Macro

Δημήτρης Ψαρράς: Tο τέλος ενός εφιάλτη

Μπορεί τώρα πια όλα να φαίνονται απλά, και η συντριβή της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης να θεωρείται δεδομένη σε όλα τα επίπεδα -πολιτικό και δικαστικό- αλλά όταν ξεκίνησε τη δράση της η Χρυσή Αυγή τίποτα δεν ήταν εύκολο. Η κάλυψη μιας εγκληματικής οργάνωσης με τον μανδύα πολιτικού κόμματος, το οποίο κατά καιρούς κατεβαίνει και στις εκλογές έμοιαζε να εξοπλίζει με υπερδυνάμεις μια περιθωριακή γκρούπα που επιχειρούσε να μιμηθεί τα πρώτα βήματα του χιτλερικού κόμματος, του NSDAP, και τις ομάδες κρούσης του, τα περιβόητα Τάγματα Εφόδου.

Ο πρώτος που γνώριζε την ασυλία που θα του παρείχε η συνταγματική προστασία της μορφής «κόμμα» ήταν ο ίδιος ο ιδρυτής και ισόβιος αρχηγός της Χρυσής Αυγής, ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος, ο οποίος έσπευσε να υποβάλει αίτηση για ίδρυση κόμματος στον Άρειο Πάγο, με την ονομασία «Λαϊκός Σύνδεσμος» από το 1983, πολύ προτού διανοηθεί να κατεβάσει την οργάνωσή του σε εκλογές, κάτι που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά μόλις έντεκα χρόνια αργότερα, στις Ευρωεκλογές του 1994.

Αυτή η έμπνευση του στενού πυρήνα της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής λειτούργησε ως πραγματική ασπίδα όλα αυτά τα χρόνια. Και παρά το γεγονός ότι άρχισαν να πληθαίνουν οι επιθέσεις των ομάδων κρούσης της Χρυσής Αυγής με στόχους εκείνους που θεωρούσαν οι ναζιστές «εχθρούς» ή «υπανθρώπους», η ηγεσία έμενε στο απυρόβλητο, εφόσον οι διωκτικές αρχές είχαν επαναπαυθεί στη θεωρία ότι οφείλουν να αναζητούν μόνο τους αυτουργούς των εγκλημάτων και όχι την τυχόν ευθύνη της ηγεσίας.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Αριστερά ζητούσε να διερευνηθεί στο σύνολό της η Χρυσή Αυγή. Με ερωτήσεις τους στη βουλή, οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ και του τότε Συνασπισμού το ζητούσαν επιτακτικά αλλά έπαιρναν μονίμως την απάντηση ότι «οι ιδέες δεν διώκονται», μόνο «οι πράξεις μπορούν να ελεγχθούν».

Αυτή ήταν η καταφυγή των χρυσαυγιτών μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013. Με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και το λαϊκό ξεσηκωμό που προκάλεσε, βρέθηκαν για πρώτη φορά οι κυβερνώντες μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα κατά μέτωπο. Τότε ήταν που ακολουθήθηκε η -προ ενός έτους- υπόδειξη του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου και διερευνήθηκε το ενδεχόμενο να εμπίπτει η Χρυσή Αυγή στις διατάξεις του άρθρου 187.1 Π.Κ., του «αντιτρομοκρατικού» δηλαδή νόμου που θεσπίστηκε το 2001 και μ’ αυτό δικάστηκαν οι συλληφθέντες της «17 Νοέμβρη».

Από την πλευρά της Αριστεράς υπήρχε σοβαρή αντίρρηση για τη διατύπωση αυτού του άρθρου, επειδή για την εφαρμογή του αρκεί η εγκληματική οργάνωση να έχει συγκροτηθεί, επειδή «επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων». Μ’ αυτό τον τρόπο φαινόταν ότι διώκεται η πρόθεση ή το φρόνημα μιας ομάδας και όχι η εγκληματική της δράση. Αλλά στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ισχύει, μάλιστα, το αντίθετο. Μέχρι το 2013 είχαν καταγραφεί δεκάδες αιματηρές επιθέσεις της οργάνωσης και μεταξύ αυτών αρκετά κακουργήματα. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν επιβεβλημένη η συνεκδίκαση σ’ αυτή τη δίκη πολλών διαφορετικών υποθέσεων, επειδή μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατή η επιβεβαίωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, δηλαδή η διάπραξη «περισσότερων κακουργημάτων». Κάθε μεμονωμένη εκδίκαση υπόθεσης θα οδηγούσε το πολύ στην καταδίκη ενός δράστη και δεν θα ακουμπούσε την ηγεσία που διέτασσε τις ομάδες κρούσης.

Αυτός είναι ο λόγος που ορθώς έγινε μια τόσο μεγάλη δίκη. Και ας μη διαμαρτύρονται για τη μεγάλη διάρκειά της οι κάθε λογής «ειδικοί» ποινικολόγοι. Η παρέμβασή τους είναι εκ του πονηρού. Ας θυμηθούν ότι στην Γερμανία η δίκη της τρομοκρατικής ναζιστικής οργάνωσης NSU με τέσσερις μόνο κατηγορούμενους και ασφαλώς πολύ λιγότερες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις κράτησε κι εκείνη πεντέμισι χρόνια.

Έχει ενδιαφέρον και το γεγονός ότι από το 2001, την εποχή δηλαδή που συζητιόταν στη Βουλή το άρθρο 187.1, ο μόνος που φανταζόταν ότι μπορεί να εφαρμοστεί εναντίον της Χρυσής Αυγής ήταν η ίδια η ηγεσία της οργάνωσης. Με άρθρο στην ομώνυμη εφημερίδα, η οργάνωση αναρωτιόταν «Πού στοχεύει ο νόμος; Στους τρομοκράτες ή μήπως σε κάθε πολιτικό οργανισμό που αντιτίθεται στα σχέδια της παγκοσμιοποίησης;». Και λίγο παρακάτω: «Μήπως κάποιες καθ’ όλα νόμιμες πολιτικές κινήσεις πρόκειται να βαπτιστούν ή έχουν ήδη βαπτιστεί “εγκληματικές” επειδή έτσι βολεύει το κρατούν πολιτικό σύστημα; Μήπως με τις “εγκληματικές τους πράξεις” οι πράκτορες τελικά θα βαπτίζουν εγκληματικές κάποιες καθ’ όλα νόμιμες οργανώσεις;» (23.3.2001).

Τώρα καταλαβαίνουμε το φόβο του Μιχαλολιάκου και της στενής ναζιστικής ομάδας. Αυτοί γνώριζαν τι έκαναν και πώς το έκαναν. Και στις διατάξεις του άρθρου αναγνώρισαν τον εαυτό τους. Όσο για τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης που διερεύνησε το δικαστήριο, προκαλώντας και πάλι διαμαρτυρίες για «έλεγχο φρονήματος», ασφαλώς οι κατηγορίες αυτές διατυπώθηκαν από όσους δεν είχαν ιδέα για το περιεχόμενο αυτής της δίκης. Χωρίς τον φανατικό ναζιστικό χαρακτήρα είναι ακατανόητος ο τρόπος που διάλεγε τους στόχους της και δρούσε η Χρυσή Αυγή. Όσοι ακόμα αναρωτιούνται, ας περιμένουν την καθαρογραφή της απόφασης και θα καταλάβουν.

Δημήτρης Ψαρράς

Πηγή: Η Εποχή