Macro

Ο πράκτορας που ήρθε… από τον πολιτισμό

Μια έκθεση στο Βερολίνο στο «Σπίτι των Πολιτισμών του Κόσμου – HKW» που μας βάζει στον άγνωστο κόσμο του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Ο ρόλος του Συνεδρίου για την Πολιτισμική Ελευθερία (CCF) που ιδρύθηκε στο Δυτικό Βερολίνο τον Ιούνιο του 1950 και λειτουργούσε ως βιτρίνα της γνωστής μας CIA.

Φτάνοντας στο Haus der Kulturen der Welt (Σπίτι των Πολιτισμών του Κόσμου – HKW), στο Τιεργκάρτεν του Βερολίνου, το βλέμμα μου προσηλώθηκε αμέσως στο κτίριο. Δείγμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, σχεδιασμένο από τον Αμερικανό Xιουζ Στάμπινς, με την κοίλα στέγη του, δεσπόζει στο πράσινο.

Οι Βερολινέζοι τού είχαν δώσει πολλά παρανόμια, όπως Schwangere Auster (γκαστρωμένο στρείδι, εξαιτίας του σχήματός του), «Dulleseum» (σύνθετη λέξη από το Dulles και Μuseum, χάρη στον δραστήριο ρόλο των αδελφών Ντάλες, κυρίως της οικονομολόγου Ελενορ και του υπουργού Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες, στη δημιουργία του) ή «Frau Dulles’s Hut» (καπέλο της κυρίας Ντάλες).

Eνα από τα σταντ με τα περιοδικά του CCF
Eνα από τα σταντ με τα περιοδικά του CCF | Peter Adamik/HKW

Πέρα από την εντύπωση που προξενεί, το κτίριο μας εισάγει κατευθείαν στο θέμα της έκθεσης «Πᾳραπολιτική: Η πολιτισμική ελευθερία και ο Ψυχρός Πόλεμος», που φιλοξενεί μέχρι τις 8 Ιανουαρίου: η ίδια η ίδρυση του ΗΚW, το 1957, αποτελεί εξέχον δείγμα του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου, ενώ η σημερινή έκθεση μια εξόχως κριτική προσέγγισή του.

Ενας πόλεμος μαίνεται σε όλο τον πλανήτη, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου: ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος, μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για να κατακτήσουν την ηγεμονία στα γράμματα και τις τέχνες, να κερδίσουν τον νου και την καρδιά των ανθρώπων.

Οι μάχες δίνονται στον χώρο του πολιτισμού, ωστόσο ο στόχος είναι πολιτικός: η πολιτιστική κυριαρχία έχει αποφασιστική σημασία στην αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

Tο έργο «CIA». Σε τριάντα παραλληλόγραμμα, τα αρχικά CIA απεικονίζονται με τριάντα διαφορετικά χρώματα και γραμματοσειρές. Σε ελεύθερη απόδοση, θα λέγαμε «Τα πολλά πρόσωπα της CIA»
Tο έργο “CIA…” της Suzanne Treister (2017). Σε τριάντα παραλληλόγραμμα, τα αρχικά CIA απεικονίζονται με τριάντα διαφορετικά χρώματα και γραμματοσειρές. Σε ελεύθερη απόδοση, θα λέγαμε «Τα πολλά πρόσωπα της CIA» | Peter Adamik/HKW

Ενα από τα πιο συναρπαστικά αλλά και σύνθετα κεφάλαια της ιστορίας αυτής είναι το Congress for Cultural Freedom (Συνέδριο για την Πολιτισμική Ελευθερία – CCF).

Iδρύθηκε στο Δυτικό Βερολίνο τον Ιούνιο του 1950 και συγκέντρωσε μερικούς από τους επιφανέστερους Δυτικούς διανοούμενους.

Ανάμεσά τους, ο Αρθουρ Κέσλερ, ο Ινάτσιο Σιλόνε, ο Αντρέ Μαλρό, ο Ντάνιελ Μπελ, ο Ρεϊμόν Αρόν, ο Στίβεν Σπέντερ, ο Αρθουρ Σλέσινγκερ Jr., ο Σίντνεϊ Χουκ και πολλοί άλλοι.

Η αφίσα της έκθεσης του HKW
Η αφίσα της έκθεσης του HKW |

Γρήγορα αποκτά εθνικά τμήματα σε πάνω από 35 χώρες και οργανώνει πλήθος συνέδρια, εκθέσεις ζωγραφικής, συναυλίες και εκδόσεις.

Αν θέλαμε να ορίσουμε το στίγμα του CCF με λίγες λέξεις θα λέγαμε: φιλελεύθερο, αντικομμουνιστικό, ποιοτικό, μοντέρνο, όχι συντηρητικό.

Βασικοί στόχοι του είναι να αντιμετωπιστεί η επιρροή των κομμουνιστών στον πολιτισμό, να καλλιεργηθούν οι σχέσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού με τον αμερικανικό και να καταδειχθεί ότι η ΕΣΣΔ είναι ανελεύθερο και ολοκληρωτικό καθεστώς.

Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται η «μη κομμουνιστική Αριστερά», και ιδίως τα σοσιαλιστικά –και όχι τα δεξιά– πολιτικά ρεύματα, καθώς εκτιμάται ότι αυτά μπορούν να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος στους κομμουνιστές.

Η αυτοκρατορία του CCF

Το CCF γνωρίζει μέρες δόξας τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, μέχρι και το 1966-1967. Τότε σκάει σαν βόμβα η αποκάλυψη ότι το είχε σχεδιάσει και χρηματοδοτήσει κρυφά η CIA, στο πλαίσιο των «μυστικών επιχειρήσεών» της, ενώ βασικά στελέχη του, όπως ο γραμματέας του Μάικλ Τζόσελσον, ήταν πράκτορές της.

Η αποκάλυψη, η οποία δεν αμφισβητήθηκε (σχετικά κείμενα υπάρχουν και στο επίσημο σάιτ της CIA), προξένησε σάλο, παραιτήσεις και σήμανε ουσιαστικά το τέλος του CCF, παρότι, με νέα ονομασία (Ιnternational Αssociation for Cultural Freedom), συνέχισε να δρα μέχρι το 1979.

Στο φουαγέ ο επισκέπτης αντικρίζει δύο ενδιαφέρουσες στήλες. Στην πρώτη αναγράφονται τα συνέδρια και τα σεμινάρια του CCF, τα έτη 1950-1966: 100 τον αριθμό, σε πάμπολλες πόλεις (από το Δυτικό Βερολίνο, το Παρίσι και το Μιλάνο, μέχρι το Χαρτούμ, το Καράτσι, το Σαντιάγκο, τη Μανίλα και το Κάιρο), για μια ευρεία γκάμα ζητημάτων: την ελευθερία, την επιστήμη, τη δημοκρατία, την οικονομική ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό, τη σύγχρονη τέχνη, τη σοβιετική λογοτεχνία, τις νέες αραβικές μητροπόλεις κ.ο.κ.

Η δεύτερη στήλη είναι μια λίστα με 51 περιοδικά που εξέδωσε ή υποστήριξε το CCF.

Ανάμεσά τους ορισμένα από τα εγκυρότερα ευρωπαϊκά, όπως τα Encounter (Αγγλία), Der Monat (Δυτική Γερμανία), Preuves (Γαλλία) και Τempo Presente (Ιταλία), αλλά και περιοδικά σε άλλες ηπείρους: Quadernos (Λατινική Αμερική), Jiyu (Ιαπωνία)· Black Orpheus (Νιγηρία)· Hiwar (Λίβανος).

Δίπλα τους, σε έξι μεγάλα γυάλινα σταντ, βλέπουμε τα εξώφυλλά τους, σε μια χρωματική, γλωσσική και τυπογραφική πανδαισία, που μας δίνει μια γεύση της αυτοκρατορίας του CCF.

Norman Lewis, «Recto άτιτλο (αστυνομικό χτύπημα)», 1943
Norman Lewis, «Recto άτιτλο (αστυνομικό χτύπημα)», 1943 |

Λίγο παρακάτω συναντάμε το έργο «CIA/Cruiser, AlienEyeExtended, BubbleSoft, Creeper, Flashback, Berliner, SandCastles, LushlifeExtended, Tahoma, Courier New, Haight, Chainlink, Enchantment, Gravure-Plain, Copperplate, Impact, Hobo Std, Sixties Vibe, LibertySpike, MKUltra, Rosewood Std, Neon, Gill Sans, Slasher, SwampTerror, WavyOrnamental, VanVeen, DigitalMachineExtended, BlackOak Std, Times New Roman» της Βρετανίδας Σούζαν Τράιστερ (2017): σε τριάντα παραλληλόγραμμα, τα αρχικά CIA απεικονίζονται με τριάντα διαφορετικά χρώματα και γραμματοσειρές. Σε ελεύθερη απόδοση, θα λέγαμε: «Τα πολλά πρόσωπα της CIA».

Δεν είναι τυχαίο ότι οι επιμελητές το τοποθέτησαν στην είσοδο της έκθεσης – υπόμνηση για την πολυσχιδή δράση της CIA στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όταν οργάνωνε πραξικοπήματα και σαμποτάζ, ενώ ταυτόχρονα χρηματοδοτούσε εκθέσεις αφηρημένης Τέχνης και ποιοτικές εκδόσεις.

Οι δύο αίθουσες της έκθεσης περιέχουν εντυπωσιακό υλικό: τεκμήρια από κορυφαίες εκδηλώσεις του CCF (όπως η έκθεση ζωγραφικής «Αριστουργήματα του ΧΧ αιώνα» ή έκθεση για την Ουγγρική Επανάσταση του 1956), τεκμήρια για τους φιλελεύθερους διανοούμενους, έργα με έμφαση στην αφηρημένη Τέχνη της Γερμανίας και των ΗΠΑ, μουσικά κομμάτια, ηχητικά ντοκουμέντα, σημειώματα, εγκαταστάσεις, βίντεο, αποκόμματα εφημερίδων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το οπτικοακουστικό υλικό, όπως οι κινηματογραφημένες σκηνές από το ιδρυτικό συνέδριο του CCF ή το ντοκιμαντέρ της Λένε Μπεργκ για τον Τζόσελσον (2006).

Το CCF βρίσκεται στο επίκεντρο, ωστόσο η έκθεση δεν περιορίζεται σε αυτό. Υπάρχουν πίνακες Αμερικανών καλλιτεχνών που ασκούν κριτική στον ρατσισμό ή την αστυνομική βία στη χώρα τους, καθώς και δείγματα από την άλλη πλευρά, όπως έργα Λατινοαμερικανών καλλιτεχνών με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο.

Ακόμα, στιγμές ώσμωσης μέσα στον ανταγωνισμό, όπως η έκθεση σύγχρονης αμερικανικής τέχνης στη Μόσχα το 1959 (είχε προηγηθεί, την ίδια χρονιά, αντίστοιχη σοβιετική έκθεση στη Νέα Υόρκη).

Μία επιτυχημένη έκθεση

Η πρώτη επιτυχία της έκθεσης είναι ο πλούτος της. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει συγκεντρωμένο αρχειακό υλικό και έργα τέχνης, διάσπαρτα σε συλλογές και μουσεία ανά τον κόσμο, πολλά από τα οποία δυσπρόσιτα ή άγνωστα. Εχει σημασία ότι μέσα από αυτά αναδεικνύεται η δράση του CCF σε όλο τον πλανήτη, καθώς οι περισσότερες σχετικές μελέτες εστιάζονται στην Ευρώπη.

Σημειώνω ακόμα τα εκτενή επεξηγηματικά κείμενα, στα γερμανικά και στα αγγλικά. Παρότι κάποιοι τα θεωρούν κουραστικά, αποτελούν κατατοπιστικές εισαγωγές που φωτίζουν σημαντικά εκθέματα ή ζητήματα, όπως τα κυριότερα περιοδικά του CCF, οι εκθέσεις ως μέσο του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου, η χρήση των εννοιών της ελευθερίας, του ατόμου και της δημοκρατίας εκ μέρους της Δύσης, η «προδοσία» των Νεοϋορκέζων διανοουμένων. Είναι και αυτός ένας λόγος που αναμένουμε τον κατάλογο της έκθεσης, την άνοιξη του 2018.

Τον Ιούνιο του 1960 το Δέκατο Συνέδριο του CCF, με τίτλο «Η πρόοδος της ελευθερίας», είχε φιλοξενηθεί πανηγυρικά εδώ: στο Kongresshalle, όπως αποκαλούνταν το HKW.

Σήμερα, το CCF επιστρέφει στον ίδιο χώρο, αλλά με διαφορετικό τρόπο: ως αντικείμενο μελέτης, κριτικά, και όχι πανηγυρικά. Είναι ένα διάβημα θαρραλέο, καθώς συχνά οι θεσμοί δεν αρέσκονται να αναδιφούν αμφιλεγόμενες και άβολες όψεις του παρελθόντος τους.

Η έκθεση «Παραπολιτική» το κάνει, και μάλιστα με τρόπο στοχαστικό, τολμηρό αλλά όχι κραυγαλέο – και γι’ αυτό αξίζουν συγχαρητήρια στo ΗΚW και τις επιμελήτριες: την Paz Guevara, τη Νida Ghouse, την Antonia Majaca και τον Anselm Franke,.

Εξώφυλλα περιοδικών του Congress for Cultural Freedom, από την έκθεση στο HKW Encounter (Βρετανία), Der Monat (Γερμανία)
Εξώφυλλα περιοδικών του Congress for Cultural Freedom, από την έκθεση στο HKW Encounter (Βρετανία), Der Monat (Γερμανία) |

Αν εξαιρέσουμε τα γερμανόφωνα έντυπα, η έκθεση βρήκε μάλλον περιορισμένη ανταπόκριση στον διεθνή Τύπο. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα νωρίς, αν ευθύνεται ο υβριδικός χαρακτήρας της που συνδυάζει έργα τέχνης και αρχειακά τεκμήρια ή το ίδιο το θέμα.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στη γνώση μας για τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο και το CCF. Aν βρεθείτε στο Βερολίνο, μην τη χάσετε.

Ο τίτλος είναι δάνειο από το άρθρο του Paul Ingendaay για την έκθεση (Frankfurter Allgemeine Zeitung, 8.12.2017).

Αποτελεί παράφραση του τίτλου του γνωστού μυθιστορήματος του Τζον Λε Καρέ «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (1963), το οποίο έκανε ταινία ο Μάρτιν Ριτ.

► Ευχαριστώ θερμά την επιμελήτρια Paz Guevara, καθώς και την Anne Maier και τη Laura Mühlbauer, του Γραφείου Τύπου του HKW, για τη βοήθειά τους. Eπίσης τον φίλο μου ιστορικό Νικόλα Πίσση που ζει στο Βερολίνο.

«Η πρόκληση δεν είναι η ιστορία του CCF, αλλά το πώς ο Ψυχρός Πόλεμος διαμόρφωσε τον Κανόνα της σύγχρονης τέχνης»

Συνέντευξη της Παζ Γκεβάρα στον Στρατή Μπουρνάζο

PAZ GUEVARA, επιμελήτρια της έκθεσης
PAZ GUEVARA, επιμελήτρια της έκθεσης | Juliane Stein

Η Paz Guevara, μια από τις τέσσερις επιμελήτριες της έκθεσης «Παραπολιτική: η Πολιτισμική Ελευθερία και ο Ψυχρός Πόλεμος» στο Haus der Kulturen der Welt (HKW), δεν είναι μια τυπική θεωρητικός και κριτικός της τέχνης. Ξεχωρίζει, πρώτα από όλα, χάρη στο εύρος των αντικειμένων με τα οποία ασχολείται: σπούδασε λογοτεχνία και γλωσσολογία στο Universitad de Chile στο Σαντιάγο, όπου εν συνεχεία ήταν επίκουρη καθηγήτρια θεωρίας της λογοτεχνίας, ενώ σήμερα είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Kulturwissenschaft Institut του Πανεπιστημίου Humboldt (Βερολίνο).

Διακρίνεται, επίσης, για τη διεπιστημονική οπτική και την πρόθεσή της να εμπλέκει στη δουλειά της ζητήματα θεωρίας (λ.χ. οι στρατηγικές της πολιτισμικής μετάφρασης και το ξαναγάψιμο της Ιστορίας) και πολιτικά προβλήματα του παρόντος (από την Αραβική Άνοιξη, το κίνημα Occupy και τις φοιτητικές διαδηλώσεις στη Χιλή μέχρι τα κινήματα αλληλεγγύης ή τη «μαύρη αγορά» των μεταφράσεων).

Ζώντας και δρώντας ερευνητικά μεταξύ Βερολίνου και Λατινικής Αμερικής, έχει επιμεληθεί εκθέσεις στο Βερολίνο, τη Λίλη, το Σαντιάγο, το Μοντεβιδέο, καθώς και το λατινοαμερικάνικο περίπτερο στην 54η και την 55η Μπιενάλε, το 2011 και το 2013.

Το τελευταίο διάστημα, μεταξύ άλλων, μετέχει στα πρότζεκτ «Anthropocene» (με ερευνητικό αντικείμενο την Παταγωνία και την κατασκευή της ως «παρθένας και ακατοίκητης φύσης» στο πλαίσιο του κυρίαρχου λόγου» και «Kanon-Fragen» (εξετάζοντας κριτικά την αρχιτεκτονική των ιστορικών αφηγήσεων και τις βάσεις του σχηματισμού των Κανόνων — στην τέχνη και αλλού). Μιλήσαμε μαζί της, για την έκθεση «Παραπολιτική» στο HKW.

• Ο τίτλος της έκθεσης αρχίζει με τη λέξη «Παραπολιτική». Τι θέλετε να δείξετε με αυτή;

Το περιεχόμενο του όρου παραμένει ρευστό: κάποιοι τον χρησιμοποιούν για να περιγράψουν μια πολιτική εξομάλυνσης και ανάσχεσης στις καπιταλιστικές δημοκρατίες, ενώ άλλοι εννοούν τη μη επίσημη πολιτική, και ειδικά την πολιτική των μυστικών υπηρεσιών. Για μας, παραπολιτική είναι η πολιτική με άλλα μέσα — και με αυτό δεν εννοούμε μόνο τις μυστικές υπηρεσίες, αλλά τα εργαλεία της «soft power» και την παραγωγή νοήματος.

Όπως λέει ο Άνζελμ Φράνκε, προσπαθούμε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: «Εάν η τέχνη είναι παραπολιτική όσον αφορά την παραγωγή νοήματος και ηγεμονίας, πώς μπορεί να διαβαστεί το πρόγραμμα της σύγχρονης “παγκόσμιας” τέχνης, ενάντια στο υπόβαθρο του Ψυχρού Πολέμου και τη θριαμβολογία του 1989;».

• Ποια ήταν το αρχικό έναυσμα για την έκθεση;

Τα εναύσματα ήταν δύο. Πρώτον, το τετραετές πλαίσιο του πρότζεκτ Kanon-Fragen (Αμφισβητώντας τον Κανόνα) στο HKW, που ανέπτυξε ο Anselm Franke, επικεφαλής του τομέα εικαστικών τεχνών και ταινιών στο HKW, μαζί με μια σειρά συνεργατών (Antonia Macaja, Tom Holert, Diedrich Diederichsen, Nida Ghouse, David Teh και εγώ).

Το Kanon-Fragen θέτει ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα για να εξετάσουμε κριτικά τα αφηγήματα του Κανόνα της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης, σε μια στιγμή που τα μουσεία επιδιώκουν να παγκοσμιοποιήσουν τις συλλογές τους, συμπεριλαμβάνοντας «εναλλακτικούς», «αποκεντρωμένους» ή πολλαπλούς μοντερνισμούς, χωρίς όμως να θέτουν υπό ερώτηση αυτό καθαυτό τον σχηματισμό των αφηγήσεων και τις ιδεολογίες που διακυβεύονται.

Τα ερωτήματα που θέτουμε είναι: Πώς έχει γραφτεί η ιστορία της τέχνης; Ποιες αφηγήσεις έχουν επιβιώσεις, ποιες έχουν γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και για ποιους; Προς όφελος ποιων;

Δεύτερον, το Cοngress for Cultural Freedom (CCF), το οποίο αποτελεί έναν ανεξερεύνητο ιδεολογικό παράγοντα, μια μη μελετημένη υποδομή του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου. Πιστεύουμε ότι μπορεί να μας οδηγήσει σε μια ευρύτερη και συνθετότερη κατανόηση των ιδεολογικών βάσεων της επανοηματοδότησης της μοντέρνας τέχνης: όταν μεταπολεμικά –μετά την αντιμετώπισή της εκ μέρους των ναζί ως «εκφυλισμένης», «παιδαριώδους», «μη γερμανικής» και «μπολσεβίκικης»– αποκαθίσταται ως σύμβολο της ελευθερίας, της καινοτομίας, του διεθνισμού, της οικουμενικότητας.

Η διεθνής σύγχρονη τέχνη αναδύεται πάνω σε αυτά τα θεμέλια, που εξετάζει η έκθεση. Η ανάλυση του CCF απαιτεί όχι μόνο γνώση της ιστορίας των έργων και των κινημάτων τέχνης, αλλά κυρίως μια εμπερίστατη και οξυδερκή εξέταση του πλαισίου, των ιδεολογιών, των πολιτικών γεγονότων σε διάφορες χώρες, των μεταβαλλόμενων θέσεων των πρωταγωνιστών και –κάτι πολύ σημαντικό– των εκθέσεων ως μέσου κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

• Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία ή πρόκληση που αντιμετωπίσατε;

Από τη μια, θέλαμε να ερευνήσουμε και να κατανοήσουμε το τεράστιο φάσμα των δραστηριοτήτων του CCF — από το Βερολίνο, το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μέχρι την Ινδία, τη Νότια Κορέα, τον Λίβανο, το Ιμπαντάν στη Νιγηρία, τη Νότια Αφρική, τη Χιλή κ.α. Η Frances Stonor Saunders στη μελέτη της Who paid the piper (1999), έργο αναφοράς για το CCF, επικεντρώνεται στις μητροπόλεις: την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Εμείς ψάξαμε σε ποικίλα αρχεία, με στόχο μια ολοκληρωμένη κατανόηση της γεωπολιτικής του Ψυχρού Πολέμου. Επιπλέον, ερευνήσαμε συστηματικά την ιστορία των εκθέσεων του CCF, κάτι που αποτελούσε κενό, καθώς οι ιστορικοί ασχολούνται κυρίως με τα περιοδικά και τα συνέδριά του. Εντοπίσαμε άγνωστες εκθέσεις, αρχειακό υλικό των οποίων παρουσιάζεται στην έκθεση.

Από την άλλη, η έκθεσή μας δεν περιορίζεται στο CCF. Περιλαμβάνει έργα τέχνης που διεκδίκησαν αυτόνομα τη θέση τους, θέτοντας τα δικά τους αισθητικά προβλήματα και πολιτικές θέσεις, ξεπερνώντας την εργαλειοποίηση.

Για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι της εννοιολογικής τέχνης, οι οποίοι στοχάζονται πάνω στα όρια της μεταπολεμικής συζήτησης μεταξύ απεικόνισης και αφαίρεσης. Το έργο της ομάδας Art & Language «Η “Γκουέρνικα” του Πικάσο με το στυλ του Τζάκσον Πόλοκ» (1980) αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα όπου οι καλλιτέχνες ξεπερνούν αυτή τη δυαδικότητα με τη σύγκρουση των στυλ των δύο ειδώλων της σύγχρονης τέχνης, του Πικάσο και του Πόλοκ.

Ο πρώτος, είδωλο του κομμουνισμού, ο δεύτερος σύμβολο της Δύσης και της «νέας αμερικανικής ζωγραφικής» του πρώιμου Ψυχρού Πόλεμου. Η πρόκληση δεν ήταν να αφηγηθούμε την ιστορία του CCF, αλλά να δούμε πώς το νομιμοποιητικό υπόβαθρο του Ψυχρού Πολέμου, οι ιδεολογικές συγκρούσεις και οι παραπάνω αισθητικές διαμάχες διαμόρφωσαν τον Κανόνα της σύγχρονης τέχνης.

• Η έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια που συνδέονται άμεσα με το CCF, αλλά και έργα τέχνης, μουσική κλπ. Ποιο είναι το «κόκκινο νήμα» που συνδέει τα διαφορετικά εκθέματα ;

«Κόκκινο νήμα» είναι το ζήτημα της ελευθερίας, έννοια που υπερασπίστηκε το CCF και συμβόλισε τις δυτικές αξίες της καπιταλιστικής δημοκρατίας ενάντια στο «ολοκληρωτικό» καθεστώς της ΕΣΣΔ. Η «Ελευθερία» χρησιμοποιήθηκε από το CCF για να αμφισβητήσει την «Ειρήνη», έννοια πάνω στην οποία συγκροτήθηκε το Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης, που οργάνωσαν κομμουνιστές διανοούμενοι, υποστηρίζοντας την ΕΣΣΔ. Στην έκθεση εξετάζουμε και τα παράδοξα του λόγου περί «ελευθερίας».

Η Αμερικανική Επιτροπή για την Πολιτισμική Ελευθερία (ACCF) που αποτελούσε αμερικανικό τμήμα του CCF και ήταν ενεργή μέχρι το 1957 (μέλη της ήταν, μεταξύ άλλων, ο Άλφρεντ Μπάαρ, πρώτος διευθυντής του Museum of Modern Art [ΜΟΜΑ] και ο διάσημος θεωρητικός της τέχνης Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ), όπως και η προκάτοχός της Επιτροπή από το 1939, απέφυγαν να ασκήσουν ριζική κριτική στο ζήτημα του ρατσισμού ή των ελευθεριών στις ΗΠΑ και κατηγορήθηκαν έντονα γι’ αυτό.

Το 1956, ο εξέχων διανοούμενος Τζέιμς Φάρελ παραιτήθηκε από την ACCF, εκφράζοντας την απογοήτευσή του. Έκανε λόγο για την «αποτυχία της να μαζικοποιηθεί, την πλήρη απραξία της σχετικά με τη λογοκρισία στις Ηνωμένες Πολιτείες, την έλλειψη ενασχόλησης με τις αμερικανικές πολιτικές ελευθερίες, την ανεντιμότητά της στο ζήτημα του μακαρθισμού».

Σημαντικά έργα τέχνης της περιόδου είναι θεμελιώδη για να δούμε την κριτική στάση των καλλιτεχνών. Ο πίνακας του Νόρμαν Λιούις «Recto: άτιτλο (αστυνομικό χτύπημα)» του 1943 εκφράζει τη βία μιας λευκής αστυνομίας εναντίον ενός Αφροαμερικανού. Προχωράω στο αρχειακό υλικό. Από τη μια, η αφίσα του Παγκοσμίου Συνεδρίου Ειρήνης, το 1949, με το περιστέρι του Πικάσο, που έγινε σύμβολο για τους κομμουνιστές.

Από την άλλη, το μανιφέστο του CCF, το 1950, που ενέγραφε τον όρο «ελευθερία» στο επιθετικό οπλοστάσιο της Δύσης ή οι εκθέσεις μοντέρνας τέχνης του CCF (λ.χ. «Τα αριστουργήματα του XX αιώνα», Musée d’Art Moderne, Παρίσι και Tate Gallery, Λονδίνο, 1952) και άλλες που διέδωσαν τον αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό, ειδικά τον Πόλοκ (όπως η έκθεση «Νέοι ζωγράφοι του σήμερα», Kunstlerhaus, Βιέννη 1959). Τα τεκμήρια αυτά, από κοινού, μας επιτρέπουν να εξετάσουμε πώς έχει γραφεί, ειπωθεί και διαδοθεί το δυτικό ηγεμονικό αφήγημα της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.

Έργα τέχνης όπως ο πίνακας του Νόρμαν Λιούις που ανέφερα ή το βίντεο του Χαουαρντίνα Πίντελ «Free, White and 21» (1980) παρουσιάζουν τη δική τους αισθητική και πολιτική στάση, που αναδεικνύει τις αντιφάσεις του λόγου περί ελευθερίας. Επίσης, κάποια «αντιποιήματα» του Χιλιανού Νίκανορ Πάρα· ένα από αυτά χρησιμοποιεί το εικονογραφικό μοτίβο του Αγάλματος της Ελευθερίας, και από κάτω γράφει: «ΗΠΑ, η χώρα όπου η ελευθερία είναι ένα άγαλμα».

• Μπορείς να μας περιγράψεις, με λίγα λόγια, την επίδραση CCF την εποχή της ακμής του;

Το ιδρυτικό συνέδριο του CCF, στο Δυτικό Βερολίνο το 1950, ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση μη κομμουνιστών αριστερών διανοουμένων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

15.000 άνθρωποι παρακολούθησαν τις ομιλίες του κλεισίματος, στο πάρκο του Πύργου της Ραδιοφωνίας, όπου ο Άρθουρ Κέσλερ διατύπωσε την έκκλησή του εναντίον της ουδετερότητας: «Οι διανοούμενοι της Δύσης έχουν εγκαταλείψει πια την αμυντική τους στάση. Φίλοι, η ελευθερία περνάει στην αντεπίθεση!». Το CCF δημιούργησε εθνικά τμήματα σε 35 περίπου χώρες (τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, την Ινδία, τη Νιγηρία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Χιλή κ.ά.), οργάνωσε εκατοντάδες συνέδρια, εκθέσεις, μουσικά φεστιβάλ και ίδρυσε περιοδικά.

Μεταξύ των επίτιμων μελών του συγκαταλέγονταν ο φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς, αλλά και ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ινδίας Jayaprakash Narajan, ή ο Λεοπόλντ Σανγκόρ, Σενεγαλέζος ποιητής, ένας από τους εμπνευστές του κινήματος της νεγροσύνης, ιδρυτής του Δημοκρατικού Κόμματος της Σενεγάλης και αργότερα (1960-1980) πρόεδρος της χώρας.

Το CCF θέλησε να επηρεάσει την κοινή γνώμη μέσω των πολιτικών και πνευματικών ελίτ, σε περιοχές που θεωρούνταν ευάλωτες στον κομμουνισμό. Έτσι, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη, με το πρόγραμμα της «Ελευθερίας» και με στόχο να «ανασχεθεί» (λέξη με την οποία είχε καθορίσει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ο Τζορτζ Κέναν) η επιρροή του κομμουνισμού και των πολιτισμικών αξιών του (του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στις τέχνες).

Δημιουργώντας ένα πανόραμα των εικαστικών τεχνών, το 1952, το CCF οργάνωσε την έκθεση «Αριστουργήματα του XX αιώνα» στο Musée d’Art Moderne στο Παρίσι και στην Tate Gallery του Λονδίνου· επιμελητής της έκθεσης ήταν ο πρώην επιμελητής του MoMA Τζέιμς Τζόνσον Σουίνι (πράγμα που μας δείχνει την κοινή ατζέντα του CCF και του MoMA, η οποία αποκαθιστούσε και επανανοηματοδοτούσε τη σύγχρονη τέχνη, που ήταν απαγορευμένη από τους Ναζί και την ΕΣΣΔ.

Τρία χρόνια μετά τα «Αριστουργήματα του XX αιώνα» ακολουθεί η Documenta I (1955), μια πιο γνωστή περίπτωση της αποκατάστασης της αξίας και της αφήγησης της μοντέρνας τέχνης, στην πρώτη της εκδοχή.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το CCF ίδρυσε την Galeria Libertad (Γκαλερί της Ελευθερίας) στο Σαντιάγο της Χιλής το 1958, η οποία φιλοξένησε αρκετές εκθέσεις για την αμορφική τέχνη, καθώς και συζητήσεις για τη γεωμετρική και τη μη γεωμετρική αφηρημένη τέχνη. Στο Ιμπαντάν της Νιγηρίας το CCF υποστήριζε το περιοδικό Black Orpheus και το Mbari Club για τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες· διευθυντής και των δύο ήταν ο Ούλι Μπάιερ.

Μετά την ανεξαρτησία της χώρας, το Mbari Club «συμμετείχε ενεργά και διαμόρφωσε τον λόγο του καλλιτεχνικού μοντερνισμού στη Νιγηρία και την Αφρική», όπως επισημαίνει ο Chika Okeke-Agulu στο βιβλίο του Postcolonial Modernism (2015), που έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση. Στη Νότια Κορέα το CCF οργάνωσε μια σειρά «Εκθέσεις Σύγχρονης Τέχνης», ενώ στην Ιαπωνία μια σειρά «Διεθνών Εκθέσεων Νέων Καλλιτεχνών».

Το 1964, ο Νίκολας Ναμπόκοφ, γενικός γραμματέας του CCF, έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Βερολίνου, το οποίο εκείνη τη χρονιά άνοιξε με θέμα την αλληλεπίδραση μεταξύ των δυτικών και των μαύρων αφρικανικών πολιτισμών· στο πλαίσιό του πραγματοποιήθηκε και η έκθεση «Das Ursprüngliche und die Moderne».

Η έκθεση αποτέλεσε μια σημαντική προσπάθεια ενσωμάτωσης του περιβόητου –και συχνά ρητά αντιπολιτισμικού– πριμιτιβισμού των προπολεμικών μοντερνιστών μέσα στον νέο φορμαλιστικό Κανόνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο διευθυντής του Μουσείου του Volkerkunde, Κουρτ Κρίγκερ προειδοποίησε: «Ωστόσο, στο πλαίσιο της έκθεσης αυτής, τα μη ευρωπαϊκά έργα τέχνης […] παρουσιάζονται μόνο στη διάστασή τους ως αγωγοί νέων ευρωπαϊκών τάσεων, και πρέπει να ιδωθούν από την αισθητική σκοπιά του Ευρωπαίου-Αμερικανικού καλλιτέχνη». Ανέφερα αυτό το παράδειγμα για να δείξω πώς προσεγγίζουμε όχι μόνο το πρόγραμμα του CCF αλλά και τις αισθητικές και πολιτικές συζητήσεις στις οποίες εμπλέκεται.

• Και, βέβαια, όπως δείχνει και η έκθεση, το CCF δεν περιορίστηκε στην τέχνη, αλλά οργάνωσε μια σειρά συνέδρια σε όλο τον πλανήτη.

Τα συνέδρια βρίσκονται εξαρχής στην ατζέντα του CCF. Τον Μάρτιο του 1951, ενώ δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα χρόνος από την ίδρυσή του, οργανώνει ένα συνέδριο στην Ινδία. Από την πρώτη στιγμή, το CCF θεώρησε την Ινδία, που είχε αποκτήσει πρόσφατα την ανεξαρτησία της (1947), βασικό μέτωπο του Πολιτισμικού Ψυχρό Πόλεμο. Οι τοπικοί παράγοντες, παρόλο που έδειξαν ενδιαφέρον, τήρησαν κριτική στάση.

Ακόμη και ο Jayaprakash Narayan υποστήριξε ότι το πρόβλημα της πολιτισμικής ελευθερίας ήταν ουσιαστικά ένα πρόβλημα ίσων ευκαιριών, προτρέποντας τους εκπροσώπους να μιλήσουν για τα θεμελιώδη οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα στην Ινδία, χωρίς τα οποία η συζήτηση για την ελευθερία θα ήταν «κωμική». Το συνέδριο στη Βομβάη «δεν ήταν θρίαμβος», αλλά επέτρεψε στο CCF να δημιουργήσει αμέσως στην Ινδία έναν οργανωτικό μηχανισμό για την προώθηση της αντικομμουνιστικής πολιτισμικής ελευθερίας.

Το 1953 τα μέλη του CCF έφτασαν για πρώτη φορά στη Λατινική Αμερική, στο Σαντιάγο, για να αντιμετωπίσουν την επιρροή του Πάμπλο Νερούδα, του διάσημου κομμουνιστή ποιητή που είχε διοργανώσει εκείνη την χρονιά το Conferencia Continental de la Cultura, υποστηρίζοντας την κομμουνιστική υπόθεση. Το συνέδριο του CCF, πάντως, αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τη λατινοαμερικανική ιντελιγκέντσια. Ο Ουρουγουανός ποιητής Ρομπέρτο ​​Ιμπάνεζ δήλωσε ειρωνικά κατά τη διάρκεια της συνάντησης: «Στη μοναδική μορφή του ιμπεριαλισμού που αναγνωρίζω: την Ελευθερία».

Καθώς το ίδιο διάστημα είχαμε μια σειρά επεμβάσεις των ΗΠΑ, που υποστηρίζονταν από τη CIA, όπως το πραξικόπημα της Γουατεμάλας το 1954, η καμπάνια του CCF δεν βρήκε σοβαρή ανταπόκριση μεταξύ των διανοουμένων στη Χιλή· ωστόσο, επέτρεψε στο CCF να επεκτείνει το δίκτυο συνεργατών του στην περιοχή και να συνεχίσει να δημιουργεί εθνικά τμήματα σε άλλες χώρες της ηπείρου, όπως στην Ουρουγουάη, το Μεξικό, την Αργεντινή, το Περού, την Κούβα και την Κολομβία.

• Η σχέση μεταξύ της CIA και της CCF αποτέλεσε μεγάλο σκάνδαλο, όταν αποκαλύφθηκε το 1966. Πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε αυτή τη σχέση σήμερα;

Το σκάνδαλο του 1966-67, που προκλήθηκε από την αποκάλυψη, σε μια σειρά έντυπα, της κρυφής χρηματοδότησης του CCF από τη CIA αποτελεί, πιθανότατα, τον λόγο για τον οποίο αυτός ο οργανισμός αποτέλεσε θέμα-ταμπού και τελικά λησμονήθηκε.

CCF και Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος: για επιπλέον διάβασμα

Οι δύο βασικές μελέτες για το CCF είναι αμετάφραστες στα ελληνικά: Frances Stonor Saunders, Who Paid the Piper? The CIA and the Cultural Cold War, Λονδίνο 1999· Gilles Scot-Smith, The Politics of Apolitical Culture. The Congress for Cultural Freedom, the CIA and Post-War American Hegemony, Λονδίνο 2002. Το πιο σχετικό βιβλίο που διαθέτουμε στα ελληνικά για τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο είναι: Frank A. Ninkovich, Η διπλωματία των ιδεών και οι πολιτιστικές σχέσεις των ΗΠΑ (1938-1950), μετ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εισαγωγή: Γιούλα Κουτσοπανάγου, Αθήνα 2013.

Για τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο και το CCF στην Ελλάδα, μπορεί κανείς να ανατρέξει στα: Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Το αίτημα της ειρήνης και οι προβληματισμοί των διανοουμένων. Από το Σχέδιο Μάρσαλ στη σύγκληση του Συνεδρίου για την Ελευθερία στην Κουλτούρα», στο Θανάσης Σφήκας (επιμ.), Το Σχέδιο Μάρσαλ. Ανασυγκρότηση και διαίρεση της Ευρώπης, Αθήνα 2011, σ. 280-294· Ευγένιος Ματθιόπουλος, «Η πρόσληψη της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα (1945-1960), στο πεδίο της κριτικής της τέχνης», στο Νίκος Δασκαλοθανάσης (επιμ.), Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Ιστορίας της Τέχνης, Αθήνα 2008, σ. 67-108· Στρατής Μπουρνάζος, «Το κράτος των εθνικοφρόνων: αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Δ2, Αθήνα 2009, σ. 40-46. Το τελευταίο διάστημα υπάρχει αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για ζητήματα που συνδέονται με τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο στην Ελλάδα· σημειώνω τη δουλειά της Δέσποινας Λαλάκη, του Χρίστου Μάη, του Παύλου Μούλιου.

Last but not least, αναφέρω την εν εξελίξει η μεταδιδακτορική μελέτη της Τζένης Λιαλιούτη για το CCF στην Ελλάδα. Ένα πρώτο δείγμα της αποτελεί η σχετική ανακοίνωσή της στα ΠροΣχέδια Ιστορίας των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Αθήνα 9.6.2017 και το άρθρο της «Thetreason of the intellectuals”: The shadowy presence of the Congress for Cultural Freedom in Greece, 1950-1963», υπό δημοσίευση στο περιοδικό Intelligence and National Security. Επίσης, το επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η μελέτη της Τζ. Λιαλιούτη για την αμερικανική πολιτισμική διπλωματία στην Ελλάδα το διάστημα 1953-1973, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Ο Στρατής Μπουρνάζος είναι ιστορικός. Τους επόμενους μήνες θα κυκλοφορήσει, από τις εκδόσεις Αντίποδες, η μελέτη του «Ο πόλεμος για τον νου και την ψυχή των ανθρώπων. Ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος και το CCF στην Ελλάδα».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών