Συνεντεύξεις

Η κυβέρνηση να προχωρήσει με σχέδιο σε τομές στήριξης των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας – Συνέντευξη με την Ιφιγένεια Καμτσίδου, Πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου δημόσιας Διοίκησης

Τη συνέντευξη πήραν η Τζέλα Αλιπράντη και ο Μπάμπης Γεωργούλας

Δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα στη διαπραγμάτευση στην Ουάσιγκτον. Παρ’ όλα αυτά πώς σχολιάζεις τη διαπραγμάτευση;

Η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί το πειραματόζωο για την πλήρη επιβολή, στην πράξη, της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Πρόκειται για πολιτικές που παρ’ότι έχουν αποτύχει, γίνεται προσπάθεια να επιβληθούν στην ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να υποχρεωθεί η χώρα να ακολουθήσει το δρόμο της πλήρους απορρύθμισης, όχι μόνο των εργασιακών, αλλά ευρύτερα των κοινωνικών σχέσεων και να υποταγεί στα προτάγματα της αγοραίας παγκοσμιοποίησης. Επομένως η αξιολόγηση ήταν και παραμένει μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, καθώς από τη μια πλευρά είναι οι εκφραστές της παραπάνω πολιτικής και από την άλλη μια κυβέρνηση και ένας λαός που προσπαθούν να υπερασπιστούν τα κεκτημένα του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, τη δυνατότητα δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας τους.

 

Δύσκολη εξίσωση

Το ερώτημα, τώρα: η κυοφορούμενη συμφωνία θα αφήνει το περιθώριο να εφαρμόσει η κυβέρνηση και τις δικές της, έστω ένα μέρος, πολιτικές;

Πολύ δύσκολη εξίσωση. Διότι, οι οικονομικές σχέσεις είναι παγκοσμιοποιημένες, άρα πολύ δύσκολα ελέγξιμες από μια εθνική κυβέρνηση και η εξάρτηση όπου βρισκόμαστε ιδιαίτερα ισχυρή. Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει καταρχήν να αναπτύξουμε κάποιο παράλληλο πρόγραμμα, αναδιοργανώνοντας π.χ. τον πρωτογενή τομέα, ώστε σταδιακά βελτιωθεί, να διαφοροποιηθεί το παραγωγικό μοντέλο και να δημιουργηθούν συνθήκες για την εκ νέου οικοδόμηση των κοινωνικών θεσμών, για την αναστροφή της πορείας αποσάθρωσης που ακολουθούν η ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Δεν θα μπορούσε η κυβέρνηση, έστω και μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές πλαίσιο, να επιλέξει τομείς να συγκρουσθεί, εκτός μνημονίου; Πχ στις σχέσεις με την εκκλησία.

Πραγματικά, η κυβέρνηση ήταν προσανατολισμένη στη διαπραγμάτευση, από την οποία βέβαια εξαρτάται το μέλλον της χώρας, και αμελήθηκαν τομείς όπου θα μπορούσαν να γίνουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που θα άφηναν το αποτύπωμα της Αριστεράς, ενώ θα εξασφάλιζαν και κοινωνικές συμμαχίες. Έτσι, για το χωρισμό εκκλησίας και κράτους, τόσο η πρόταση των πέντε συνταγματολόγων, όσο και η πρόταση για ένα καινοτόμο σύνταγμα που διατυπώθηκε από επιστήμονες, προερχόμενους κατά κύριο λόγο από τον κεντροδεξιό χώρο, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις που κατατείνουν στο χωρισμό εκκλησίας και κράτους. Μάλιστα, η δεύτερη πρόταση είναι πολύ πιο ριζοσπαστική. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πολιτικές εξορθολογισμού των δημόσιων λειτουργιών και αποκατάστασης του κράτους δικαίου, που θα εξασφαλίζουν την ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων απ’ όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρύτερων συναινέσεων και, νομίζω, ότι θα πρέπει να αποτελέσουν τους κύριους άξονες της κυβερνητικής δράσης το επόμενο διάστημα.

 

Δυνατή η ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών

Όμως, είναι και τα κεντρικά προβλήματα του κόσμου, η απασχόλησή του, το διαθέσιμο εισόδημά του, παιδεία, υγεία. Γι’ αυτά τι δυνατότητα ανοίγεται;

Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι η έντιμη και ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών επιτρέπει την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών που θα τείνουν να ισοσταθμίσουν τα οικονομικά μέτρα που έχουν πλήξει τις φτωχότερες τάξεις, αλλά και να αποτελέσουν τον πυρήνα αποκατάστασης του κοινωνικού κράτους. Αν, λοιπόν, υπάρξει ένας εξορθολογισμός, αν επωφεληθούμε ουσιαστικά από ευρωπαικούς πόρους, αν παταχθούν φαινόμενα διαφθοράς, μπορεί θεσμοί του κράτους πρόνοιας να αναγεννηθούν και με τον τρόπο αυτό ευρύτατες κατηγορίες πληθυσμού που έχουν υποστεί δραστικές μειώσεις των εισοδημάτων τους και ανάλογη πτώση του επιπέδου διαβίωσής τους, να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, εκπαίδευσης κλπ.

Ασκείται κριτική ότι ναι μεν έχει παραχθεί έργο, αλλά είναι αποσπασματικό, δεν παράγει ένα σαφές αποτύπωμα, ως τώρα. Τι πρέπει ν’ αλλάξει η κυβέρνηση, τα επόμενα δύο χρόνια;

Ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να κυβερνήσει λίγo χρόνο μόλις μετά την άνοδο της εκλογικής του δύναμης. Έως πολύ πρόσφατα ασκούσε αντιπολίτευση, ποτέ διοίκηση, ούτε τότε που η διακυβέρνηση ήταν πιο εύκολη, διότι υπήρχαν οι πόροι για την ανάπτυξη σημαντικών δημόσιων παρεμβάσεων, για την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους κτλ. Χωρίς καμιά κυβερνητική εμπειρία και υπό την πίεση της διαπραγμάτευσης, η διακυβέρνηση τους πρώτους μήνες εμφάνισε ορισμένα κενά ή και αστοχίες. Ωστόσο, σήμερα συμπληρώθηκαν δυο χρόνια από την ανάληψη του κυβερνητικού έργου. Τα στελέχη της κυβέρνησης έχουν αποκτήσει εμπειρία, το κόμμα έχει αποκτήσει συνείδηση κυβερνώντος κόμματος, επομένως δεν αντιλαμβάνεται τη λειτουργία του μόνο ως ελεγκτή της κυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα και ως υποστηρικτή της, με την έννοια ότι οφείλει να διατυπώνει προτάσεις, να αξιοποιεί παλαιότερες επεξεργασίες να αποτελεί τον ιμάντα σύνδεσης της κοινωνίας με την κυβέρνηση στις παρούσες συνθήκες. Υπάρχει, πλέον, η δυνατότητα με συντονισμό και με σχέδιο η κυβέρνηση να προχωρήσει σε τομές που θα στηρίζουν τα δικαιώματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, θα ενισχύουν τις ασθενέστερες κοινωνικά τάξεις και θα οδηγήσουν στην εγκατάσταση του κοινωνικού κράτους. Γιατί η κριτική που ασκείται είναι εν μέρει βάσιμη: αυτή την περίοδο υλοποιούνται πολιτικές του ελάχιστου κοινωνικού κράτους (état social minimal), δηλαδή πολιτικές που αφορούν μόνο αυτούς που βρίσκονται σε έσχατη ένδεια. Το κοινωνικό κράτος, όμως, έχει ευρύτερη αποστολή: μεριμνά για το σύνολο του κοινωνικού σώματος, συμβάλλει στην αξιοπρεπή διαβίωση όλων των μελών του και τέλος σχεδιάζει πολιτικές που τείνουν στην αναδιανομή του πλούτου. Αυτός είναι ένας από τους κύριους στόχους που η κυβέρνηση οφείλει να θέσει και να επιδιώξει.

 

Δίκοπο μαχαίρι η αδράνεια της κοινωνίας

Η κατάσταση είναι δραματική. Η κοινωνία, ωστόσο, δεν έχει κινητοποιηθεί. Για ποιο λόγο νομίζετε;

Η αδράνεια της κοινωνίας είναι δίκοπο μαχαίρι για τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτα απ’ όλα ο ΣΥΡΙΖΑ για να αναπτύξει πολιτικές διαφορετικές από αυτές που επιβάλλουν οι δανειστές, ακόμη – ακόμη και για να υπερασπιστεί την πολιτική, για να ενισχύσει τις μεθόδους δημοκρατικής διακυβέρνησης, χρειάζεται υποστήριξη. Η απουσία κοινωνικών κινημάτων δυσκολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ στο να αναπτύξει κοινωνικά επωφελείς πολιτικές, να προωθήσει ένα εναλλακτικό σχέδιο για την κοινωνία. Ταυτόχρονα, όμως, νομίζω ότι η στάση του λαού μαρτυρά και την αποδοχή της προσπάθειας που καταβάλλει η κυβέρνηση. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα σε διεθνές επίπεδο, αναγνωρίζουν ότι το κυβερνητικό επιτελείο επιδίδεται σε μια συστηματική και σταθερή προσπάθεια να υπερασπισθεί δικαιοκρατικά και κοινωνικά κεκτημένα. Γι’ αυτό δείχνουν ανοχή, προκειμένου με το κλείσιμο της διαπραγμάτευσης να δώσουν στην κυβέρνηση την ευκαιρία να αναπτύξει το πρόγραμμά της χωρίς ασφυκτική πίεση. Τότε θα διαμορφώσουν τη στάση τους οριστικά.

Να δούμε το έργο της κυβέρνησης από την πλευρά του πολίτη που συναντά το κράτος, τη Δημόσια Διοίκηση. Τι έχει αλλάξει;

Η Δημόσια Διοίκηση πολλαπλασίασε όσα θετικά στοιχεία προσέφερε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πραγματικά, οι δημόσιοι υπάλληλοι έχοντας συνείδηση ότι είναι υπηρέτες του κράτους και των πολιτών, στην πλειοψηφία τους σέβονται την πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης, που είναι φορέας της λαϊκής εντολής. Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η παράδοση του χώρου στην προστασία των δικαιωμάτων, στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου επηρέασε την στάση και τις πρακτικές της Δημόσιας Διοίκησης που σήμερα είναι πιο φιλική στον πολίτη.

Και πιο αποτελεσματική, παραγωγική;

Για την αξιολόγηση τέτοιων παραμέτρων απαιτείται περισσότερος χρόνος. Δεν θα ήταν ασφαλές να προχωρήσει κανείς σε αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά τα τελευταία δυο χρόνια, όταν μάλιστα αυτήν την περίοδο συνέβησαν δραματικά γεγονότα, μεσολάβησαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και η χώρα κινδύνευσε από δημοσιονομική ασφυξία. Είναι, πάντως αναγκαίο με την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης οι μεταρρυθμίσεις στη ΔΔ να αποτελέσουν προτεραιότητα. Διότι ναι μεν έχουν ολοκληρωθεί ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως πχ για τη στελέχωση των θέσεων ευθύνης του δημόσιου τομέα, ωστόσο αυτές δεν έχουν εφαρμοστεί και έτσι δεν έχουν παραχθεί αποτελέσματα στη διοικητική δομή.

Πού οφείλεται αυτή η καθυστέρηση;

Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν αδράνειες στο εσωτερικό των διοικητικών μηχανισμών. Δεύτερο, οποιαδήποτε μεταρρύθμιση πρέπει να γίνει κτήμα των προσώπων στα οποία αναφέρεται. Δεν είναι τόσο απλό ένα ετερόκλητο σώμα 500.000 ανθρώπων να ενστερνιστεί άμεσα και αδιατάρακτα την αναγκαιότητα και το περιεχόμενο των αλλαγών, όταν μάλιστα, αυτές στοχεύουν να αντιμετωπίσουν παθογένειες δεκαετιών.

Δομές και μηχανισμοί για προστασία των μεταρρυθμίσεων
Πόσο ισχύει η κριτική από τα δεξιά ότι το κράτος είναι και τώρα μεγάλο, σπάταλο κτλ;

Η σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες καταδεικνύει ότι η κριτική περί υπερτροφικού κράτους είναι ένας μύθος. Αντίθετα, υπάρχουν πια αρκετές υπηρεσίες που είναι υποστελεχωμένες. Δεν πρέπει, επιπλέον, να ξεχνούμε την ιδιαιτερότητα της χώρας μας που είναι νησιωτική, με πολύ φτωχιές περιφέρειες, στις οποίες αν δεν υπάρξει κρατική παρέμβαση οποιαδήποτε ανάπτυξη είναι αδύνατη. Οι αιτιάσεις αυτές είναι από επιστημονική άποψη αστήριχτες. Η μελέτη του ελληνικού κράτους δείχνει, όμως, το εξής: Η δημόσια διοίκηση υπήρξε σπάταλη, και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κακοδιαχείρισης. Στα θετικά των δυο τελευταίων ετών θα πρέπει να καταχωρηθεί η προσπάθεια να εξυγιανθούν σημαντικοί τομείς όπως, πχ, η υγεία. Οι σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού στην υγεία ήταν παράγοντας οικονομικής επιβάρυνσης του Δημοσίου, καθώς και υποβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η προσπάθεια ανατροπής αυτών των καταστάσεων, ευρύτερα στο δημόσιο αποτελεί το πρώτο βήμα για την ορθολογική αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών και είναι βήμα σημαντικό.

Μπορεί να υπάρξουν σε κάθε κρίσιμο τομέα μια – δυο επιλεγμένες παρεμβάσεις που να αποτελέσουν και πιλότο και μοχλό αλλαγής κλίματος στη ΔΔ και να μη μπορεί μετά να αναιρεθούν;

Για να μην ακυρωθούν, ούτε να αδρανήσουν μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, θα πρέπει αυτές να τις προστατεύουν οι πολίτες. Συνεισφορά της κυβέρνησης μπορεί να αποτελέσει η δημιουργία δομών που θα υποστηρίζουν είτε την απόλαυση των δικαιωμάτων, είτε την πρόσβαση σε βασικά αγαθά από καθένα μέλος του κοινωνικού συνόλου. Τούτο σημαίνει ότι οι υπουργοί δεν πρέπει να περιορισθούν, απλώς, στη νομοθέτηση μέτρων, αλλά να προχωρήσουν και στη λειτουργία μηχανισμών που θα εξασφαλίζουν την εξυπηρέτηση του πολίτη και θα βελτιώνουν την σχέση του με τη ΔΔ. Πχ με τον Ν. 4369/16 προβλέφθηκε η δημιουργία δομών επικοινωνίας του πολίτη με τη ΔΔ. Είναι ένα σύστημα, καταρχάς, αποκεντρωμένο καθώς σε κάθε Υπουργείο θα πρέπει να λειτουργούν τμήματα υποδοχής τω παραπόνων, των προτάσεων των απόψεων των πολιτών, ηλεκτρονικά και δια ζώσης. Αυτή η αποκεντρωμένη δομή στην οποία ο πολίτης θα έχει ανέξοδη, άκοπη και εύκολη πρόσβαση θα συντονίζεται από το Παρατηρητήριο της Δημόσιας Διοίκησης που θα λειτουργεί στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης. Ενώ όμως έχουν περάσει 15 μήνες από την ψήφισή του νόμου δεν έχουν ακόμη εκδοθεί οι υπουργικές αποφάσεις που θα θέσουν σε λειτουργία τον παραπάνω μηχανισμό. Το ΔΣ του Εθνικού Κέντρου ΔΔ ασχολήθηκε με το θέμα και διατυπώθηκαν προτάσεις χρήσιμες για την υλοποίηση της νομοθετικής ρύθμισης. Εφόσον το έργο προχωρήσει, ο πολίτης θα μπορεί να ασκεί έλεγχο στη ΔΔ, αλλά και αυτή να επωφελείται από την κριτική που συνήθως ασκείται καλοπροαίρετα.

 

Ευλαβική τήρηση της νομιμότητας

Η κυβέρνηση συχνά κατηγορείται από τα δεξιά ιδίως από το ακραίο Κέντρο –συχνά προερχόμενο και από την Αριστερά– ότι δεν σέβεται τη συνταγματική τάξη, τις ανεξάρτητες αρχές, τον χωρισμό των εξουσιών κτλ.

Η κυβέρνηση ασκεί το έργο της, προσπαθεί να εκπληρώσει την αποστολή της σεβόμενη την κοινοβουλευτική παράδοση της χώρας. Σε ό,τι αφορά τη ΔΔ πέρα από τη διαφορετική πολιτική την οποία χαράσσει σε ορισμένους τομείς, δεσμεύοντας σύμφωνα με το Σύνταγμα τους δημόσιους υπαλλήλους, καμιά παρέμβαση δεν έχει παρατηρηθεί. Τη Διοίκηση κατευθύνουν Γενικοί Διευθυντές που έχουν ορισθεί στην θέση τους από προηγούμενες κυβερνήσεις, ενώ ο Νόμος για τη στελέχωση των θέσεων ευθύνης προβλέπει ένα αντικειμενικό και διαφανές σύστημα επιλογής. Σε ό,τι δε αφορά τη Δικαιοσύνη, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα και το νόμο, η κυβέρνηση επέλεξε την ηγεσία των δικαστηρίων μεταξύ περισσότερων υποψηφίων που βρίσκονταν ήδη στις ανώτερες βαθμίδες του δικαστικού σώματος. Είναι άλλο ζήτημα αν θα πρέπει να υπάρξει τροποποίηση του Συντάγματος, ώστε να μην παρεμβαίνει η κυβέρνηση στην επιλογή των επικεφαλής της Δικαιοσύνης, πρόταση που επιβάλλει ιδιαίτερη σκέψη, δεδομένου ότι η επιλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο εξασφαλίζει διαδικαστικό έλεγχο και δημοκρατική νομιμοποίηση στην τρίτη εξουσία. Πάντως, εφαρμόστηκε το Σύνταγμα και ο νόμος με ευλάβεια.

Εργάζεσαι σε Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει μακρά ιστορία πια ο θεσμός. Ποια τα συμπεράσματά σου;

Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης όπου υπάγεται και η Σχολή είναι ο στρατηγικός φορέας ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού της ΔΔ. Έχει δυο μεγάλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες: αφενός την παραγωγή στελεχών ταχείας ανέλιξης, αφετέρου την επιμόρφωση του συνόλου των υπαλλήλων. Επίσης, στην αποστολή του περιλαμβάνεται η εκπόνηση μελετών για την υποστήριξη των δημόσιων πολιτικών. Τέλος τα καινοτόμα εργαστήρια παρέχουν τη δυνατότητα για ένα δομημένο δημοκρατικό διάλογο ανάμεσα σε στελέχη της ΔΔ, στην πολιτική ηγεσία, και σε εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων στους οποίους αναφέρεται η εφαρμογή των πολιτικών. Ο υπουργός έτσι έχει στα χέρια του ένα πόρισμα που μπορεί, αν θέλει, να αξιοποιήσει. Η Σχολή πρέπει να αποτελεί τη ναυαρχίδα όχι μόνο του Εθνικού Κέντρου, αλλά όλης της Δ.Δ. Γιατί από αυτήν αποφοιτούν στελέχη που –πρέπει να- διαθέτουν τις γνώσεις και την ικανότητα να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τις δημόσιες υποθέσεις αλλά και μια ευρύτερη αντίληψη για τις σχέσεις κράτους – πολιτών, κοινωνίας – κράτους. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα για τη Σχολή και το ΕΚΔΔΑ: τα στελέχη που θα εκπαιδευτούν στις επόμενες σειρές να είναι φορείς μιας νέας αντίληψης για την ΔΔ ως προστάτιδας των δικαιωμάτων και του γενικότερου συμφέροντος.

 

Συνταγματική αναθεώρηση για βελτίωση των θεσμών

Έχουμε μπει σε διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Θα μπορέσουν να μπουν νέα στοιχεία ενίσχυσης της εκπροσώπησης των πολιτών σε αποφάσεις, ιδίως άμεσης δημοκρατίας;

Η αναθεωρητική διαδικασία αλλάζει τους κανόνες θέσμισης της πολιτείας. Μετά τη μεταπολίτευση χρησιμοποιούνταν για να επιλυθούν οι απορίες του κομματικού συστήματος και συχνά της κυβέρνησης. Όταν, δηλαδή, οι κυρίαρχες δυνάμεις έχαναν την κοινωνική συναίνεση ή οδηγούνταν σε αδιέξοδα προσέφευγαν στην αναθεώρηση, μεταθέτοντας σε ένα ανώτερο επίπεδο τις δυσλειτουργίες του κομματικού και πολιτικού συστήματος. Χρειάζεται σήμερα το Σύνταγμα αναθεώρηση; Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική. Καταρχάς, το Σύνταγμα δεν θα αναθεωρηθεί εν κενώ, αλλά στο πλαίσιο μιας διαρκούς και επίπονης διεθνούς διαπραγμάτευσης. Υπάρχουν πρόνοιες που μπορούν να περιληφθούν στο Σύνταγμα και να βελτιώσουν την ποιότητα των θεσμών; Αναμφισβήτητα, πρώτα απ’ όλα το ζήτημα της ποινικής ευθύνης υπουργών, καθώς η ισχύουσα ρύθμιση εξασφαλίζει την ατιμωρησία όσων διαχειρίστηκαν με παράνομο τρόπο την πολιτική εξουσία.
 Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εισαγωγής άμεσο-δημοκρατικών θεσμών να σημειωθεί, ότι το πολίτευμά μας είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που διαφέρει ριζικά από την άμεση. Ακόμη και οι θεσμοί που ονομάζονται άμεσο-δημοκρατικοί είναι, εντέλει, θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, πχ το δημοψήφισμα: την απάντηση στο ερώτημα τη δίνει ο λαός, όμως το ερώτημα διαμορφώνεται από την εκτελεστική εξουσία. Και η νομοθετική πρωτοβουλία είναι θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Διότι την πρωτοβουλία αναλαμβάνουν οι πολίτες, αλλά η τελική απόφαση ανήκει και πάλι στην εκτελεστική εξουσία. Επιπλέον η νομοθετική πρωτοβουλία είναι εξαιρετικά δυσκίνητη και χρονοβόρα διαδικασία, που δεν προσφέρεται για τη διακυβέρνηση κανενός τόπου. Γι’ αυτό και όσοι προτείνουν την υιοθέτηση του θεσμού, εισηγούνται ταυτόχρονα και δραστικούς περιορισμούς του. Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Ο λαός ψηφίζει στις εκλογές για να αναδείξει κυβέρνηση με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Αν με νομοθετική του πρωτοβουλία ανατρέψει κάποιο βασικό του στοιχείο, εισάγεται μια αντιπαράθεση λαού και εκλεγμένης απ’ αυτόν κυβέρνησης. Κυβέρνηση που θα απολέσει δημοψήφισμα ή νομοθετική πρωτοβουλία οφείλει να παραιτηθεί. Οι θεσμοί αυτοί, λοιπόν, μόνο ως συμπληρωματικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μπορεί να νοηθούν. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες απ’ αυτές, όμως, δεν χρειάζονται συνταγματική αναθεώρηση. Για παράδειγμα, η κατανομή αρμοδιοτήτων στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης, αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και κεντρικής κυβέρνησης. Το ποιοι τομείς πολιτικής θα ανήκουν σε καθένα επίπεδο, πώς θα οργανώνεται η αυτοδιοίκηση, ποια η σημασία του τοπικού δημοψηφίσματος, πώς θα εξασφαλίζεται η συμμετοχή των πολιτών στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, όπου η γνώση των προβλημάτων είναι πληρέστερη και η πρόσβαση πιο εύκολη είναι θέματα που πρέπει να απασχολήσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς που εκφράζει δυνάμεις με μακριά παράδοση στην προστασία των δημοκρατικών θεσμών. Χρειάζεται σοβαρή μελέτη βεβαίως, πριν, αλλά για να γίνει νομοθετική όχι συνταγματική παρέμβαση.

Πηγή: Η Εποχή