Η ΝΔ κέρδισε τις προηγούμενες εκλογές, διότι μεταξύ άλλων μεθοδικά και με επιμονή δημιούργησε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Αφηγήθηκε μια περισσότερο ή λιγότερο πειστική εκδοχή της πραγματικότητας που συνέφερε την ίδια, με τους πολιτικούς και τους επικοινωνιακούς πόρους που διέθετε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και δύο χρόνια προσπαθεί να βρει αντιπολιτευτικό βηματισμό, αλλά συχνά αναπτύσσει αφηγήματα που το ένα εξουδετερώνει το άλλο. Οφείλει να συμβάλει στη δημιουργία ενός στέρεου αντιΝΔ μετώπου, όχι βέβαια όπως το έκανε η κυβέρνηση όταν ήταν στη θέση του (συκοφαντίες και fake news, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, πελατειασμός), αλλά με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Η αξιωματική αντιπολίτευση θα αποκτήσει πλειοψηφική κοινωνική εμβέλεια, όταν αντιπαρατεθεί στρατηγικά με την κυβέρνηση, μέσα από ευρείες ταξικές και πολιτισμικές συμμαχίες προγραμματικού χαρακτήρα, καθώς και όταν αποκτήσει ένα διαφορετικό πολιτικό στιλ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να συμπήξει μια νικηφόρα πολιτική συμμαχία, αν μπορέσει να πείσει την εργατική τάξη και την πλειονότητα των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων πως τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετηθούν μόνο από ένα προοδευτικό πολιτικό σχέδιο. Για το σκοπό αυτό, όμως, χρειάζονται πολύ συμπεριληπτικές προγραμματικές αιχμές.
Πρώτον, διαφαίνεται πως έως το 2023 ο κατώτατος μισθός δεν θα αυξηθεί και αυτό είναι εις βάρος και των μεσαίων στρωμάτων και της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, η άνοδος των μισθών ωφελεί αμφότερους εργαζόμενους και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να την πραγματώσει (μαζί με την επαναφορά των τριετιών), τόσο όσο και τη σεισάχθεια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που έχει ήδη επαγγελθεί.
Δεύτερον, η στρατηγική της ανάπτυξης των δημόσιων αγαθών συμφέρει υλικά και ψυχικά τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας: περίθαλψη ευρωπαϊκού επιπέδου, παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία για όλα τα παιδιά, ολοήμερα σχολεία, σύγχρονες και τακτικές συγκοινωνίες κ.λπ., είναι ο κοινωνικός μισθός που αξίζει σε όλους και όλες και που εξοικονομεί οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση άλλων επιθυμιών. Ειδικά, στο σημείο των παιδικών σταθμών, νηπιαγωγείων και ολοήμερων σχολείων πρέπει να επιμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το μεγαλύτερο πρόβλημα των νέων παραγωγικής ηλικίας είναι ότι δεν έχουν που να αφήσουν τα παιδιά τους ή δεν μπορούν να κάνουν παιδιά επειδή λείπει η οικογενειακή υποστήριξη. Ίσως, το να υπάρξει πλήρης κάλυψη όλων των παιδιών και οικογενειών όσον αφορά τις παραπάνω ανάγκες να είναι μεγαλύτερης κοινωνικής προτεραιότητας από τον εκσυγχρονισμό των κτιριακών δομών.
Τρίτον, κατ’ αναλογίαν με την πιλοτική εφαρμογή του 7ώρου σε επιλεγμένους κλάδους, το οποίο έχει καταθέσει στο δημόσιο διάλογο ο ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να υπάρξει πιλοτική εφαρμογή του βασικού εγγυημένου εισοδήματος της τάξεως των 400 ευρώ, όσο δηλαδή είναι το επίδομα ανεργίας, για τους νέους και τις νέες από 18 έως 28 ετών. Η διαφορά με το επίδομα ανεργίας είναι ότι το βασικό εισόδημα δίνεται σε όλους/ες χωρίς κριτήρια. Γι’ αυτό μπορεί να έχει διαταξική υποστήριξη, αν και ευνοεί κυρίως τους νέους των λαϊκών στρωμάτων, μιας και τους δίνει τη δυνατότητα να αρνηθούν τις δουλειές που ετοιμάζει γι’ αυτούς η ΝΔ και σύμμαχοί της εργοδότες.
Τέταρτον, σε αντίθεση με τις συντηρητικές, εθνικιστικές και αυταρχικές εμμονές της Δεξιάς, η πολιτισμική ανανέωση, με όρους συμβατούς με τις ανησυχίες των πιο πρωτοποριακών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί να τροφοδοτήσει την απαραίτητη ταυτοτική ανανοηματοδότηση στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και την αναζήτηση νέων τρόπων απόλαυσης της ζωής. Παράλληλα, η εμβάθυνση του πολιτισμικού φιλελευθερισμού (λ.χ. γάμος ομόφυλων ζευγαριών και υιοθεσία, νομιμοποίηση της ευφορικής κάνναβης, απόδοση όλων των δικαιωμάτων στους αλλοδαπούς που ζουν χρόνια στην Ελλάδα) θα επανανομιμοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στη συνείδηση των νέων, ως μια τολμηρή ριζοσπαστική πολιτική δύναμη. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει πρώτα να προτάξουμε μια πολιτισμική αντίσταση: θα πρέπει να σώσουμε το δημόσιο πανεπιστήμιο, την περηφάνια της ελληνικής κοινωνίας, τον πιο ευρωπαϊκό θεσμό της χώρας, από τη ΝΔ, θα πρέπει να υπερασπίσουμε τον πολιτισμό μας απέναντι στους σύγχρονους βαρβάρους που τσιμεντώνουν την Ακρόπολη και ξεθεμελιώνουν την αρχαία και βυζαντινή Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να διώξουμε από την εξουσία αυτή την παρακμιακή ελίτ, που κατάντησε μπανανία τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, και θα πρέπει να υπερασπίσουμε τη μεγαλύτερη επένδυση που έγινε ποτέ στη χώρα, την ελληνική νεολαία.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν τον κοινό προγραμματικό τόπο μιας προοδευτικής κοινωνικής πλειοψηφίας, αν η αξιωματική αντιπολίτευση τα υποστηρίξει με ένα πολιτικό στιλ ανάλογο της συγκαιρινής της θέσης. Το πάθος και η αίσθηση της ευθύνης και του μέτρου ήταν αρετές που έπρεπε να χαρακτηρίζουν τον «μη υπαλληλοποιημένο» πολιτικό, όπως έχει υποστηρίξει ο Max Weber σε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενά του 20ού αιώνα. Και το πολιτικό στιλ πρέπει να εμπεριέχει εξίσου και τις δύο ποιότητες, ώστε να παραμείνει η καθ’ ημάς Αριστερά ριζοσπαστική.
Βασίλης Ρόγγας – Δημήτρης Παπανικολόπουλος