Αννέτα Καββαδία

18
04

Αννέτα Καββαδία: Το ΚΕΘΕΑ ως δείγμα πολιτικής

Αυτή, λοιπόν, τη στιγμή, του αυξημένου στρες και των ψυχολογικών αδιεξόδων της πανδημίας, αποφασίζει η κυβέρνηση να χτυπήσει. Αποφασίζει πως δεν χρειάζονται καν προσχήματα, πως θα επιτεθεί σε ό,τι μπορεί να στέκεται όρθιο και να θυμίζει πως δικαίωμα στη ζωή, δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία έχουν όλοι. Αποφασίζει να γκρεμίσει ό,τι συμβάλλει στην αποδοχή της διαφορετικότητας και στην καταπολέμηση του στίγματος. Και το κάνει απολύτως συνειδητά. Όχι γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά γιατί δεν θέλει. Σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής της, και ενώ η πανδημία σαρώνει τα πάντα, διακρίνουμε μια κατά μέτωπο επίθεση στον «εχθρό λαό», που βρίσκεται σε καραντίνα. Μια επίθεση που ισχύει στο πολλαπλάσιο για τους «αόρατους» ανθρώπους -έτσι όπως αυτοί περιγράφηκαν πιο πάνω- και οι οποίοι αν κάνουν το… λάθος να διεκδικήσουν τη ζωή τους ξανά, μέσα μάλιστα από δημοκρατικές διαδικασίες, όπου το «μαζί» και το «εμείς» είναι η κινητήρια δύναμη, όπως στην περίπτωση του ΚΕΘΕΑ, οδηγούνται και πάλι στο περιθώριο. Και αυτό ακριβώς είναι ο ορισμός της πολιτικής χυδαιότητας. Η εφαρμογή, ωστόσο, από την κυβέρνηση του δόγματος «το κάνω γιατί μπορώ», με έκδηλη μάλιστα την περιφρόνηση και την αφ’ υψηλού προσέγγιση μιας δύσκολης πραγματικότητας, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στους κόλπους των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, δεν πρέπει να μας ξενίζει. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας πολιτικής κάστας εμφορούμενης από τις αρχές και τα ιδεώδη της Δεξιάς. Χαρακτηριστικό, δε, της απαξίας με την οποία αντιμετωπίζουν το όλο θέμα, είναι το γεγονός ότι «διάψευση» στα όσα κατά κόρον γράφονται για τις επιχειρούμενες αλλαγές στο ΚΕΘΕΑ -μετά και το θόρυβο που προκλήθηκε- έβγαλε το Παρατηρητήριο Fake News της ΝΔ και όχι το εποπτεύον υπουργείο Υγείας!
11
04

Αννέτα Καββαδία: Δημοσιότητα με κάθε τίμημα;

Η επιλεκτικότητα δεν είναι δείγμα ελιτισμού αλλά συνέπειας. Και η προνοητικότητα και η αποφυγή παγίδων, δείγμα ωριμότητας και πολιτικής υπευθυνότητας. Και ναι μεν η υπόθεση Φουρθιώτη είναι μια ακραία περίπτωση, με αφορμή όμως αυτή (ξανα)μπαίνει στο τραπέζι το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος, το πώς η τηλεοπτική πραγματικότητα τείνει να αντικαταστήσει τη ζώσα πολιτική, το γιατί εκπρόσωποι όλου του πολιτικού φάσματος (μηδέ της Αριστεράς εξαιρουμένης) αρκούνται –και ανέχονται– να γίνονται «ντεκόρ» στην παράσταση του κάθε παρουσιαστή μόνο και μόνο για να συμμετέχουν σε εκπομπές υψηλής τηλεθέασης.
04
04

Αννέτα Καββαδία: Βλέπω σημαίνει κατανοώ;

Το ότι για πρώτη φορά, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρήθηκε να μπει τάξη σε ένα άναρχο και έξω από κάθε θεσμικό έλεγχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, υποχρεώνοντας τους επιχειρηματίες του χώρου να βάλουν το χέρι στην τσέπη, είναι κάτι το οποίο δεν συγχωρείται. Παρά τα λάθη και τις αδυναμίες, παρά τη χαμένη ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο ενημέρωσης στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, παρά τους ερασιτεχνισμούς και τις αστοχίες, το αποτύπωμα της προσπάθειας παραμένει. Και αυτό είναι κάτι που επίσης δεν συγχωρείται. Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζουν καλά πως με εμφανέστατη την αποτυχία διαχείρισης της πανδημίας, με δεδομένη την αποκαρδιωτική εικόνα των οικονομικών μεγεθών, με ορατές –και διογκούμενες– τις κοινωνικές αντιδράσεις, θα χρειαστούν, περισσότερο παρά ποτέ, τη συνδρομή και την κάλυψη των ισχυρών τους φίλων. Η απόπειρα λοιπόν μετατροπής των θυμάτων σε θύτες, ο εξωραϊσμός και η απόκρυψη διαχρονικών ευθυνών, η αναπαραγωγή και η συντήρηση του «αμαρτωλού» τριγώνου Κόμμα-ΜΜΕ-Τράπεζες, δεν αποσκοπούν σε τίποτα άλλο από τη διαιώνιση ενός παρασιτικού μοντέλου υποταγής της πολιτικής στα επιχειρηματικά συμφέροντα με αντάλλαγμα την απρόσκοπτη επικράτηση των «πρόθυμων». Και οι δημοσιογράφοι;, θα αναρωτηθεί κανείς. Επικαλούμαι τη φράση του γάλλου θεωρητικού Ρολάν Μπαρτ: «Κοιτάζοντας, ξεχάσαμε πως ίσως μας κοιτούν κι εμάς»…
30
03

Αννέτα Καββαδία: Αλαζονεία και εξουσία

Θιασώτες μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, με έντονη τη μυρωδιά του αυταρχισμού, μετέρχονται κάθε πρακτικής που εξυπηρετεί το σκοπό τους χωρίς να ορρωδούν προ ουδενός. Γνωρίζουν καλά πως από την άσκηση έως την κατάχρηση της εξουσίας, η απόσταση είναι μικρή. Και ορμώμενοι από μια αίσθηση παντοδυναμίας, ατιμωρησίας, αλλά και σαφούς ιδεολογικοπολιτικής στάσης, επιλέγουν απολύτως συνειδητά να διολισθήσουν. Η κανονικοποίηση, για παράδειγμα, της αδιαφάνειας στη διαχείριση δημόσιου χρήματος, η αστυνομοκρατική επιβολή αντιφατικών μέτρων για την πανδημία, η προσπάθεια οικοδόμησης μιας κραταιάς αστυνομικής δημοκρατίας, τα εξώδικα εναντίον εφημερίδων και τα εντάλματα σύλληψης εναντίον δημοσιογράφων, είναι στοιχεία απολύτως ενδεικτικά. Προφανώς και η αλαζονεία της εξουσίας, δεν γνωρίζει από κομματικά στεγανά. Κατά τη γνωστή ρήση του λόρδου Άκτον «η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Το μείζον, λοιπόν, είναι να αναγνωρίζει κανείς τα σημάδια. Και να τα απομονώνει εν τη γενέσει τους. Να γίνεται ξεκάθαρο πού αποσκοπεί η ενασχόληση με τα κοινά. Και να υπάρχουν αντιστάσεις. Όπως γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο του «Η άνοδος της ασημαντότητας» (εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία): «η αποσύνθεση γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την εξαφάνιση των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών. Και αυτό απειλεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του ίδιου του συστήματος. Όταν δηλώνεται ανοιχτά, όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το υπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το “πλουτίστε” (και η δόξα της δήλωσης αυτής ανήκει, σ’ ό,τι αφορά τη Γαλλία, στους σοσιαλιστές, οι οποίοι την έκαναν με έναν τρόπο που η Δεξιά δεν είχε τολμήσει να την κάνει), μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σ’ αυτή τη βάση».
22
03

Αννέτα Καββαδία: «Επιστροφή» στην πολιτική για τη γενιά της κρίσης;

[Η κυβέρνηση] έχοντας, εδώ κι ένα χρόνο, χρησιμοποιήσει την πανδημία ως άλλοθι, προκειμένου να περάσει όλη την ατζέντα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, καταφεύγει σε πρακτικές καθόλου ξένες με την ιδεολογία και την παράδοση της Δεξιάς: βία, καταστολή, αυταρχισμός. Μόνο που τα χτυπήματα πάνω στα σώματα νέων ανθρώπων, δεν θα μένουν ποτέ αναπάντητα. Όχι μόνο από τους ίδιους. Αλλά και από ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών. Στους οποίους ξυπνάνε μνήμες, τις οποίες ξορκίζουν. Κι όσο στη δημόσια σφαίρα -και με την ανοχή της κυβέρνησης- δικαιολογούνται συμπεριφορές που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, όσο συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι της ΕΛΑΣ χαρακτηρίζουν διαδηλωτές σαν «απλυταριό», όσο οι καταγγελίες για ξυλοδαρμούς και σεξουαλικές επιθέσεις από όργανα της ΕΛΑΣ δεν διερευνώνται όπως πρέπει, όσο εξακολουθεί να παρουσιάζεται σαν πετυχημένη η εξώφθαλμη κυβερνητική ολιγωρία στη διαχείριση της πανδημίας, όσο εξακολουθεί να απουσιάζει έστω υποψία αυτοκριτικής ή ανάληψη έστω της παραμικρής ευθύνης, όσο κορυφαία κυβερνητικά στελέχη καταφεύγουν σε μισαλλόδοξα και διχαστικά παραληρήματα, τόσο η οργή θα φουντώνει. Και οι φέροντες αυτή την οργή δεν είναι υποχείρια, ούτε ενεργούμενα καμιάς πολιτικής δύναμης.
15
03

Αννέτα Καββαδία: «Περάστε από το τμήμα δι’ υπόθεσίν σας»

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και η κυβέρνησή του, δεν μπορούν πια να κρυφτούν πίσω από την ακριβοπληρωμένη ασυλία που τους παρέχουν τα ΜΜΕ. Ο μανδύας του «άριστου» (νεο)φιλελεύθερου κατάντησε πουκάμισο αδειανό, αφού η εμμονική του σχεδόν προσήλωση στον αυταρχισμό -σε συνδυασμό με την ανικανότητα διαχείρισης της πανδημίας, τις τραγικές ελλείψεις στο ΕΣΥ, αλλά και την οικονομική ασφυξία- προκαλεί πλέον ακόμα και τους θιασώτες του γνήσιου φιλελευθερισμού, οι οποίοι δεν μπορούν να δεχθούν ότι ο αστυνομικός χτυπά πια και τη δική τους πόρτα. Η Νέα Σμύρνη και το Χαλάνδρι δεν είναι, άλλωστε, τα κατασυκοφαντημένα Εξάρχεια, για να μπορεί το παραμύθι να έχει δράκο. Και είναι αυτό ακριβώς που φοβάται ο πρωθυπουργός. Το απολύτως υποκριτικό, λοιπόν, μήνυμά του για αυτοσυγκράτηση και η απεγνωσμένη του προσπάθεια να φορτώσει στους πολιτικούς του αντιπάλους, εν προκειμένω στον ΣΥΡΙΖΑ, την ευθύνη για τη διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, πέρα από το ότι δείχνει ξεκάθαρα την ανησυχία του για το εύρος των κοινωνικών αντιδράσεων, δεν πείθει. Οι κραυγές «πάμε να τους σκοτώσουμε», που ακούγονται ξεκάθαρα σε βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, από άντρες της ομάδας «Δράση», είναι αποτέλεσμα της δικής του πολιτικής και δείχνουν πώς εννοούν τα «λυμένα χέρια», για τα οποία μιλούσαν οι συνδικαλιστές της ΕΛΑΣ δύο μόλις μέρες μετά τις εκλογές του ’19. Και για αυτές τις κραυγές, φέρει ακέραια την πολιτική ευθύνη.
08
03

Αννέτα Καββαδία: Η χαμένη τιμή της (πολιτικής) ευθιξίας

Δεν είναι τυχαία, για παράδειγμα, η σχεδόν εμμονική άρνηση της υπουργού Πολιτισμού να αναλάβει οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη στο μείζον θέμα Λιγνάδη. Ή η υπεροπτική και αλαζονική συμπεριφορά της υπουργού Παιδείας έναντι όλων (ακόμα και όταν βοούν, με στοιχεία, οι απευθείας αναθέσεις χιλιάδων ευρω σε τομείς του χαρτοφυλακίου της). Ή οι προκλητικές ανατιμήσεις και οι απευθείας αναθέσεις της ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής σε νεοσύστατες εταιρείες, σε άλλες που αλλάζουν το καταστατικό τους λίγες ημέρες πριν υπογράψουν σύμβαση ή ακόμη και σε… παντοπωλείο.  Δεν είναι τυχαία η άνεση «γαλάζιων» στελεχών να παρακάμπτουν πολίτες – ακόμη και παιδιά με αναπηρία – προκειμένου να προηγηθούν στους εμβολιασμούς. Ούτε είναι τυχαία η άνεση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη να επιδίδεται στο όργιο βίας και καταστολής στο οποίο αρέσκεται αλλά και να αντλεί μια ιδιότυπη ευχαρίστηση από το να οδηγεί τα πράγματα στα άκρα θέτοντας σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Δεν είναι τυχαία η άνεση που επιδεικνύεται στο να μοιράζονται αφειδώς εκατομμύρια μέσα από τις λίστες Πέτσα-Κικίλια. Ούτε είναι τυχαία η επιλογή να υπερτριπλασιαστούν οι αμοιβές της διοίκησης και όσων είναι σε θέση ευθύνης στην ΕΡΤ. Όπως συνέβη και στον ΔΕΔΔΗΕ, με την αύξηση στους μισθούς των γενικών διευθυντών και τη δημιουργία μιας νέας γενιάς golden boys μέσα από τις 11 νεοσυσταθείσες θέσεις διευθυντών. Και φυσικά δεν είναι τυχαία η άνεση με την οποία «ημέτεροι» καταλαμβάνουν επιτελικές θέσεις περιφέροντας ανύπαρκτα ή και πλαστά πιστοποιητικά «αριστείας». Τέτοια παραδείγματα, ων ουκ έστιν αριθμός, φέρουν την προσωπική σφραγίδα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στον οποίον αποτυπώνονται όλα τα αλαζονικά χαρακτηριστικά της πολιτικής ελίτ που κυβερνά. Μιας ελίτ – έτσι όπως σχηματοποιείται στη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση – η οποία φέρεται να αντιγράφει επιτυχώς τις πρακτικές του μετεμφυλιακού πελατειακού κράτους. Πλήρως αποκομμένη από την καθημερινότητα των πολιτών, με κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και τραπεζίτες που ομνύουν στην… υπεροχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ταυτίζουν το προσωπικό τους συμφέρον με το συμφέρον της κοινωνίας και της οικονομίας, με έκδηλη την απαρέσκεια προς ό,τι ξεφεύγει από τη νόρμα της.
28
02

Αννέτα Καββαδία: Μια λεπτή, αόρατη γραμμή

Όσο κι αν φαίνεται απενεργοποιημένο το διαιρετικό σχήμα «Δεξιά-Αντιδεξιά», η Ιστορία έχει αποδείξει πως τις φορές που η Κεντροαριστερά ή η Αριστερά βγήκε στον αφρό, αυτό το σχήμα επανεργοποιήθηκε. [Για την ιστορία, οι πολιτικοί όροι «Δεξιά» και «Αριστερά» γεννήθηκαν μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, όταν οι βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης που ήταν με τους επαναστάτες κάθισαν στην αριστερή πλευρά της αίθουσας ενώ εκείνοι που υποστήριζαν το παλαιό καθεστώς της μοναρχίας και του ανώτατου κλήρου συγκεντρώθηκαν στη δεξιά πλευρά.] Συχνά-πυκνά αυτός ο διαχωρισμός χαρακτηρίζεται παρωχημένος. Είναι όμως έτσι; Είκοσι μήνες μετά την εκλογική της νίκη, η ΝΔ είναι το ζωντανό παράδειγμα που αποδεικνύει πως όχι μόνο δεν εξέλειπαν οι λόγοι αυτού του διαχωρισμού αντιθέτως η πολιτική που εφαρμόζει επιβεβαιώνει το γιατί αυτός ο διαχωρισμός εξακολουθεί να υφίσταται. Γράφει, το 1991, στον επίλογο του βιβλίου του Πολίτης Χωρίς Πόλη (εκδόσεις Καστανιώτη) ο Γιώργος Βότσης : «αμετανοήτως αριστερά λοιπόν. Από ευαισθησία. Από αγωνία. Από εγρήγορση. Από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Διότι δεξιά είναι μονίμως η εξουσία – πολιτική εξουσία, εξουσία του πλούτου, των όπλων, της γνώσης, του λόγου». Δεν υπήρχε από την αρχή καμία ψευδαίσθηση πως πολιτική προτεραιότητα της ΝΔ θα ήταν να φροντίσει και να προστατεύσει τους λίγους και εκλεκτούς. Και πως πρώτος στόχος της θα ήταν να φτιάξει το δικό της κομματικό κράτος. Αυτό που, ενδεχομένως, αποτέλεσε έκπληξη ήταν το ότι το κάνει τόσο κραυγαλέα, τόσο ξεδιάντροπα. Πώς, χωρίς καμία απολύτως αναστολή, προχωρά σε νομοθέτηση επιλογών προστασίας της ανομίας και της διαφθοράς «ημετέρων» αλλά και πόσο αναίσχυντα προχωρά στη θεωρητικοποίηση της καταστολής και του αυταρχισμού. Πώς το έλεγε ο Μ.Βορίδης; «Την αναγκαστικότητα του ξύλου και της βίας απέναντι στους πολίτες». Η κατάλυση του κράτους δικαίου (με ορατό τον κίνδυνο του θανάτου) και μια αλαζονική επίδειξη ισχύος –ανάμεικτη με μια διάθεση ρεβανσισμού– στην περίπτωση του απεργού πείνας και δίψας Δημήτρη Κουφοντίνα, η κεντρική κυβερνητική επιλογή να έχει αναχθεί ο υπουργός προστασίας του πολίτη σε ραχοκοκαλιά της κυβέρνησης, η απόπειρα ολοκληρωτικού ελέγχου της ενημέρωσης, η συστηματική αποφυγή ανάληψης οποιασδήποτε πολιτικής ευθύνης – με τελευταίο, κραυγαλέο παράδειγμα την υπόθεση Μενδώνη-Λιγνάδη αλλά και οι προκλητικές για το κοινό αίσθημα πρωθυπουργικές εμφανίσεις εν μέσω πανδημίας, είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα που στοιχειοθετούν το γιατί ο διαχωρισμός Δεξιά-Αριστερά παραμένει ζωντανός. Και γιατί η Αριστερά, εξαιτίας ακριβώς και αυτού του διαχωρισμού, οφείλει να καλλιεργήσει στους πολίτες αντανακλαστικά συλλογικής δράσης, να ακούσει τη φωνή του δρόμου, να μετέχει στους αγώνες και στα κινήματα και να δουλέψει με ρεαλιστικό σχέδιο και προτάσεις για την επόμενη της πανδημίας – πολύ δύσκολη – μέρα.
23
02

Αννέτα Καββαδία: Η στιγμή και ο χρόνος

Το να μιλάει ανοιχτά ο ΣΥΡΙΖΑ για το δικαίωμα και των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία, το να διεκδικεί ανοιχτά το δικαίωμα στην ορατότητά τους, είναι στοιχειώδης υποχρέωσή του. Το να αντιστέκεται σθεναρά στην απόπειρα κατάλυσης του κράτους δικαίου, το να μην κλείνει τα μάτια και να μη σιωπά στο ενδεχόμενο θανάτου ενός απεργού πείνας – όποιος και αν είναι αυτός, το να υπερασπίζεται την ισονομία και να μη δέχεται εκπτώσεις, το να αντιδρά όταν αντιμετωπίζεται ο κρατικός μηχανισμός ως ιδιωτικής χρήσεως εργαλείο βασανισμού και θανάτου ενός κρατουμένου που δικάστηκε και καταδικάστηκε για τις πράξεις του, είναι επίσης υποχρέωσή του. Το να είναι ξεκάθαρα οριοθετημένος απέναντι σε ξενοφοβικές κραυγές, χωρίς να υπάρχει στο μυαλό κανενός η έννοια του πολιτικού κόστους, δεν θα έπρεπε καν να συζητιέται. Όπως άλλωστε έλεγε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, παραπέμποντας στον Φερντινάντ Λασσάλ: "η πιο επαναστατική πράξη είναι και θα παραμείνει να λες πάντα δυνατά αυτό που συμβαίνει”.
15
02

Αννέτα Καββαδία: Εξουσία, αλαζονεία και στο βάθος ανασφάλεια

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον αέρα των δημοσκοπήσεων -«πειραγμένες» ή μη, είναι μια άλλη συζήτηση- και με την απόλυτη μιντιακή υπεροπλία που του διασφαλίζει ο πακτωλός χρημάτων προς τα ΜΜΕ και οι «προνομιακές» σχέσεις του με επιχειρηματίες του χώρου, θα έπρεπε -θεωρητικά- να αισθάνεται σίγουρος. Είναι όμως έτσι; Οι κινήσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι η εικόνα κυριαρχίας του, δειλά μεν, αρχίζει να ρηγματώνεται. Η Ικαρία ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για αυτόν, το καθολικό λοκντάουν ομολογία αποτυχίας, η συνεχώς διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια προϊδεάζει για το μέλλον. Σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία, τη στιγμή που απαιτείται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πρόταγμα, με ένα λαό φοβισμένο και κουρασμένο, ευεπίφορο σε κάθε λογής επιρροές, η ευθύνη της Αριστεράς είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Ένα σχέδιο δημιουργίας ευρύτατων δικτύων κοινωνικής προστασίας, που να αφορούν την υγεία, το εισόδημα, την εκπαίδευση, την πρόσβαση στη τεχνολογία -σχέδιο που δεν μπορεί παρά να φέρει την υπογραφή της- οφείλει να είναι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητά της. Με θέσεις διαυγείς, ξεκάθαρες, με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, που θα αποτελέσουν το αντίβαρο στην ταξική αναλγησία της Δεξιάς. Χωρίς να μπαίνει στη λογική του «ώριμου φρούτου» και χωρίς να επενδύει στην υποτίμηση του αντιπάλου και στη στείρα αντιδεξιά ρητορική -πρακτική που, άλλωστε, αποδείχθηκε καταστροφική στο παρελθόν- οφείλει να δώσει ελπίδα, διέξοδο και να εμπνεύσει και πάλι.