Κίμπι

18
10

Η ζωή στα σύννεφα

Οπότε, το αγωνιώδες ερώτημα που προκύπτει είναι πού πάνε τα δεδομένα μας, οι σκέψεις, οι εκμυστηρεύσεις μας, τα μυστικά μας, οι βρομιές μας, οι κωδικοί πρόσβασης σε κάθε είδους λογαριασμό μας, οι συνομιλίες κι οι καβγάδες μας στο κινητό ή στα κοινωνικά δίκτυα, τα τσάτρουμ και τα μέσεντζερ; Πού φυλάσσονται τα μεγάλα δεδομένα που διαθέτουν τα κράτη για την ασφάλεια των πολιτών τους, για τη λειτουργία των διοικητικών μηχανισμών, για τη διασύνδεση επιχειρήσεων, τραπεζών, καταναλωτών, για την ασφάλεια των πτήσεων και κάθε είδους επίγειων μετακινήσεων, για την άμυνα και την προστασία μιας χώρας από εξωτερικές απειλές; Με λίγα λόγια: πού αποθηκεύονται τα συστατικά της κυριαρχίας κάθε κράτους και της ιδιωτικότητας των πολιτών του; Στο cloud είναι η απάντηση που θα έδινε με την άψογη αμερικανική προφορά του ο Μητσοτάκης, στο «νέφος» μάς παραπέμπουν και οι απαντήσεις όλων των εκπροσώπων των ψηφιακών κολοσσών που «έχουν τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων μας, του οργασμού, της πείνας μας, της μάρκας των τσιγάρων μας», κι ας το ’χουμε κόψει. Στο νέφος, αδερφές μου, στο νέφος, μας παραπέμπουν και ο Γκέιτς, ο Μπέζος, ο Ζούκενμπεργκ, ο Πέιτζ και ο Μπριν που απλώνουν εδώ και χρόνια- πριν ο Κυριάκος ανακαλύψει την Αμερική και τη Microsoft- δεκάδες κέντρα δεδομένων σε όλο το πλάτος της πυκνοκατοικημένης εύκρατης ζώνης του πλανήτη, σαν ζώνη ελέγχου ή σαν ψηφιακή εκδοχή του Πανοπτικού του Μπένθαμ. Εκεί, μεταξύ των δισεκατομμυρίων ατομικών και κεντρικών σέρβερ, δικτύων οπτικών ινών, κεραιών, συχνοτήτων και δορυφόρων αναπτύσσεται στην κυριολεξία μια δεύτερη ζωή μας. Ζωή στα σύννεφα που θα ήταν παραδεισένια αν ξέραμε πως έχουμε τον έλεγχό της. Αλλά δεν τον έχουμε, είναι βέβαιο. Ο λυτρωτικός, απελευθερωτικός χαρακτήρας της τεχνολογίας αντιστρέφεται από τη στιγμή που κατανοούμε ότι μια πολύ μικρή ομάδα ψηφιακών κολοσσών, που η χρηματιστηριακή τους αξία υπερβαίνει κατά πολύ το ΑΕΠ όλης της Ε.Ε. των 27, καταλαμβάνει χωρίς τον παραμικρό μέχρι στιγμής έλεγχο την τεράστια αγορά των μικρών και μεγάλων δεδομένων, τη ζωή στα σύννεφα 7,5 δισ. ανθρώπων. Το γεγονός ότι περίπου 1 στους 3 Ευρωπαίους πολίτες, σύμφωνα με τη Eurostat, δεν εμπιστεύεται προσωπικές πληροφορίες και δεδομένα στα επιχειρηματικά ή κοινωνικά δίκτυα δεν είναι προϊόν δαιμονοποίησης της τεχνολογίας, αλλά διαίσθηση του κινδύνου που συνιστά η τεράστια ισχύς που αποκτά μια δεκάδα πολυεθνικών. Που εκτός από ανεξέλεγκτη φοροαποφυγή θέλουν να εξασφαλίσουν ασυλία στη διαχείριση της τεράστιας αγοράς δεδομένων, μικρών και μεγάλων, ατομικών και συλλογικών. Το πρόβλημα με τη δεύτερη ζωή μας στα σύννεφα, όπως και με τη ζωή μας στα δίκτυα και τις συχνότητες, δεν είναι η μεταφυσική ιδέα ότι αυτή η περίπλοκη τεχνολογία κάποια στιγμή θα αυτονομηθεί ακόμη και από τους δημιουργούς και κατόχους της και θα στραφεί εναντίον μας, όπως ο HAL στην «Οδύσσεια του Διαστήματος». Αλλά αντιθέτως, ότι μονοπωλείται από μια στενή ομάδα σκληρά ανταγωνιζόμενων κολοσσών, που λειτουργούν ως παγκόσμια υπερκράτη, με τα κράτη και τις κυβερνήσεις αμήχανους παρατηρητές, αλλά και πρόθυμους πελάτες. Τα παγκόσμια μονοπώλια του νέφους και της διασύνδεσης είναι περίπου ότι ήσαν η Βρετανική και Ολλανδική Εταιρείες Ανατολικών Ινδιών για σχεδόν δύο αιώνες: συμμορίες εμπόρων, τραπεζιτών, πειρατών, αποικιοκρατών και κατσαπλιάδων που εξασφάλισαν κυριαρχία κράτους πάνω από τα κράτη.
06
10

Φούμο στο FoMO

Το πραγματικό κοινωνικό δίλημμα της εποχής το έθεσε -εν τη αφελεία της;- η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα προ ημερών, διακηρύσσοντας ότι η πανδημία αποτελεί ευκαιρία να διορθώσουμε τον καπιταλισμό, «ενισχύοντας την αίσθηση δικαιοσύνης, χωρίς αποκλεισμούς». Α γεια σου, Κρισταλίνα, τώρα μας έσπρωξες στο σωστό ερώτημα, στο πυρηνικό δίλημμα: Διορθώνεται ο καπιταλισμός, καρδιά μου; Είναι συμβατός με την κοινωνική δικαιοσύνη; Μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς να διευρύνει τις ανισότητες, χωρίς να αποκλείει κατά δισεκατομμύρια τους ανθρώπους όχι μόνο από τον ωκεανό της πληροφορίας, αλλά πολύ συχνά από τους στοιχειώδεις όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης; Αν απαντήσουμε σ’ αυτό το κοινωνικό δίλημμα, νομίζω ότι μπορώ να ζήσω τις υπόλοιπες λίγες δεκαετίες της ζωής μου χωρίς να ξέρω όσα δεν ξέρω και χωρίς ενοχές που δεν τα ξέρω. Ρίχνοντας φούμο στο FoMO. Εξάλλου, ο πρώτος διδάξας Σωκράτης – Πλάτωνας, με το «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα» (έστω κι αν δεν το είπε έτσι ακριβώς) μας υπενθυμίζει ότι η αποδοχή της άγνοιάς μας είναι μια καλή αρχή για να μάθουμε κάτι.
14
09

Οι όμορφες φούσκες, όμορφα σκάνε

Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο πολύ εγγύς μέλλον -κι εννοώ μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές- είναι μια τριπλή καταστροφή: Πρώτα, ένα εκκωφαντικό σκάσιμο της τελευταίας χρηματιστηριακής φούσκας στις ΗΠΑ, με ισχυρή μεταδοτικότητα σε όλο τον κόσμο, χειρότερη κι από αυτή του κορονοϊού. Δεύτερον, μια θεαματική διάψευση των προσδοκιών για ανακουφιστική ανάκαμψη των οικονομιών το δεύτερο τρίμηνο -μέχρι στιγμής οι καταμετρητές του κόσμου μάς νανουρίζουν ότι όλα θα πάνε καλύτερα από τούδε και στο εξής. Το τρίτο και φαρμακερό θα είναι να διαψευστεί η ρεαλιστική εκτίμηση ήττας του Τραμπ-«όλα τα κάναμε τέλεια» και να μας εύρει ο ντουβρουτζάς μιας επανεκλογής του. Αυτό θα ήταν η τέλεια φούσκα, η τέλεια καταιγίδα, η τέλεια καταστροφή. Ο Τραμπ είναι ο μεγάλος τροφοδότης της αμερικανικής φούσκας, ο Τραμπ είναι επίσης αυτός που μπορεί να προκαλέσει το καταστρεπτικό σκάσιμό της. Και ο Τραμπ είναι αυτός που μπορεί να μετατρέψει την πανδημία του Covid- 19 σε υγειονομικό ολοκαύτωμα. Και η επαναλαμβανόμενη χρήση του ονόματος του Τραμπ γίνεται με την κρυφή ελπίδα να πιάσει το ξόρκι της γρουσουζιάς...
07
09

Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας

Απέναντι στο «πνεύμα της Φιλαδέλφειας», που διακήρυσσε ότι «η διαρκής ειρήνη δεν δύναται να εδραιωθεί, ειμή μόνον εάν βασίζεται επί της κοινωνικής δικαιοσύνης», ορθώθηκε το θατσερικό δόγμα: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άτομα που παλεύουν άγρια να επιβιώσουν». Απέναντι στα αιτήματα για κοινωνικές πολιτικές ενίσχυσης των φτωχότερων στρωμάτων, αντιτάχθηκε η αντίληψη ότι οι επιδοματικές πολιτικές κάνουν τους ανθρώπους νωθρούς, τεμπέληδες και βλάκες (εδώ και χρόνια τα επισημότερα κείμενα της Ε.Ε. μιλούν για την «παγίδα των επιδομάτων» ανεργίας και πρόνοιας). Απέναντι στην απαίτηση για αναδιανεμητική φορολογία, αντιπαρατάσσεται η απαίτηση απαλλαγής της επιχειρηματικότητας από τους επαχθείς φόρους που πνίγουν τις επενδύσεις. Με λίγα λόγια, το μήνυμα του συρφετού της ατομικής ευθύνης είναι απλό, όπως αυτό που περιμένει την κατά Θανάση Παπακωνσταντίνου Περσεφόνη στην είσοδο του Αδη: «Και να σου πλησιάζουνε, ανδρείκελα που μοιάζουνε./ Περίεργα κοιτάνε, μα δε με βοηθάνε./“Βγάλ’ τα πέρα μοναχή σου, όπως κάναμ’ όλοι μας,/ ωχ! ωχ! ω! γαμώ το πορτοφόλι μας”». Είμαστε στην αιχμή μιας τελικής αναμέτρησης. Η πανδημία, παρ’ ότι αποτελεί κατ’ εξοχήν πεδίο εθνικής και διεθνούς συνεργασίας, για το επιθετικότερο τμήμα του νεοφιλελεύθερου συρφετού θεωρείται ιδεώδης ευκαιρία απαλλαγής από τα «αντιπαραγωγικά καρκινώματα» της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης· εξαφάνισής τους από κάθε θεσμό και μηχανισμό του κράτους και των διεθνών οργανισμών. Ο συρφετός διακηρύσσει ξεδιάντροπα: «Αφήνουμε προς το παρόν το κράτος να κάνει τη βρόμικη και δαπανηρή δουλειά αντιμετώπισης του Covid-19. Μετά θα λογαριαστούμε μια και καλή, ξηλώνοντας τα τελευταία απομεινάρια ψευδο-ανθρωπισμού. Μετά βγάλτε τα πέρα μόνοι σας! Είμαστε βέβαιοι ότι οι ευφυείς, υγιείς, ωραίοι, δυνατοί, ευέλικτοι και ανταγωνιστικοί θα τα καταφέρουν μια χαρά. Αληθινή δικαιοσύνη είναι η επιβίωση των άξιων».
24
08

H Apple ως συνεκδοχή του μέλλοντός μας

Είμαστε παρατηρητές -και άθελά μας συναυτουργοί- μιας δραστικής μετάλλαξης του όλου καπιταλισμού σε ένα υβρίδιο στο οποίο το κυρίαρχο τεχνολογικό πρότυπο απορροφά και μεταβολίζει όλα τα υπόλοιπα - από τις αποστολές στο διάστημα μέχρι τον τουρισμό στα νησιά και από την υποθαλάσσια εξόρυξη υδρογονανθράκων μέχρι την καλλιέργεια του μαϊντανού - σε ένα ενιαίο αλγοριθμικό σύμπαν που κυβερνά και την παραγωγή και την κατανάλωση και την προσφορά και τη ζήτηση. Ετσι η ψηφιακή τεχνολογία, που κατά τους πιονιέρους της -μεταξύ τους και του μακαρίτη Στιβ Τζομπς της Apple- υποτίθεται ότι θα επέφερε τον εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού, γίνεται ο μοχλός της πιο ολοκληρωτικής εκδοχής του. Πάρτε τα δύο πιο λαμπρά αστέρια του γενναίου νέου κόσμου, την Apple και την Tesla. Τα προϊόντα της πρώτης, παρά τη δημοφιλία τους, απευθύνονται σε λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι τιμές του iPhone 12 κυμαίνονται από 700 έως 1.200 ευρώ, τα Mac Pro πάνε από 6.000 ευρώ και πάνω. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Tesla απευθύνονται σε ακόμα λιγότερους, προς το παρόν στο πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι μετοχές των δύο εταιρειών απογειώνονται ακριβώς γιατί σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, που έχει οδηγήσει ένα τεράστιο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού σε φτωχοποίηση, σε απώλεια της δουλειάς και του εισοδήματός του, υπάρχουν αρκετοί πλούσιοι για να εκτινάσσουν τις πωλήσεις της Tesla και της Apple. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για παράλληλο σύμπαν. Το ένα προϋποθέτει το άλλο. Ο μαζικός αποκλεισμός πληθυσμού από στοιχειώδεις όρους επιβίωσης -μια θέση εργασίας, ένα εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης, πρόσβαση σε ένα επαρκές δημόσιο σύστημα υγείας, εκπαίδευση και διαρκής κατάρτιση στις ιλιγγιωδώς αναπτυσσόμενες νέες τεχνολογίες- είναι και προϋπόθεση και αποτέλεσμα της συσσώρευσης τεράστιου πλούτου σε όλο και μικρότερες ομάδες πληθυσμού μέσω του δαιμόνιου αλγοριθμικού καζίνου.
11
08

Πολιτική οικονομία της μαρμελάδας

Υπάρχει πράγματι μια αυθεντική πολιτική οικονομία της μαρμελάδας, όπως υπάρχει η πολιτική οικονομία του μελιού, μια αυθεντική οικονομία κλοπής, υπεξαίρεσης και απαλλοτρίωσης, που δεν είναι της παρούσης. Η πολιτική οικονομία της μαρμελάδας, διατυπωμένη τον 19ο αιώνα από τον Λιούις Κάρολ, στο σίκουελ της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων», συνίσταται στον απλούστατο κανόνα της Βασίλισσας: «Μαρμελάδα χθες, μαρμελάδα αύριο, αλλά ποτέ μαρμελάδα σήμερα». Οι μεσήλικες και άνω πιθανότατα κατανοούν την ευρύτατη χρήση του κανόνα της μαρμελάδας, που τριχοτομεί τον πολιτικό χρόνο σε ένα αμαρτωλό και ενοχικό παρελθόν, σε ένα οραματικό μέλλον και σε ένα εφικτό και -συνήθως- οδυνηρό παρόν. Το πρόβλημα αυτής της τριχοτόμησης είναι ότι οι κοινοί θνητοί, αποδέκτες των προϊόντων της πολιτικής οικονομίας της μαρμελάδας, είναι αδύνατο να τραφούν μόνο με μνήμες και ενοχές για το παρελθόν ή με μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον. Τρέφονται αποκλειστικά με «παρόν». Από τις τρεις εκδοχές μαρμελάδας της Βασίλισσας μόνο η «μαρμελάδα σήμερα» είναι βρώσιμη. Οι άλλες δύο μαρμελάδες είτε απλώς οξύνουν το αίσθημα της ανικανοποίητης πείνας είτε, αντιθέτως, προκαλούν τη μέχρι αηδίας αίσθηση κορεσμού. Ο πονηρός συλλογισμός του κανόνα της μαρμελάδας είναι ότι ο λόγος που στερείστε τη μαρμελάδα σήμερα είναι πως καταναλώσατε υπερβολική μαρμελάδα στο παρελθόν, πιθανότατα φτάνοντας με επικίνδυνους ακροβατισμούς το φυλαγμένο στα ψηλά ράφια βάζο. Προϋπόθεση, λοιπόν, για να έχετε επαρκή μαρμελάδα στο μέλλον είναι να τη στερηθείτε σήμερα. Αυτό, άλλωστε, παραμένει ώς σήμερα η κυρίαρχη ερμηνεία για ό,τι υπέστη η οικονομία και η κοινωνία τη δεκαετία των μνημονίων. Είναι ο απόηχος του παγκάλειου «μαζί τα φάγαμε», του οποίου ποικίλες εκδοχές, λίγο πιο περίτεχνες και επιστημονικοφανείς, ακούμε και σήμερα. Οι ψηλές συντάξεις, άρα οι συνταξιούχοι φταίνε για τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος. Ο εφησυχασμός των ανέργων στα ανεπαρκή προσόντα τους φταίει για την ανεργία τους. Η διοχέτευση των δημόσιων πόρων σε καταναλωτικές δαπάνες φταίει για το παραγωγικό και επενδυτικό έλλειμμα της χώρας. Κι είναι αληθινά εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη επαναλαμβάνει τον κανόνα της μαρμελάδας, αποτελώντας υπόδειγμα επιστημονικοφανούς λαϊκισμού: αυτά που περιγράφει ως «πληγές» της ελληνικής οικονομίας -οι χαμηλές επενδύσεις, το αποταμιευτικό κενό, η τεράστια πιστωτική επέκταση, τα ελλείμματα, η χαμηλή παραγωγικότητα, η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό- παρουσιάζονται όχι ως το αποτύπωμα των επιλογών των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, των κυρίαρχων επιχειρηματικών καρτέλ και του πελατειακού καπιταλισμού α λα ελληνικά, αλλά ως προϊόντα «αυθόρμητων» επιλογών της κοινωνίας, των μικροεπιχειρηματιών, των καταναλωτών, των εργαζόμενων και των κηφήνων. Ητοι, ως προϊόν μιας απληστίας για υπερβολική, μέχρι διαβητικού κώματος, κατανάλωση μαρμελάδας που τώρα υποχρεούμαστε να τη στερηθούμε προκειμένου να ξανάχουμε μαρμελάδα αύριο, στο εγγύς ή στο απώτατο μέλλον.