Από το λόγο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην ΚΕΑ και το κείμενο των 8 προκύπτει μία κύρια αντίφαση για το τι είδους μετασχηματισμό προτείνουν να συντελεστεί στο πολιτικό υποκείμενο που ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό ως Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τα επιχειρήματα για την ανάγκη μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας συνάδουν με αυτά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όταν επρόκειτο να εγκαταλείψει την κεϋνσιανή στρατηγική κοινωνικού κράτους και προστασίας της εργασίας, και συγκλίνουν σε μία πολιτική «τρίτου δρόμου» που θυμίζει εξαιρετικά τη «θεωρία» του Γκίντενς, μέντορα του Μπλερ. Η επίκληση τον κοσμοϊστορικών αλλαγών στον παγκόσμιο καπιταλισμό εν όψει της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η ταξική συνεργασία μεταξύ επιχειρηματιών, του κόσμου της εργασίας, και του πλήθους των κατακερματισμένων κοινωνικών μερίδων (!) και η ανάγκη ενός κόμματος της πληθυντικής αριστεράς, που περιλαμβάνει επίσης κάθε μορφής κινήματα, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου που εκφωνείται.
Η αντίφαση όμως προκύπτει όταν ο λόγος αυτός πρέπει να συμπεριλάβει και προγραμματικές θέσεις που θα εκφράζουν το γενικό κοινωνικό συμφέρον. Επειδή οι καπιταλιστικές κρίσεις την τελευταία δεκαετία συν την κρίση της πανδημίας που επικάθεται σ’ αυτές, μεταφέρουν τα βάρη στον κόσμο της εξασφαλισμένης εργασίας αλλά παράλληλα δημιουργούν ένα τεράστιο κοινωνικό στρώμα με επισφάλεια, ανεργία, φτωχοποίηση, μετανάστευση, προσφυγιά, νεολαία με αβέβαιες προοπτικές και μέλλον. Όμως ο κοινός αυτός λόγος δεν συμπεριλαμβάνει τα παραπάνω σε ενιαίο σύνολο θυμάτων της κυρίας αντίθεσης κεφαλαίου-εργασία, αλλά ως ένα συνονθύλευμα επιμέρους κοινωνικών κατηγοριών που συλλήβδην υπάρχουν για να δώσουν περιεχόμενο στην πληθυντική αριστερά. Αναγκάζονται όμως να καταφύγουν σε προτάσεις υπεράσπισης του κόσμου της εργασίας και όλων των θυμάτων της κρίσης που συνάδουν σε πολλά σημεία με τον πυρήνα και τις πολιτικές της Αριστεράς. Συνακόλουθα, η εισήγηση του προέδρου αλλά και των 8 περιλαμβάνει αρκετές αναφορές που προσιδιάζουν στον αριστερό λόγο. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα για ποιον ακριβώς λόγο γίνεται τόση φασαρία να αποστασιοποιηθεί ένα κόμμα από αυτό που υποτίθεται ότι το χαρακτήριζε μέχρι τώρα ως πολιτικό υποκείμενο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η απάντηση αποτελεί το κλειδί για να διατυπωθεί μία ξεκάθαρη θέση στα επίδικα ζητήματα, δηλ. το ερώτημα της ανασυγκρότησης του κόμματος, της διεύρυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, και τελικά το ερώτημα του μετασχηματισμού. Οι αντιφατικές τοποθετήσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και οι μετεωρίσεις μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου πηγάζουν πιθανόν από τις τραυματικές εμπειρίες μετά την ανάληψη της κυβέρνησης το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό αριστερό του πρόγραμμα και να προσαρμοστεί στις μνημονιακές πολιτικές, ελπίζοντας πώς υπερασπιζόμενος εν μέρει την εργασία θα του αναγνωριζόταν η «φιλότιμη προσπάθεια» και θα του δινόταν η δυνατότητα να συνεχίσει την πολιτική του. Το πράγμα μοιάζει σαν η δέσμευση στις ριζοσπαστικές απαντήσεις και λύσεις μίας αριστερής διαχείρισης να αποτελούν "άχθος αρούρης", ασήκωτο βάρος, όταν ο διεθνής, ο ευρωπαϊκός, και εγχώριος συσχετισμός είναι δυσμενής ενώ η κοινωνική συνεργασία και «ειρήνη» για την αντιμετώπιση των μεγάλων καπιταλιστικών αντιθέσεων, κατά τη ρητορική τους τα μείζονα « εθνικά ζητήματα», είναι διαχειρίσιμα και αποτελούν μία εύκολη υπόθεση. Μία τέτοια όμως θεώρηση σε διαφοροποιεί ελάχιστα από το αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο: τα κόμματα-καρτέλ δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, αλλά μπορούν να εναλλάσσονται στην εξουσία ικανοποιώντας στο μέτρο του δυνατού τα συμφέροντα του εκάστοτε στελεχικού τους δυναμικού με πελατειακά κριτήρια. Εν κατακλείδι, θυμίζω ότι η Ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να υπάρχει μόνο ως διακριτό πολιτικό υποκείμενο δρώντας στα πλαίσια του Ιδεολογικού Πολιτικού Μηχανισμού του Κράτους εφόσον και μόνον οργανώνει τη δράση της, με τις αντίστοιχες συγκρούσεις, σε δύο μέτωπα: το καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό κράτος μη ξεχνώντας ποτέ ότι αυτό δρα ως ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης για να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του.