγανακτήσουν, είναι το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τις κυβερνητικές τροπολογίες συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΣτΕ, διαφοροποιούμενο έτσι από τη ΝΔ και αναγκάζοντάς την να αλλάξει στάση στη διάσκεψη των προέδρων και να ψηφίσει υπέρ της συγκρότησης του ΕΣΡ. Ωστόσο, αυτοί που επιτίθενται μ’ αυτό το δολοφονικό τρόπο στην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν να δηλώσουν έντονα τη διαφωνία τους και να καταγγείλουν μια λανθασμένη, κατά τη γνώμη τους, πολιτική. Δεν τους αρκεί, όμως, αυτό.
Καταφεύγουν σε μεθόδους διασυρμού και σε διάδοση υπαινιγμών για εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων, γιατί δεν τους φτάνει να την απαξιώσουν στα μάτια όσων συμφωνούν μαζί τους, τους ενδιαφέρει να απαξιωθεί στα μάτια όσων θα μπορούσαν να επικροτήσουν τη στάση της. Έχοντας την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η θέση του σοσιαλδημοκρατικού Κέντρου είναι στο πλάι της Δεξιάς,κάνουν το παν ώστε να μην του δοθεί η δυνατότητα άλλης επιλογή.
Μάχη για τις διαχωριστικές γραμμές
Φαίνεται ότι στο χώρο του Κέντρου διεξάγεται ένας υπέρ πάντων αγών. Δεν πρόκειται για αψιμαχίες, μάλλον χαράζονται διαχωριστικές γραμμές, κρίνεται ποιος θα πάει με ποιον και ποιους θ’ αφήσει. Γι’ αυτό και οι συγκεκριμένες εξελίξεις δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν σαν υπόθεση που δεν μας αφορά. Από την έκβασή του θα εξαρτηθεί ποιες πολιτικές συμμαχίες θα συγκροτηθούν μεσοπρόθεσμα και, συνεπώς, ποια τροπή θα πάρουν τα πράγματα.
Με πρόσχημα τη -βενιζελικής έμπνευσης- συσπείρωση των φιλοευρωπαϊκών και μη λαϊκιστικών δυνάμεων, επιχειρείται να παγιωθεί η συμπόρευση με τη ΝΔ σαν η μόνη σωτήρια για το Κέντρο. Ας είναι ακριβώς αυτή που οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στην ανυποληψία και τη συρρίκνωση. Δεν τους ενδιαφέρει αυτό, από την αποδέσμευση του Κέντρου θα προτιμούσαν ακόμα και την ανυπαρξία του. Ακριβώς επειδή μια τέτοια αποδέσμευση θα μπορούσε να το στρέψει αριστερά και, επομένως, να ενισχύσει τον αντίπαλο πόλο της Αριστεράς.
Έχει κάτι να πει γι’ αυτό η Αριστερά;
Δυστυχώς, οι ως τώρα αναλύσεις της Αριστεράς για το Κέντρο κινούνται μεταξύ του «τι μπρόκολα, τι λάχανα» και της φαεινής ιδέας της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Δηλαδή στον αστερισμό της ασυγχώρητης αναλυτικής ρηχότητας.
Εκείνο που θα είχε ενδιαφέρον να συζητήσει και να δοκιμάσει να εφαρμόσει η Αριστερά, είναι η καλλιέργεια του εδάφους για την προώθηση ενός συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με κορμό την ίδια. Είτε βρίσκεται στην κυβέρνηση είτε όχι. Θα μπορούσε έτσι να αποσπάσει, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, δημοκρατικές πολιτικές και λαϊκές δυνάμεις από την επιρροή της Δεξιάς και να προστατέψει ευρύτερες λαϊκές τάξεις από τις επιθέσεις της. Ταυτόχρονα, θα ασφάλιζε και τον εαυτό της από τη «μεγαλοφυή» ιδέα να στραφεί στο Κέντρο -την ώρα που αυτό συρρικνώνεται και σκέφτεται να στραφεί αριστερά!- ενώ θα μπορούσε να αποκρούσει με αυτή τη στάση και τις δικαιολογημένες επιθέσεις από τα αριστερά της. Το κυριότερο, όμως, ίσως είναι ότι έτσι δεν θα εκθέσει την κοινωνία στον κίνδυνο της ενίσχυσης των δήθεν αντισυστημικών εκδοχών της ακραίας Δεξιάς, που θρέφεται από τη μείωση της ριζοσπαστικής διάθεσης της Αριστεράς.
Με τον τρόπο της Αριστεράς
Η πείρα από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλά και την πρόσφατη επικράτηση του Τραμπ (αντί του Σάντερς και όχι της Κλίντον) στις ΗΠΑ θα έπρεπε να μας έχει πείσει ότι, παρότι οι εκλογές συχνά κρίνονται στο κέντρο, το πολιτικό παιχνίδι παίζεται στα αριστερά. Αν η Αριστερά δεν μπορεί να μιλήσει με τη δική της -διεθνιστική, αλληλέγγυα, φιλική προς τον ξένο, φεμινιστική και οικολογική- ριζοσπαστική γλώσσα, τότε το παιχνίδι δεν το κερδίζουν οι κεντρώες, αλλά οι εθνοκεντρικές, ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές και αδιάφορες για το περιβάλλον ρητορικές και ιδεολογίες.
Αν έχει κάτι να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, δεν είναι να μεταμφιεστεί σε ΠΑΣΟΚ (γιατί δεν μπορεί), ούτε να καταπιεί το ΠΑΣΟΚ ως θήραμα (γιατί η πολιτική βιοποικιλότητα είναι ανάγκη κοινωνική), ούτε να αδιαφορήσει. Με διαφανή τρόπο και δημόσιο λόγο οφείλει να παρέμβει, για να διαμορφώσει τους όρους ενός νέου πολιτικού σκηνικού, το οποίο δεν θα ευνοεί την επανάληψη του έργου που παρακολουθούμε μια τετραετία τώρα. Η ψήφιση της απλής αναλογικής για κάτι τέτοιο μας προετοίμαζε. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ασύγγνωστη επιπολαιότητα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή