Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο θα ανοιχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, θα εμπνεύσει τη νέα γενιά, τη μοναδική στην ιστορία που ζει χειρότερα από την προηγούμενη και δεν δικαιούται να ονειρεύεται, την εκπτωχευμένη μεσαία τάξη που έγινε η καύσιμη ύλη των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, τους βουβούς και αόρατους. Το μεγάλο στοίχημα είναι κατά πόσο θα εμπνεύσει νέα κινήματα που γίνονται η έκφραση της συσσωρευμένης κοινωνικής ανέχειας και εναντιώνονται στο νεοφιλελευθερισμό οριζόντια, ασυντόνιστα, αρνούμενα διαμεσολαβήσεις και εκπροσωπήσεις, με βραχύβιες εξεγέρσεις και «τουφεκιές στον αέρα». Το ζητούμενο είναι πώς ο θυμός και η απόγνωση θα μετουσιωθούν σε δυνάμεις μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Η επόμενη φορά «κυβέρνηση της Αριστεράς» ως αριστερής διακυβέρνησης περνά μέσα από την πραγμάτωση της ηγεμονίας των ιδεών στην κοινωνία, με όχημα ένα κόμμα που αρθρώνει με ευκρίνεια τα οράματα και την εναλλακτική πρόταση που κυοφορούν και ψελλίζουν οι ηττημένοι της κρίσης εναντίον όσων θεωρούν τη σημερινή βαρβαρότητα μονόδρομο, αλλά και ένα κόμμα που συζητά, παράγει, ακούει και κρίνει.
Ένα κόμμα οπαδών που εκλαμβάνει την κριτική ως υπονόμευση και εξαντλείται στην προσωπολατρεία καταδικάζει την Αριστερά σε παρένθεση ή καρικατούρα του εαυτού της. Ένα κόμμα με μέλη που καταπίνουν χωρίς να αφομοιώνουν ό,τι σερβίρεται, αφορίζουν τη διαφορετική άποψη και δαιμονοποιούν τη συζήτηση και την κριτική θα λέγαμε, παραφράζοντας τον αείμνηστο Ελεφάντη, ότι από τη σκοπιά του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, «μας αφήνει παγερά αδιάφορους».