Macro

Πάμπλο Ιγκλέσιας: Η κρίση του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως κρίση του καθεστώτος

«Το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα αργήσει πολύ να γίνει ξανά χρήσιμο». Το έλεγε το πρωί ο Ινιάκι Γκαμπιλόνδο, ένα από τα πιο  αναγνωρισμένα πρόσωπα της πρόσφατης ιστορίας μας, από την εφημερίδα που αποτέλεσε τον οργανικό διανοούμενο της Μεταπολίτευσης και που για χρόνια αποτέλεσε σημείο διεθνούς αναφοράς για να κατανοηθεί η Ισπανία. Ας θυμηθούμε ότι το πρόσωπό του ήταν αυτό που εμφανίστηκε στη τηλεόραση για να μεταδώσει στην Ισπανία τη γαλήνη μετά το πραξικόπημα της 23 Φεβρουαρίου του 1981, πολύ πιο πριν από την εμφάνιση του Χουάν Κάρλος.

Χθες ο Φελίπε Γκονθάλεθ, το πιο σημαντικό ιστορικό πρόσωπο μετά τον Φράνκο, ο πιο σημαντικός πρόεδρος του πολιτικού συστήματος μετά το ΄78 – κάποτε χαρισματικός και απαίσιος –  προειδοποίησε τον Πέδρο Σάντσεθ από το ραδιοφωνικό δίκτυο της SER, ούτε λίγο ούτε πολύ από τη SER. Λίγο αργότερα ο μηχανισμός του κόμματος τον μαχαίρωσε. Και σήμερα το κεντρικό δημοσιογραφικό σχόλιο της El País αποκαλεί τον Σάντσεθ «ανόητο και αδίστακτο». Δεν βρισκόμαστε μπροστά στην κρίση ενός κόμματος, αλλά μπροστά σε αυτό που ο Αλμπέρτο Γκαρθόν προσδιόρισε με σαφήνεια ως μια εξέγερση των ολιγαρχών, μια απόπειρα πραξικοπήματος στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος για να παραδώσει την κυβέρνηση στο Λαϊκό Κόμμα.

Την προηγούμενη Κυριακή στο κλείσιμο του Θερινού Πανεπιστημίου του Podemos, που διοργανώσαμε στο Πανεπιστήμιο Κομπλουτένσε της Μαδρίτης, εξέθεσα στους συντρόφους μου αυτά που κατά τη γνώμη μου αποτελούν τα στρατηγικά κλειδιά για να κατανοήσουμε την κατάσταση του αδιεξόδου που ζει η χώρα μας. Εξήγησα ότι δεν ζούμε την κατάσταση μιας «καταστροφικής ισοπαλίας», έκφραση που μεταφέρθηκε από τη Λατινική Αμερική όπου η ίση εκλογική δύναμη ανάμεσα στα τμήματα υπέρ της ολιγαρχίας και τα λαϊκά τμήματα οδήγησε σε λύσεις συνταγματικού-ιδρυτικού χαρακτήρα. Στην Ισπανία ακόμη δεν είναι δυνατή μια παράταση για να έχουμε ένα άλλο εκλογικό αποτέλεσμα ούτε μια λύση συνταγματικού-ιδρυτικού περιεχομένου στο βραχυπρόθεσμο διάστημα. Το αδιέξοδο-μπλόκο στη χώρα μας έχει να κάνει περισσότερο με τις εντάσεις που παράγονται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ανάμεσα στους οπαδούς της παλινόρθωσης του προηγούμενο συστήματος των κομμάτων, αυτού που υπήρχε πριν από τις εκλογές της 20ης Δεκεμβρίου του 2015, και τους υποστηρικτές της αναπροσαρμογής του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη νέα κατάσταση. Αυτό που ακυρώνεται σε αυτό το κόμμα είναι βασικά ο ρόλος του και η στρατηγική του σε ένα νέο ιστορικό πλαίσιο. Οι οπαδοί της «αναπροσαρμογής», με επικεφαλής τον Φελίπε Γκονθάλεθ και τη Σουσάνα Ντίαθ, υπολογίζουν στην υποστήριξη του Χουάν Λουίς Θεμπριάν και του ενημερωτικού ομίλου που είναι ιδιοκτήτης [του ομίλου Prisa, που ελέγχει μεταξύ άλλων την El País]. Κατά τη γνώμη μου, αποτελούν το τμήμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος με το πιο ξεκάθαρο πολιτικό σχέδιο και τον πιο εξοπλισμένο και ακριβή στρατηγικό προσανατολισμό. Υποστηρίζουν την παράδοση της κυβέρνησης στο Λαϊκό Κόμμα και αναγνωρίζουν χωρίς περιφράσεις ότι βρίσκονται πιο κοντά σε αυτό το κόμμα παρά σε εμάς. Για αυτούς το Λαϊκό Κόμμα αποτελεί έναν από τους πολιτικούς  πυλώνες της Ισπανίας, ο ιστορικός αντίπαλός τους στο δικομματικό σύστημα, ενώ το Podemos και οι σύμμαχοί του αποτελούν ένα κίνδυνο τον οποίο πρέπει να εξορκίσουν ακόμη και με τους παλιούς αντιπάλους τους του δικομματισμού. Αυτός ο τομέας μπορεί να υπολογίζει στη στήριξη των οικονομικών ελίτ της χώρας μας και στις ξένες δυνάμεις, αλλά δεν υπολογίζει στη συμπάθεια ούτε των ψηφοφόρων ούτε της βάσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Οι υποστηρικτές της «παλινόρθωσης» εκπροσωπούνται από τον Σάντσεθ και την ομάδα του. Δεν υπολογίζουν στη στήριξη των μέσων ενημέρωσης ούτε στους τομείς της ολιγαρχίας και εκτός αυτού τους λείπει πολιτικό σχέδιο. Ούτε καν προσπάθησαν να σχεδιάσουν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και διακυβέρνησης με εμάς, ούτε καν να αντιμετωπίσουν με κοινή λογική την πολυεθνική ένταση που ζει η Ισπανία. Τους τρομοκρατεί, λογικά, να δώσουν τη κυβέρνηση στο Λαϊκό Κόμμα για τις εκλογικές συνέπειες που θα έχει για το κόμμα τους και θέλουν να επιστρέψουν στο δικομματικό σύστημα, που θα αφήσει εμάς να καταλάβουμε μια μικρή θέση στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, μεγαλύτερη από ό,τι είχαν στην εποχή τους το ΚΚ της Ισπανίας και η Ενωμένη Αριστερά, αλλά μακριά από τη σημερινή ισότιμη δύναμη που έχουμε με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Από τον Ιανουάριο ο στόχος τους ήταν ως επί το πλείστον να μας υποτάξουν, ζητώντας μας να τους διευκολύνουμε χωρίς να συμμετέχουμε στη κυβέρνηση τους με τους «Πολίτες», ή η επανάληψη των εκλογών με την ελπίδα ότι με την κούραση και τη βαρεμάρα του κόσμου θα υποχωρούσαμε. Τη στιγμή που διατηρεί το «όχι» του στο Λαϊκό Κόμμα, αυτό το κομμάτι απολαμβάνει μεγαλύτερη συμπάθεια μεταξύ των μελών και των ψηφοφόρων των σοσιαλιστών.

Τα πρόσφατα γεγονότα οδήγησαν τις δύο αυτές ομάδες να περάσουν από έναν ψυχρό πόλεμο σε έναν ανοικτό πόλεμο. Από την έκβαση του οποίου δεν εξαρτάται μόνο αυτό που ο Γκαμπιλόνδο αποκαλεί «χρησιμότητα» του Σοσιαλιστικού Κόμματος, προβλέποντας μια σταδιακή απώλεια της ιστορικής σημασίας αυτού του κόμματος, αλλά ακόμη περισσότερο το αποτέλεσμα της πολιτικής μεταπολίτευσης που ζει η χώρα μας.

Σήμερα η μεταπολίτευση που είχαμε πριν από 40 χρόνια, με όλες τις περιπλοκές της, τις εντάσεις της και τους εκατοντάδες νεκρούς που συχνά ξεχνάμε, φαίνεται μια απλή διαδικασία εάν τη συγκρίνουμε με την παρούσα κατάσταση. Η τότε ισπανική κοινωνία –παρά τις εξαιρέσεις που αντιπροσώπευσαν οι πρωτοπορίες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και των κοινωνικών κινημάτων (ειδικά το εργατικό κίνημα) και τις ιδιαιτερότητες της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων– ήταν μια κοινωνία που λογικά ήταν φοβισμένη από τη δικτατορία. Η επιτυχία του Σουάρεθ (τόσο του «Νόμου Πολιτικής Μεταρρύθμισης» όσο και του κόμματός του, της UCD) σηματοδότησε την ηγεμονία ενός σχεδίου μεταμόρφωσης μιας δικτατορίας σε μια συνταγματική μοναρχία, που μπορούσε να αναγνωριστεί πάνω κάτω από την Ευρώπη. Η Αριστερά, βυθισμένη στις συζητήσεις της για να μη φανεί ότι φοβάται (οι αμοιβαίες παραιτήσεις από το μαρξισμό και το λενινισμό από το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας δεν ήταν άλλο από αυτό), αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στη στρατηγική του Σουάρεθ. Αυτή η επιτυχημένη διαδικασία (εάν λάβουμε υπόψη μας την τεράστια συναίνεση που προέκυψε και που δεν σταμάτησε να αυξάνεται όταν η μεταπολίτευση μετατράπηκε σε ιδρυτική αφήγηση της δημοκρατίας που ενσαρκώθηκε στη μοναρχία) κορυφώθηκε με την εκλογική νίκη των Σοσιαλιστών το 1982, μεταξύ ενός αποτυχημένου και πετυχημένου στο καιρό του πραξικοπήματος. Γεννήθηκε ένα νέο πολιτικό καθεστώς με ένα ισχυρότατο Σοσιαλιστικό Κόμμα στο τιμόνι της Κυβέρνησης, που υποστηριζόταν, όπως οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα με συναίνεση, από τις νέες μεσαίες τάξεις. Όπως σημειώνει ο κακός Εμανουέλ Ροντρίγκεθ στο έργο του Γιατί απέτυχε η δημοκρατία στην Ισπανία, οι μεσαίες τάξεις αποτελούν περισσότερο μια ιδεολογική έννοια παρά μια κοινωνιολογική κατηγορία. Η υπόσχεση του εκσυγχρονισμού και της βελτίωσης των προσδοκιών ζωής που ενσάρκωσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποτέλεσαν την τροφή για αυτά τα κομμάτια της κοινωνίας που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μεσαίες τάξεις, σε αυτήν τη νέα Ισπανία με την οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα έμοιαζε περισσότερο απ’ ό,τι οποιοδήποτε άλλο κόμμα.

Η ηγεμονία του Σοσιαλιστικού Κόμματος είχε φθάσει σε τέτοιο βαθμό που του συγχωρέθηκαν τα πάντα για αρκετά χρόνια, από τις συνέπειες της αποδοχής του καταμερισμού της εργασίας στην Ευρώπη –που μας μετέτρεψε σε μια εξειδικευμένη τουριστική περιφέρεια της Ευρώπης–, περνώντας από τη διαφθορά και φτάνοντας στην κρατική τρομοκρατία. Το θράσος με το οποίο ακόμη αναφέρεται ο Γκονθάλεθ σε «αυτό που κάναμε στη Χώρα των Βάσκων» αποκαλύπτει μέχρι ποιου σημείου ο πρώην πρόεδρος ζει ακόμη σε εκείνο τον κόσμο. Εκείνο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, χωρίς αμφιβολία, έθεσε τις κοινωνικές βάσεις που επέτρεψαν την εκλογική επιτυχία του Αθνάρ,  που όχι μόνο διατήρησαν για χρόνια το Λαϊκό Κόμμα στην εξουσία, αλλά και του επέτρεψαν να μετατρέψει την περιφέρεια της Βαλένθια και της Μαδρίτης στα πιο εξεζητημένα εργαστήρια του διεφθαρμένου-νεοφιλελεύθερου μοντέλου του, ακόμη κι όταν ο Θαπατέρο βρισκόταν στο πρωθυπουργικό μέγαρο της Μονκλόα.

H οικονομική κρίση, όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, τίναξε στον αέρα την αυτοαντίληψη ως μεσαίες τάξεις σε τεράστια λαϊκά στρώματα στην Ισπανία. Και ο 20ός αιώνας μάς έδωσε άφθονα μαθήματα για το τι συμβαίνει όταν πλήττονται οι προσδοκίες των μεσαίων τάξεων. Οι εξώσεις και οι κατασχέσεις σπιτιών, οι διαρκείς απάτες, η ανεργία, η δημιουργία συνθηκών ζωής πρεκαριάτου, η μετανάστευση των νέων, αποτέλεσαν το σκληρό πυρήνα του κινήματος που άλλαξε τα πάντα: του κινήματος των Αγανακτισμένων 15Μ. Οι γιοι και οι κόρες των νέων μεσαίων τάξεων κατέβηκαν στους δρόμους και τις πλατείες και έδειξαν με το δάχτυλο τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Έμενε μόνο να τους δώσουν ένα όνομα. Εμείς αποφασίσαμε να τους ονομάσουμε κάστα.

Αυτό δεν ήταν μια εκδίκηση των ηττημένων πολιτικά από τη Μεταπολίτευση, μιας Αριστεράς που επί 30 συνεχόμενα χρόνια έκανε τα πάντα για να αντισταθεί και να αντέξει. Αυτή ήταν η αρχή μιας κρίσης του καθεστώτος που εισήγαγε τα στοιχεία για μια νέα πολιτική γραμματική που θα καλούνταν να αλλάξει πολλά πράγματα στην Ισπανία. Το Podemos αποτέλεσε ίσως την πιο επεξεργασμένη (αλλά όχι τη μοναδική) εκλογική έκφραση αυτής της νέας γραμματικής. Αλλά θα ήταν παράλογο να αποσυνδέσουμε αυτό το κίνημα από τις δημοκρατικές και αναγεννησιακές παραδόσεις της χώρας μας. Στις φλέβες του κινήματος των Αγανακτισμένων 15Μ έτρεχε το αίμα του εργατικού κινήματος, των φιλελεύθερων κινημάτων του 190υ αιώνα, του αγώνα των γυναικών, των αγώνων εναντίον της δικτατορίας. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί τι ακριβώς συνέβη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το κόμμα που πλήχθηκε περισσότερο από το κίνημα 15Μ, και πώς το Podemos αποδείχθηκε ικανό να προσελκύσει σε έναν νέο χώρο, όχι χωρίς δυσκολίες, όλα τα τμήματα που σήκωσαν στο παρελθόν τις σημαίες της αντίστασης. Όμως ούτε τα σύμβολα, ούτε η γλώσσα, ούτε οι μορφές, θα έπρεπε να είναι τα ίδια.

Το Podemos έζησε μια άνοιξη ελπίδας το 2014 και ένα καλοκαίρι όπου οι γραμμές μας προχωρούσαν μπροστά στην άτακτη φυγή και την αδέξια αντίσταση των αντιπάλων. Έτσι φτάσαμε να δούμε τις δημοσκοπήσεις που μας έδειχναν πρώτη πολιτική δύναμη. Στις 31 Ιανουαρίου του 2015 κάναμε μια επίδειξη κοινωνικής δύναμης με μια πιθανώς πρωτοφανή κινητοποίηση για την επέτειο της δολοφονίας των δικηγόρων της Ατότσα το 1977. Μετά όμως ήρθε ο ρώσικος χειμώνας και οι γραμμές σταμάτησαν να κινούνται μπροστά. Αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε εκλογικές διαδικασίες στις χειρότερες συνθήκες και παρ’ όλα αυτά διεισδύσαμε σε όλα τα τοπικά κοινοβούλια και αποτελέσαμε έναν από τους βασικούς παράγοντες στην κατάκτηση των πρωτευουσών των περιφερειών της χώρας με δημαρχίνες και δημάρχους της αλλαγής. Οι εκλογές στη Καταλονία αποτέλεσαν την πιο δύσκολη δοκιμασία για εμάς. Δεν είχαμε τη στήριξη των τμημάτων εκείνων που εμείς προωθήσαμε για να φτάσουν στη δημαρχία της Βαρκελώνης και παγιδευτήκαμε σε μια μετωπική αντιπαράθεση που μας υποχρέωσε να περιοριστούμε στη σπορά για το μέλλον, περιμένοντας μια βαριά εκλογική ήττα. Πριν από ένα χρόνο ακριβώς οι δημοκοπήσεις προέβλεπαν ότι θα βουλιάξουμε τη στιγμή που το «Podemos της δεξιάς», που ζήτησε ο ιδιοκτήτης της τράπεζας Banco Sabadell, φούσκωνε στις δημοσκοπήσεις. Έφτασε όμως η ανάκαμψη και άλλαξε το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ής Δεκεμβρίου, και κατά τη γνώμη μου για πάντα, το σύστημα των κομμάτων στην Ισπανία.

Από εκείνη τη στιγμή η ένταση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα προκάλεσε τη κατάσταση που βλέπουμε σήμερα σε όλη της την ωμότητα. Είναι αναμφισβήτητη η γενναιότητα που επέδειξε ο Πέδρο Σάντσεθ αντιπαρατιθέμενος στις δυνάμεις του καθεστώτος του κόμματός του, αλλά ίσως θα είχε μεγαλύτερο νόημα να προεκτείνει επίσης αυτήν τη γενναιότητα στις στεγανές εξουσίες εκτός κόμματος. Εάν το είχε κάνει, σήμερα θα μπορούσαμε να κυβερνήσουμε μαζί και ίσως η κυβέρνησή μας, με όλες τις δυσκολίες, να μπορούσε να εφαρμόσει πολιτικές αναδιανομής των εισοδημάτων, μια πολιτική αναγέννησης της χώρας, να προωθήσει δημοκρατικές λύσεις μπροστά στην πολυεθνική ένταση και να αποτελεί παράδειγμα για άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Δεν ξέρω τι θα γίνει στο τέλος στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Φοβάμαι ότι αυτό που θα συμβεί δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις νομικές και καταστατικές ερμηνείες, γιατί μιλάμε για τη μεγαλύτερη κρίση από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στο πιο σημαντικό κόμμα του τελευταίου αιώνα στην Ισπανία. Όποιος πίστευε ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα αποφάσιζε σε μια κατάσταση πολιτικής ομαλότητας εάν θα συνταχθεί με το Λαϊκό Κόμμα ή με εμάς έκανε λάθος.

Μπροστά στην αβεβαιότητα εμείς πρέπει να μείνουμε δίπλα στον κόσμο. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε ή να επαναλάβουμε τις εκλογές, αλλά και επίσης, εάν στο τέλος επιβληθούν εκείνοι που θέλουν να δώσουν την κυβέρνηση στο Λαϊκό Κόμμα, πρέπει να είμαστε σίγουροι για το ρόλο μας ως πολιτική δύναμη που θα προσφέρει εγγυήσεις και που θα πρέπει να οικοδομηθεί ως εργαλείο ενός λαϊκού κινήματος που θα συνεχίσει να προωθεί τον αγώνα για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Κανείς δεν αμφιβάλλει στην Ισπανία ότι εμείς δεν θα συμπορευτούμε με το Λαϊκό Κόμμα. Σε αυτούς τους καιρούς της αβεβαιότητας και των ολιγαρχικών πραξικοπημάτων, το Unidos Podemos πρέπει να αποτελεί ασφαλές σημείο αναφοράς για όσους θέλουν μια καλύτερη κοινωνία σε αντιπαράθεση με τις ελίτ.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο blog του Πάμπλο Ιγκλέσιας στις 29 Σεπτεμβρίου 2015.

Μετάφραση – απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος

Πηγή: Left