Micro

Κάτω από την επιφάνεια του εφιάλτη, μια άδεια μνήμη

Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, “Ιάκωβος”, εκδ. Αντίποδες 2016

 

«Κάποιο πρωινό ένας άντρας ξύπνησε μέσα στο αυτοκίνητό του δίχως να ξέρει πώς είχε βρεθεί εκεί». Έτσι ξεκινά ο Ιάκωβος, το πρώτο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες. Έτσι ξεκινά κι η ιστορία του άντρα σ’ αυτόν τον παράξενο τόπο, έναν ζοφερό, παρηκμασμένο οικισμό, μια σκοτεινή δυστοπία, στην οποία δεσπόζει ο χαρακτήρας του Ιάκωβου, του οικοδεσπότη του άνδρα, αφού στο σπίτι του θα βρει καταφύγιο και εκεί θα φιλοξενηθεί, ακολουθώντας τη ζωή της αλλόκοτης κοινότητας και υπακούοντας στις εντολές του Ιάκωβου, ο οποίος ορίζει με όρους απόλυτους την καθημερινότητά του. Μια ιστορία που δεν έχει πριν, ούτε μετά. Σ’ αυτόν τον κόσμο των εξαντλητικών φωτοσκιάσεων ο άντρας θα μείνει ως το τέλος δίχως όνομα, στο τέλος μάλιστα θα νιώσει πως έχει πια ξεχάσει το όνομά του, και μαζί μ’ αυτό την προηγούμενη ζωή του, σαν ο Ιάκωβος, η οικογένειά του και ο υπόλοιπος οικισμός να είναι ο μόνος τόπος στον οποίο ανήκε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ κάποιος άλλος.

 

Ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου έχει πίσω του μια διαδρομή που τον συνδέει με περισσότερες από μία τέχνες. Αρχικά με τον κινηματογράφο (παραγωγή ταινιών, διοργάνωση προβολών σε αυτοσχέδιους χώρους, σκηνοθεσία) αλλά και τα εικαστικά (συμμετοχή σε εκθέσεις όπως η Μπιενάλε της Αθήνας κ.ά.). Παράλληλα, έχει εμφανιστεί στο πεδίο της γραφής ως σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, έχει δημοσιεύσει ποιήματα και τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνική κριτική από τις σελίδες της Καθημερινής. Μοιάζει κάπως σαν να διατηρεί ανοιχτή μια βεντάλια γλωσσών, έναν ορίζοντα επιλογών, που ο καθένας τους έρχεται να συμπληρώσει τον άλλον ή σαν καθεμιά διαφορετική τέχνη να προσφέρει μια διαφυγή από τους εκάστοτε περιορισμούς της άλλης.
Ίχνη όλων των πλευρών αυτής της διαδρομής συναντά κανείς στο πρώτο του μυθιστόρημα, με δεσπόζουσα ίσως την κινηματογραφική-εικαστική ματιά του. Ο Ιάκωβος αν και δεν χρησιμοποιεί σε καμία περίπτωση κινηματογραφική γραφή, δεν θυμίζει σενάριο εννοώ, μοιάζει ωστόσο διαρκώς σαν να περιγράφει, με ποιητικό τρόπο και εξαντλητικά, τα πλάνα μιας ταινίας.

Πολλά μικρά στοιχεία διακειμενικότητας

Στα είκοσι τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου, που ακόμη και οι τίτλοι τους αποτελούνται από λέξεις ή σύντομες φράσεις που μεταφέρουν αισθήσεις ή θραύσματα του αντίστοιχου επεισοδίου της αφήγησης (π.χ. στο κεφ. ΧΙΙ, «Χιόνι – Φτυαριές – Οικειότητα – Γυναίκα με κουτάλι – Ζωή – Σας θυμάμαι – Είναι αργά»), ο αναγνώστης έχει συχνά την αίσθηση μιας στατικής εικόνας, ενός πλάνου, που περιγράφεται απ’ άκρη σ’ άκρη, καλώντας τον να στρέψει την προσοχή του στις λεπτομέρειές του. Από την ιδιότητά του ως κριτικού, ή με άλλα λόγια ως επαρκή και ενημερωμένου αναγνώστη, ο Χατζηνικολάου μεταγγίζει στον Ιάκωβο πολλά μικρά στοιχεία διακειμενικότητας, αφήνοντας να διαφανούν πίσω από τις λέξεις του άλλα κείμενα και άλλοι συγγραφείς. Από τον Κάφκα του Πύργου ή της «Ζοζεφίν της τραγουδίστριας» μέχρι τον Μάρκες και την αρχή των «Εκατό χρόνων μοναξιάς» με τους τσιγγάνους που φτάνουν στο Μακόντο (αχνός απόηχος στο τελευταίο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Καραβάνι»).
Η ιστορία του άντρα που καταφθάνει με τη μνήμη του ρημαγμένη στον οικισμό και καταφεύγει στο σπίτι του Ιάκωβου, όπου συγκατοικεί με τον αυταρχικό πατέρα-αφέντη και την υπόλοιπη οικογένειά του, τη σχεδόν αόρατη γυναίκα του Μαρία και την κόρη του Σοφία, στήνεται σε μια αφήγηση που εκτυλίσσεται αργά, ανοίγοντας σιγά σιγά μπροστά μας τη ζωή της παράξενης αυτής κοινότητας. Έξω απ’ το σπίτι του Ιάκωβου, ο άντρας θα βρεθεί στην εκκλησία και στο μπορντέλο, θα παρακολουθήσει ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, την τυφλή πόρνη και τραγουδίστρια Μίνα και τον γέρο πατέρα της, τον γιατρό του οικισμού, θα παρευρεθεί στην τοπική γιορτή των νεκρών, θα συναντήσει παρατημένα, βρώμικα παιδιά που παίζουν και τρέχουν στους ρημαγμένους δρόμους. Καθημερινά σχεδόν, ή τουλάχιστον όποτε ο καιρός το επιτρέπει, θα πηγαίνει στο χωράφι του Ιάκωβου, όπου θα εξαντλείται σκάβοντας φαινομενικά δίχως σκοπό. Το μυθιστόρημα κινείται επαναλαμβανόμενο, ανησυχητικό, με μια διαρκή αίσθηση επικείμενης καταστροφής, θανάτου, τέλους. Τίποτα όμως ακριβώς δεν συμβαίνει, ή μάλλον συμβαίνει, δεν είναι λίγοι οι θάνατοι που σημαδεύουν την αφήγηση, όμως απ’ τη στιγμή που θα συμβούν μοιάζουν σαν να τυλίγονται σε μια σιωπή, σαν να παραμένει πάντα επικρεμάμενη μια άλλη, καινούργια και μεγαλύτερη συμφορά. Ή και σαν τίποτα απ’ αυτά να μην έχει εντέλει σημασία.

Αφηγήσεις ονείρων μέσα σε όνειρα

Απ’ αυτή την άποψη, ο Ιάκωβος αρθρώνεται σαν ένας αέναος εφιάλτης, που δεν βρίσκει πουθενά τέλος, ενώ ταυτόχρονα διαπερνάται από μια βαθιά επιθυμία δραπέτευσης, φυγής, ενός ξυπνήματος που σχεδόν ποτέ δεν έρχεται ή κι όταν έρχεται πια στο τέλος, μοιάζει σαν να είναι κι αυτό κομμάτι του εφιάλτη. Η πρώτη του φράση θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός ονείρου, ενώ ο χρόνος του μετριέται μέσα από διαρκώς επαναλαμβανόμενες αφηγήσεις κατακλίσεων και αφυπνίσεων, ονείρων μέσα σε όνειρα. Το φανταστικό στοιχείο συναντά τις εξαντλητικές περιγραφές ενός κόσμου πραγματικού, που ωστόσο ποτέ δεν αποκτά ακριβώς υλικότητα, μάλλον παραμένει εικόνα.
Αν και πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, ο Ιάκωβος μοιάζει να υπερβαίνει πολλές από τις συνηθισμένες αδυναμίες των πρωτόλειων κειμένων, κυρίως χάρη στη λεπτοδουλεμένη γλώσσα του, που δίνει την εντύπωση ενός έμπειρου συγγραφέα που ελέγχει τα μέσα του. Όμως την ίδια στιγμή ο Χατζηνικολάου, νομίζω, πέφτει θύμα της γοητείας που ασκούν τα παιχνίδια με τη γλώσσα. Μοιάζει έτσι συχνά ο περίτεχνος λόγος να καλύπτει απλώς έναν κενό αφηγηματικό χώρο. Δεν είναι άσχετο αυτό βέβαια με το θέμα του βιβλίου. Το τρίπτυχο εφιάλτης-απόδραση-άδεια μνήμη είναι, νομίζω, οι τρεις κορυφές γύρω από τις οποίες στήνεται η αφήγηση του Ιάκωβου, οπότε θα μπορούσε να το διαβάσει κανείς κι αυτό σαν μια επιτυχία του συγγραφέα του. Όσο όμως και αν αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτό το κενό τοπίο της μνήμης βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματος, συχνά νιώθει πως οι καλογραμμένες σελίδες του περνούν από μπροστά του χωρίς να τον κρατούν, χωρίς να τον οδηγούν όλο και πιο βαθιά στην αποκρυπτογράφηση της αφήγησης, απλώς σαν περίτεχνες γλωσσικές ασκήσεις, απ’ τις οποίες έχει αφαιρεθεί το ίδιο τους το περιεχόμενο.

Έφη Γιαννοπούλου

Πηγή: Η Εποχή