«Και ύστερα εμείς οι Ελληνες εξακολουθούμε να συζητούμε με τους ανθρώπους αυτούς στα σοβαρά, και τρέμουμε μην προβάλουμε κανένα επιχείρημα ασύμφωνο με την ιστορική αλήθεια. Με ανθρώπους οι οποίοι στο όνομα του κομμουνισμού απολάκτισαν ως αστική πρόληψη κάθε ευλάβεια, ως προς παν ό,τι εμείς θεωρούμε ιστορική αλήθεια και εθνική δικαιοσύνη, και ακολουθούν ως δόγμα τις αρχές του Λένιν, που διακήρυσσε στα 1919: “Θα καταστή ανάγκη να προστρέξωμεν εις όλας τας πανουργίας, εις όλα τα στρατηγήματα, και δεν θα ορρωδήσωμεν προ ουδενός ψεύδους, και ενεργούντες πάντοτε με απάτην, επιτηδειότητα, δόλον, παρανόμους μεθόδους, θα επιτύχωμεν την απόκρυψιν και συγκάλυψιν διά πέπλου της αληθείας […] Εφ’ όσον υφίσταται ο καπιταλισμός, δεν δυνάμεθα να ζήσωμεν εν ειρήνη. Εις το τέλος ο εις ή ο άλλος θα θριαμβεύση […] Μέχρις ότου όμως συμβή τούτο, ο κύριος λόγος είναι να απατώμεν και ελισσώμεθα”».
Η ομολογία του Ανδριώτη είναι πράγματι εκπληκτική. Στην αρχή της παραγράφου δεν διστάζει να δηλώσει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε να χρησιμοποιούμε «επιχειρήματα» που δεν συμβαδίζουν με την ιστορική αλήθεια. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να πάψει να θεωρείται «επιστημονικό» το κείμενο και να το μελετάμε μόνο ως τεκμήριο «ιδεολογικής στράτευσης» την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.