Ιωσήφ Σινιγάλιας

18
02

Φυσικό αέριο: Προσομοίωση οικονομικού – ενεργειακού πολέμου

Οι ΗΠΑ εκμεταλλευόμενες την πολιτική αδυναμία της ΕΕ, «προσφέρονται» να καταστούν στρατηγικός προμηθευτής, εργαλειοποιώντας τη «ρωσική εισβολή» στην Ουκρανία, επιβάλλοντας μια επικίνδυνη παραπλάνηση, υψηλού κόστους, με σοβαρές πολιτικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις (Αlberto Negri, Il manifesto). Δεν είναι μυστήριο για κανέναν ότι οι Αμερικανοί επιθυμούν διακαώς (ο Biden, όπως και ο Trump) να ακυρώσουν την έναρξη λειτουργίας του ρωσικού αγωγού Nord Stream 2 που, ενώ έχει ολοκληρωθεί, περιμένει ακόμη την έγκριση λειτουργίας. Ο αγωγός παρακάμπτει τις χώρες πάνω στις οποίες οι Αμερικάνοι και το ΝΑΤΟ μπορούν να εξασκήσουν επιρροή, σε αντι-ρωσική κατεύθυνση (Βαλτικές χώρες και χώρες Visegrad κλπ.). Η παραγωγή και οι εξαγωγές υγροποιημένου αερίου LNG κατέστησαν τις ΗΠΑ ισχυρό ενεργειακο εξαγωγέα. Τον περασμένο Ιανουάριο οι ποσότητες ρωσικού ΦΑ μέσω Ουκρανίας μειωθήκαν κατά το ήμισυ, αντιπροσωπεύοντας μόνο το 17% του συνόλου των εισαγωγών, ενώ το LNG εκτινάχτηκε στο 34% με το αμερικανικό να καλύπτει το μισό. Κατά τον D. Tabarelli της Nomisma Εnergia το κόστος παραγωγής του αμερικάνικου LNG είναι τουλάχιστον 3 φορές υψηλότερο του ρωσικού αερίου, ενώ «είναι ακατανόητο να στηρίζεται το ενεργειακό ευρωπαϊκό σύστημα σε εισαγωγές από απομακρυσμένες πηγές τροφοδοσίας, με υψηλότατο κόστος μεταφοράς, απώλειες στη μεταφορά (εκπομπές μεθανίου), οικολογικές επιπτωσεις κλπ.».
11
01

Ιωσήφ Σινιγάλιας: H οικολογική μετάβαση σε πορεία αναδρομής

Μέσα στο τεχνικό δίλημμα «μεταβατικό, βιώσιμο» παίζεται η απανθρακοποίηση της οικονομίας και οι μελλοντικές γεωπολιτικές ισορροπίες. Το «πρασίνισμα» του ΦΑ και των πυρηνικών βάζει σε αμφισβήτηση το στόχο του μεριδίου 55% ΑΠΕ για το 2030, καθώς και τον περιορισμό της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς για το 2050. Οι επιπτώσεις στους λαούς, ιδιαίτερα στις κλιματικά και ενεργειακά ευάλωτες χώρες, θα είναι βαρύτατες σε επίπεδο ασφάλειας και κόστους ζωής. Δεν ισχύει αυτό για τη Γαλλία που εμφανίζεται να είναι ο κερδισμένος των εξελίξεων (παράγει το 70% ηλεκτρισμό από πυρηνική ενέργεια). Η κατάσταση της γαλλικής πυρηνικής βιομηχανίας κάθε άλλο παρά καλή είναι. Ο ενεργειακός κολοσσός EDF έχει συσσωρεύσει χρέη άνω των 42 δισ., ενώ το κόστος κατασκευής πυρηνικών εργοστασίων συνεχώς αυξάνει: ο αντιδραστήρας Epr στο Flamanville ξεκίνησε την κατασκευή του το 2006 και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, το δε κόστος του από 3,3 δισ. θα ξεπεράσει τα 19 δισ. Στο Olkiluoto της Φιλανδίας ένας άλλος ERP οδήγησε σε πτώχευση τον γαλλικό κατασκευαστή Areva. Στη γειτονική Γερμανία υπάρχει σύγχυση και προβληματισμός. Ενδεικτικό το ειρωνικό σχόλιο της γερμανικής Fridays For Future: «Ευχαριστούμε για τις πρωτοχρονιάτικες ευχές τoν O. Scholtz, A. Baerbock, και C. Lidner. Λέγεται ότι στην Ευρώπη δεν θα αντισταθείτε στο να θεωρήσετε ως πράσινη ενέργεια τόσο το ΦΑ, όσο και τα πυρηνικά. Εσείς δεν είστε που μιλούσατε για δεσμεύσεις σχετικά μα τον στόχο των 1,5 βαθμών;». Η εξέλιξη αυτή είναι μεγάλο πισωγύρισμα σε σχέση με την πρόσφατη πολιτική κλεισίματος των πυρηνικών εργοστασίων στη Γερμανία και κυρίως είναι η απόδειξη ότι το Βερολίνο αδυνατεί να αντισταθεί στη φιλο-πυρηνική πολιτική της Ursula von der Leyen και των πρωτοβουλιών του Macron. Υπάρχουν ακόμη περιθώρια για την ακύρωση της πρότασης; Η μάχη θα δοθεί στο επόμενο Συμβούλιο των υπουργών και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αναμονή για θετικές εξελίξεις είναι πολύ αδύναμη. Μόνο κινηματικές πρωτοβουλίες μπορούν να ανατρέψουν την αρνητική πορεία.
20
11

COP26: Ασκήσεις κλιματικής και γεωπολιτικής ισορροπίας

Από το G20 στη Ρώμη είχε διαφανεί ότι η προσπάθεια ανασυγκρότησης μιας νέας παγκόσμιας συνεργασίας, βασισμένης σε μια νέα συνθήκη πολυμερικότητας (multilateralism), δεν είχε φέρει τους προσδοκώμενους καρπούς, παρά τις προσπάθειες της ιταλικής προεδρίας (Ντράγκι), και εξαιτίας της αντιφατικότητας της αμερικανικής πολιτικής (ακατέργαστο μείγμα εθνικού επι-κυριαρχισμού με επιλεκτικές δόσεις συμμαχιών).Τα αποτελέσματα του G20 (πχ. θέσεις για το κλίμα), αλλα κυρίως η μετέωρη ανασυγκρότηση της νέας διεθνούς «τάξης», επέδρασσαν στις προσπάθειες ανάκαμψης της χαμένης αξιοπιστίας των COP. Οι ηχηρές απουσίες των ηγετών της Κίνας και της Ρωσίας, και στις δυο διασκέψεις, ανέδειξαν την ρευστότητα και την αστάθεια των διεθνών σχέσεων, σε μια ιστορική φάση που, τρεις κρίσεις, κλιματική, υγειονομική, οικονομική, επισωρεύονται, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα προβλημάτων. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η πορεία του «ορυκτού καπιταλισμού» δεν μοιάζει με ανέμελη «βόλτα στο δάσος», παρ’ ότι η πιστοποιημένη ικανότητα προσαρμογής του στις νέες συνθήκες, είναι πάντα αξιοσημείωτη και σχετικά αποτελεσματική. Αυτή την φορά, δεν κινδυνεύει από τις αντιδράσεις των ιστορικών ανταγωνιστών, αλλά από τις συνέπειες του τρόπου λειτουργίας του. Η «φρούρηση» των συμφερόντων των μεγάλων ενεργειακών ομίλων επισημάνθηκε και έγινε αισθητή από την πολυπληθή, άμεση ή έμμεση, εκπροσώπηση (503 άτομα) στη συνδιάσκεψη. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν, με τον ένα η άλλο τρόπο, στο ισχυρό λόμπι της Σαουδικής Αραβίας (17% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου), που «καταφέρνει να ξενερώνει τις αποφάσεις», όπως αναφέρει η Τζένιφερ Μόργκαν της Greenpeace International. Τελικά, είναι τα περιβαλλοντικά κινήματα ικανά να επιφέρουν ριζική αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης ή θα κυριαρχήσει η έλλειψη συγκροτημένης οικολογικής ατζέντας στην πολιτική των κομμάτων; Παρ ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει συνειδητοποιήσει το περιβαλλοντικό πρόβλημα, δεν το θεωρεί θέμα προτεραιότητας και κατά συνέπεια, δεν επιζητεί την συμπερίληψή του στα κομματικά προγράμματα. Μόνο στις τελευταίες γερμανικές εκλογές, το πρόγραμμα των Πράσινων περιλάμβανε συγκεκριμένες προτάσεις συμπεριληπτικής οικολογικής ανάπτυξης, και κατάφερε έτσι να συναντήσει σημαντική εκλογική αποδοχή, αντίθετα με ότι συμβαίνει σε άλλες χώρες που, το χάσμα μεταξύ των λίγων «happy few» και των πολλών, τροφοδότησε μια διάχυτη αδιαφορία για ότι δεν συνδέεται άμεσα με την κοινωνική και οικονομική συγκυρία και σε κάποιες περιπτώσεις, ανέδειξε και μια μορφή επιφύλαξης απέναντι στις ελίτ, στις οποίες κατατάσσουν και τα οικολογικά κινήματά, που, σχεδόν κατηγορούνται ότι απασχολούνται αποκλειστικά με τα περιβαλλοντικά.
26
10

Ενεργειακή ακρίβεια: Η ευρωπαϊκή «εργαλειοθήκη» δεν άνοιξε

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης των διακυμάνσεων των τιμών των υδρογονανθράκων και των επιπτώσεων στο ενεργειακό κόστος, είναι το «οπλοστάσιο» του Green Deal , δηλαδή χρήση ενεργειακών πηγών χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών άνθρακα και πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης δεν πρέπει να ανατρέψει τον στρατηγικό στόχο απανθρακοποίησης για το 2050. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ περιορίζει το κόστος παραγωγής στο ένα τρίτο του κόστους των μονάδων ορυκτών καυσίμων. Στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης οι ενεργειακές κρίσεις, αυθόρμητες η εργαλειοποιημενες, θα εκδηλώνονται και θα κορυφώνονται, οσο πλησιάζουμε στις δεσμευτικές ημερομηνίες επίτευξης των κλιματικών στόχων. Η χώρα μας είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών ορυκτών καυσίμων, δεδομένου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας βασίζεται στο ΦΑ κατά 54,3%, ενώ στις ΑΠΕ κατά 36,1% ( EMBER, Σεπτ. 2021). Στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ΕΣΕΚ, το βάρος του ΦΑ στην πρωτογενή κατανάλωση ενέργειας δεν υπερβαίνει το 22% και παραμένει περίπου σταθερό στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας. Η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ καθυστερεί και είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο λόγω των δεσμευτικότερων στοχων του FitFor55 (μείωση των εκπομπών στο 55% για το 2030), αλλα και λόγω του χρησιμοποιούμενου διαφορετικού ενεργειακού μείγματος, που καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη την επίτευξή των στόχων της απανθρακοποίησης στους επιθυμητούς χρόνους. Την παραμονή της συνέλευσης για το κλίμα COP26 στην Γλασκώβη, τον επόμενο μήνα, το σενάριο της ενεργειακής μετάβασης προς τη απανθρακοποίηση, δεν είναι καθόλου αισιόδοξο. Σύμφωνα με το UNEP (Οργανισμός του ΟΗΕ για το κλίμα), οι πολυεθνικές εταιρίες σχεδιάζουν να παράξουν το 2030 διπλάσια ποσότητα ορυκτών καυσίμων απ’ όση είναι συμβατή με τους στόχους συγκράτησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη στο επίπεδο του 1,5ο Κελσίου! Οι εξορύξεις ορυκτών καυσίμων και η χρήση τους πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν να περιορίζονται σταθερά, προκειμένου να αποφευχθεί η χειρότερη κλιματική καταστροφή.
20
10

Ιωσήφ Σινιγάλιας: Οι δεινόσαυροι της ενεργειακής μετάβασης

Οι μεγάλες ενεργειακές πολυεθνικές εάν δεν καταφέρουν να μετεξελιχθούν και προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, όπως οι δεινόσαυροι (F. M. Butera, περιβαλλοντολόγος, καθηγητής Πολυτεχνείου στο Μιλάνο). H ενεργειακή μετάβαση και η κλιματική κρίση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η κατανάλωση ενέργειας βρίσκεται αντιμέτωπη, ταυτόχρονα, με δύο προβλήματα. Το πρώτο αφορά στην ποσοτική της επάρκεια και το δεύτερο, το σοβαρότερο, την παραγωγή αερίων ρύπων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), που συνεπάγεται η χρήση της. H παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 3,5% το 2020, λόγω πανδημίας, και προβλέπεται να αυξηθεί και πάλι κατά 4,1% την τρέχουσα χρονιά. Οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν αντίστοιχα κατά 5,2% και θα αυξηθούν κατά 4,4% μέχρι το τέλος του χρόνου. Στη χρονιά που πέρασε, το βάρος των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα ήταν πολύ υψηλό (83%), με τις ΑΠΕ να καλύπτουν μόνο το 12,5% του μείγματος. Η πορεία των εκπομπών και οι τελευταίες προβλέψεις δεν συνάδουν καθόλου με την επίτευξη των στόχων για τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1,5ο C. H πρόσφατη μελέτη του IPCC του ΟΗΕ εκτιμά ότι η θερμοκρασία του πλανήτη θα φτάσει στους 2,7ο C. Μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό σενάριο, που διαμορφώνεται από το υψηλό βάρος της χρήσης των ρυπογόνων ορυκτών καυσίμων και την πολύ αργή αντικατάσταση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα καθοριστούν οι εξελίξεις που έχουν να κάνουν με την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της ζωής στον πλανήτη.
14
09

Ο Αίολος και τα πολλά του πάρκα…

Το περιβαλλοντικό όφελος από την αντικατάσταση ρυπογόνων ορυκτών πηγών (λιγνίτης, φυσικό αέριο) με ΑΠΕ είναι μια συνθέτη διαδικασία, που δεν εστιάζεται μόνο στη φάση εγκατάστασης και λειτουργίας, αλλά στον συνολικό κύκλο ζωής της μονάδας (from cradle to grave), συνυπολογίζοντας τόσο τις ενεργειακές καταναλώσεις, όσο και το σύνολο των εκπομπών που συνοδεύουν τη φάση παραγωγής των μερών, τη μεταφορά τους, την κατασκευή, το κόστος λειτουργίας, την απόσυρση και την ανάπλαση του χώρου. Στη περίπτωση των αιολικών στην ανάλυση, (Life Cycle Assessment-LCA), θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δύο κύρια στοιχεία: το σύνολο εκπομπών CO2 (για μια τυπική Α/Γ, ισχύος 2MW ανέρχεται, περίπου, στους 2000 τόνους), καθώς και το energy pay back time (EPBT), δηλαδή η χρονική διάρκεια για να ισοσταθμιστεί η παραγόμενη ενέργεια με αυτή που απαιτείται για την κατασκευή, μεταφορά κλπ. (περίπου 10 μήνες λειτουργίας). Στους παραπάνω υπολογισμούς δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η χρήση ειδικών μετάλλων και σπάνιων γαιών (περίπου 10 kg/MW –κυρίως ψευδάργυρος), που συσσωρεύουν και εξορυκτικά προβλήματα στην πηγή. Η ανακύκλωση των πτερυγίων παρουσιάζει το μεγαλύτερο πρόβλημα, λόγω των υλικών που χρησιμοποιούνται (χυτός ύαλος και ανθρακονήματα), ο διαχωρισμός των οποίων από τα χημικά συγκράτησής των, είναι τεχνολογικά δύσκολη διαδικασία. Πρόσφατα παρουσιάστηκε στη Γερμανία, πειραματικά, πρωτότυπο πτερύγιο 100% ανακυκλώσιμο. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται σημαντική, καθ’ ότι εκτιμάται ότι το 2050, μια τεράστια ποσότητα 43 εκ. τόνων πτερυγίων, που θα έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, θα πρέπει να ανακυκλωθεί και όχι να θάβεται στο έδαφος, ή να μένει σαν κουφάρι σε κατεστραμμένο τοπίο, για να θυμίζει την ανεξέλεγκτη και άναρχη διαδικασία εγκαταστάσεων και το θεσμικό κενό παρακολούθησης και ελέγχων, έχοντας η παρούσα κυβέρνηση αποδυναμώσει ή καταργήσει την απαραίτητη και επιβαλλομένη εμπλοκή των θεσμικών εκπροσώπων των τοπικών κοινωνιών. Η ενεργειακή μετάβαση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, όπου η διάχυση του γνωσιακού κεφαλαίου στην κοινωνία και στους εκπροσώπους της θα τροφοδοτήσει και ισχυροποιήσει τις δυνατότητες συμβολής και παρέμβασης τους, που σήμερα μονοπωλούνται από επιχειρηματικά συμφέροντα.
11
12

H ΛΑΡΚΟ σε κενό Εθνικής Βιομηχανικής Πολιτικής και ο ρόλος του κράτους

Η αντίληψη ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι η μόνη δύναμη παραγωγής καινοτομίας και αποτελεσματικότητας, ενώ το κράτος συνιστά δύναμη αδράνειας και αναποτελεσματικότητας, βραδυκίνητο και συχνά διεφθαρμένο, αναδείχτηκε (ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία) σαν ένας σύγχρονος μύθος. Σήμερα, δύο αντιλήψεις συγκρούονται για την μετα-πανδημική εποχή: από την μια μεριά το μοντέλο της ιδιωτικής επιχείρησης που οδηγείται αποκλειστικά από την επιδίωξη του κέρδους και του εισοδήματος και, από την άλλη, ένα μοντέλο ανάκαμψης βασισμένο στην επιδίωξη ικανοποίησης των συμφερόντων της Εργασίας και της κοινωνίας (Τ.Mencioni, Il Manifesto). . H σύγκρουση για το ποιο μοντέλο θα υιοθετηθεί θα είναι σφοδρή και θα σημαδεύει τις εξελίξεις για πολλά χρόνια. Τα δυο αντιθετικά μοντέλα ανασυγκρότησης κινούνται σε παράλληλους άξονες και στηρίζονται σε διαφορετικές κοινωνικές στοχεύσεις. Το ιδιωτικό μοντέλο είναι γνωστό και διαθέτει την απαραίτητη ισχύ επιβολής στη μισθολογική πολιτική, την απασχόληση και τις αναπτυξιακές προτεραιότητες, διαθέτοντας αποτελεσματικά εργαλεία, όπως οι φορολογικές ελαφρύνσεις, οι απο-ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η περιβαλλοντική νομοθεσία κλπ. Το γεγονός ότι το ίδιο αυτό μοντέλο οδηγησε στη σημερινή κρίση, που επιδεινώθηκε από την πανδημία, δεν φαίνεται να επαρκεί για να αναδειχτεί ο αποτυχημένος του ρόλος. Το εναλλακτικό μοντέλο βασίζεται στην αντιστροφή αυτής της πορείας και βρίσκει έκφραση στην ανάδειξη του κράτους σε ρόλο «επιχειρηματία» στους κλάδους βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών και λειτουργεί σαν μοχλός τεχνολογικής καινοτομίας και στρατηγικός επενδυτής στην οικολογική μεταστροφή της οικονομίας. Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να βασιζεται στην καινοτομία, στην κυκλική οικονομία και να στηρίζεται στην εσωτερική ζήτηση, αντί στην συνεχή απομείωση των μισθών για την υποβοήθηση των εξαγωγών (που άλλωστε δεν έρχονται), το σχετικο περιορισμό των εισοδημάτων που σε αυτό το περιβαλλον επενδυτικής άπνοιας τροφοδοτεί την κερδοσκοπία κλπ. Το κράτος πρέπει να αναλάβει άμεσα το βάρος των επενδύσεων, προσφέροντας αξιοπρεπείς μισθούς και ρυθμίζοντας με τόλμη την μείωση των ωρών εργασίας. Σε ένα τόσο απαιτητικό σενάριο αλλαγών, η Αριστερά εμφανίζεται ανέτοιμη και αμήχανη. Η σύγκρουση μεταξυ των δυο ασύμβατων μεταξυ τους προοπτικών δεν θα επιλυθεί με τεχνικούς όρους, παρά μόνο με την επιστροφή της Πολιτικής.