Δημήτρης Ψαρράς: Tο τέλος ενός εφιάλτη
Ο πρώτος που γνώριζε την ασυλία που θα του παρείχε η συνταγματική προστασία της μορφής «κόμμα» ήταν ο ίδιος ο ιδρυτής και ισόβιος αρχηγός της Χρυσής Αυγής, ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος, ο οποίος έσπευσε να υποβάλει αίτηση για ίδρυση κόμματος στον Άρειο Πάγο, με την ονομασία «Λαϊκός Σύνδεσμος» από το 1983, πολύ προτού διανοηθεί να κατεβάσει την οργάνωσή του σε εκλογές, κάτι που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά μόλις έντεκα χρόνια αργότερα, στις Ευρωεκλογές του 1994.
Αυτή η έμπνευση του στενού πυρήνα της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής λειτούργησε ως πραγματική ασπίδα όλα αυτά τα χρόνια. Και παρά το γεγονός ότι άρχισαν να πληθαίνουν οι επιθέσεις των ομάδων κρούσης της Χρυσής Αυγής με στόχους εκείνους που θεωρούσαν οι ναζιστές «εχθρούς» ή «υπανθρώπους», η ηγεσία έμενε στο απυρόβλητο, εφόσον οι διωκτικές αρχές είχαν επαναπαυθεί στη θεωρία ότι οφείλουν να αναζητούν μόνο τους αυτουργούς των εγκλημάτων και όχι την τυχόν ευθύνη της ηγεσίας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Αριστερά ζητούσε να διερευνηθεί στο σύνολό της η Χρυσή Αυγή. Με ερωτήσεις τους στη βουλή, οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ και του τότε Συνασπισμού το ζητούσαν επιτακτικά αλλά έπαιρναν μονίμως την απάντηση ότι «οι ιδέες δεν διώκονται», μόνο «οι πράξεις μπορούν να ελεγχθούν».
Αυτή ήταν η καταφυγή των χρυσαυγιτών μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013. Με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και το λαϊκό ξεσηκωμό που προκάλεσε, βρέθηκαν για πρώτη φορά οι κυβερνώντες μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα κατά μέτωπο. Τότε ήταν που ακολουθήθηκε η -προ ενός έτους- υπόδειξη του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου και διερευνήθηκε το ενδεχόμενο να εμπίπτει η Χρυσή Αυγή στις διατάξεις του άρθρου 187.1 Π.Κ., του «αντιτρομοκρατικού» δηλαδή νόμου που θεσπίστηκε το 2001 και μ’ αυτό δικάστηκαν οι συλληφθέντες της «17 Νοέμβρη».