Κώστας Καναβούρης

23
01

Κώστας Καναβούρης: Χρειάζεται να θυμόμαστε

Μόνο τυχαίοι δεν ήταν οι θάνατοι. Και ποτέ οι μαζικοί θάνατοι, ποτέ, το τονίζω, σε τέτοια κλίμακα μπορούν να θεωρηθούν τυχαίοι. Ούτε τότε, ούτε τώρα. Το κέρδος, το όποιο κέρδος, βρίσκεται πίσω από τη φρικωδία. Ας μην ξύνουν την ιστορική οδύνη ο Γιάννης Οικονόμου και το αφηνιασμένο καθεστώς που κυβερνά. Γι' αυτό όμως χρειάζεται να επιστρέφουμε σε αποστάγματα σοφίας όπως του Ηράκλειτου: «Ο λαός πρέπει να υπερασπίζεται τον νόμο σαν να είναι το τείχος (σ.σ.: της πόλης)». Ακριβώς αυτή την ανάγκη υπερασπίστηκε το άρθρο 107 του συντάγματος του 1844. Την ίδια ανάγκη υπερασπίστηκε το ακροτελεύτιο άρθρο, 114, του συντάγματος του 1952. Του άρθρου που έγινε σύνθημα στον αγώνα για Παιδεία, δημοκρατία, ελευθερία και νομιμότητα στη δεκαετία του '60. Και ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης, φριχτά βασανισμένος αργότερα στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, που το εμπνεύστηκε. Από την ΕΔΑ ήταν ο Λεντάκης, όχι από την ΕΚΟΦ του φοιτητικού παρακράτους της ΕΡΕ. Πολιτικοί υφιστάμενοι του Παττακού ήταν οι βασανιστές του και με τον Άδωνι Γεωργιάδη αντάλλασσε επιστολές εκτίμησης ο Παττακός, όχι με τον Τσίπρα και τον Κουτσούμπα και τον Βαρουφάκη και τον Ανδρουλάκη. «Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα» έλεγε ο μέγας Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ, την ώρα που ο «εθνάρχης» την κοπανούσε για το Παρίσι, ατιμωτικά, με ψευδώνυμο. Ναι! Χρειάζεται να θυμόμαστε την Ιστορία. Γιατί όταν δεν τη θυμόμαστε, την προκαλούμε να επαναληφθεί.
18
01

Κώστας Καναβούρης: Βράδυ των κουρασμένων ανθρώπων

Τετάρτη, μια Τετάρτη, γύρω στις 7 το απόγευμα. Τι απόγευμα δηλαδή, πες βράδυ καλύτερα. Μέσα στο λεωφορείο που ξεκινάει από τον σταθμό του μετρό «Νομισματοκοπείο». Δεν ξέρω γιατί, αλλά, όταν είναι νωρίς το βράδυ και είσαι μέσα στο λεωφορείο, όπου κι αν πάει αυτό, και είναι βαθύς χειμώνας και το μέσα κρύο μπερδεύεται με το έξω, τότε νομίζω πως είναι η ώρα των κουρασμένων ανθρώπων. Όχι τόσο στο μετρό, όσο στο λεωφορείο. Θες ο φωτισμός, θες που κοιτάζεις έξω μια πόλη κουρασμένη, θες που το ψιλόβροχο τρυπάει το πεζοδρόμιο σαν βιτριολικό χιούμορ εκδίκησης, θες που οι άνθρωποι ανεβαίνουν στο όχημα σαν να το περίμεναν χίλια χρόνια ή από κάποιον προηγούμενο χειμώνα χωρίς άνοιξη, γεγονός είναι πως σε μια Τετάρτη Ιανουαρίου, στις 7 το βράδυ, στο λεωφορείο και γύρω τριγύρω χειμώνας, βουλιάζεις μέσα στην κούραση των ανθρώπων. Γιατί εκείνη την ώρα οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν, οι άνθρωποι επιστρέφουν. Και δεν είναι χαρούμενοι που επιστρέφουν, ούτε είναι χαρούμενοι που έφυγαν. Απ’ όπου κι αν έφυγαν. Και δεν είναι σιωπηλοί. Είναι αμίλητοι. Με πολλές ήττες σωριασμένες μέσα στα μάτια τους. Ανελέητες ήττες....
04
01

Κώστας Καναβούρης: Πικρό κρασί

Ένα κύριο γεγονός κατά πώς το διδάσκει ο Λάο Τσε: «Το κύριο γεγονός σε μια στάμνα δεν είναι το σχήμα της, αλλά το κενό που περιέχει». Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με το κενό των επετείων: το κύριο γεγονός τους δεν είναι ο άδειος χώρος τους, δεν είναι η απουσία, δεν είναι η υπεραξία της νυκτωδίας που όλο και συσσωρεύεται πάνω στη μνήμη κι όλο ζητάει ένα φως για να πιαστεί, να φτιάξει ίσκιο σαν όαση στο αχανές. Κυρίως είναι το φοβερό κενό που αρνείται να γίνει μια λήθη συμπαγής και επιμένει να είναι και να υφίσταται ως καρπός του αοράτου. Κι όσο κι αν θέλεις να το αρνηθείς, δεν μπορεί, θα το ακούσεις κάποιες στιγμές ακόμα και μέσα στους μεγαλύτερους θορύβους. Θα το ακούσεις στις αιφνίδιες στιγμές της ζωής σου. Όταν νιώθεις σαν να βρίσκεσαι μέσα στην παράξενη ησυχία που υπάρχει στο μάτι του κυκλώνα. Τότε που, μέσα από αυτό το τεράστιο μάτι, στη μέση ακριβώς της καταστροφής, βλέπεις την πίσω πλευρά των ονείρων σου. Τότε που, έστω και για μια στιγμή, ξέρεις μέχρι τα μύχια της ψυχής σου τι πήγε στραβά, γιατί πήγε στραβά και πότε ήταν η στιγμή που την άφησες να περάσει. Είναι ακριβώς τότε που ακούς τον αγαθό τριγμό μέσα στα πιο βαθιά κελάρια της ύπαρξής σου. Και ξέρεις πώς ακούγεται ο βρασμός απ’ το πικρό κρασί της μνήμης καθώς ολοένα ωριμάζει και ολοένα θέλει και «κάτι ακόμα». Αυτό το «κάτι ακόμα» που αν δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχε μήτε η ποίηση, η ποίηση των πεπραγμένων εν συνόλω θέλω να πω, αφού γι’ αυτό το «κάτι ακόμα» γράφουνε οι ποιητές «πενήντα τόσα χρόνια ή και αιώνες» όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος, με την κρυφή ελπίδα πως ούτε κι ο πιο μεγάλος αμπελουργός (ο βαθύτατος εαυτός δηλαδή) γνωρίζει το μυστικό της πίκρας του κρασιού του. Κι ακόμα περισσότερο: γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να το ανακαλύψει. Ούτε όταν παραφυλάει μέσα στα φυλλώματα να έρθουν οι φευγαλέες σκιές της απουσίας για να γεμίσει το κενό από το κενό τους. Ή να γεμίσει το κενό από μια ήττα που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί και από τότε περιμένει το μερτικό της στη μοιρασιά του κόσμου.
08
12

Ο θρίαμβος της σφαγής

Όταν κανείς δεν λυγίζει μπροστά στην εικόνα ενός πεσμένου παιδιού, όταν κανείς δεν το αγγίζει παρά μονάχα με την άκρη του ποδιού, τότε μιλάμε για τον θρίαμβο της σφαγής. Δεν προλαβαίνεις μήτε να απελπιστείς μπροστά σε ένα τέτοιο θρίαμβο. Ναι, το «εργοστάσιο της σοκολάτας» για τα παιδιά που δεν έχουν παιχνίδια δεν χτίστηκε ακόμα. Χτίζονται μόνο εργοστάσια παραγωγής φόνων, εργοστάσια παραγωγής μιας φονικής πραγματικότητας που σκοτώνει αδιακρίτως όσους φτάνουν στις πύλες τους, αψήφιστα νέοι, αψήφιστα παίζοντας με την ελπίδα ή την απορία. Γιατί το σύστημα δεν είναι μαγικά παραμυθένιο. Είναι πραγματικά και τελεσίδικα πραγματικό. Όπως ο φόνος. Κι αυτό το εργοστάσιο διαρκώς εκσυγχρονίζεται, παράγοντας καινούργια είδη νεκρών, μοντέρνων νεκρών που σκοτώνουν τα παιδιά, με τα μέσα της εποχής τους, επειδή τα παιδιά βλέπουν στ’ αλήθεια. Ξέρουν πως η ζωή είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής θαυμάτων. Εκεί ακριβώς καραδοκεί ο φονιάς του ταξικού συστήματος. Και πνίγει τα παιδιά μέσα στο θαύμα της ζωής.
29
11

Το μακρινό παρόν του πρωθυπουργού

Θα ήταν λογικό να αναμένει κανείς ότι μετά το μνημειώδες αγνό αρχαίο ελαιόλαδο Ολυμπίας για να λυθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα θα βρισκόταν κάποιος από τόσους παραστεκάμενους, παρατρεχάμενους, παρακοιμώμενους να του υποδείξει... να επιδείξει λίγη αυτοσυγκράτηση και να μην μιλάει εκτός κειμένου και εκτός σκηνοθετικών οδηγιών. Θα ήταν λογικό, αλλά δεν... Όταν η αποχαλινωμένη έπαρση συναντά τον φρενιτιώδη εκνευρισμό, όλα τα φράγματα πέφτουν. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη μιλάμε άλλωστε. Για τον άνθρωπο που δεν δίστασε να ανακατέψει τα πτώματα με τα χώματα και το πιο χυδαίο πατριδεμπόριο με την ιστορική αλήθεια αδιαφορώντας για τα ολέθρια αποτελέσματα προκειμένου να ωφεληθεί ψηφοθηρικά. Για τον άνθρωπο που δεν δίστασε να τοποθετήσει τις φιγούρες της ακροδεξιάς σαπίλας σε περίοπτη θέση στη γωνιακή βιτρίνα της δεξιάς πολυκατοικίας για να δείχνουν τα δόντια τους σε μια φρικώδη παρομοίωση χαμόγελου. Κι απέξω οι πετσωμένοι κλακαδόροι να χειροκροτούν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λοιπόν, πώς να φερθεί λογικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και πώς να τον συγκρατήσεις; Κι εδώ που τα λέμε, ποιος να τον συγκρατήσει από τα εξαπτέρυγα και τα πολυόμματα που έχει μαζέψει γύρω του, αφού αυτά πρεσβεύει ο σύγχρονος, όλο και πιο αδηφάγος, καπιταλισμός κι αυτά πιστεύει βαθιά και ο ίδιος; Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι επόμενο να χάνεται η μπάλα. Όταν από τους Ηρακλείς του μητσοτακικού στέμματος ο ένας (Γεραπετρίτης) δηλώνει πως αν είχαμε περισσότερες ΜΕΘ, θα είχαμε περισσότερους νεκρούς, ο άλλος (Σκέρτσος) εντελώς σοβαρά λέει πως δεν θέλουμε ένα ΕΣΥ πολυτελείας, ενώ οι νεκροί από την πανδημία προσεγγίζουν καλπάζοντας τους 18.000. Όταν υπουργός Υγείας είναι ένας ακροδεξιός που μπήκε για να παραδώσει το ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα. Όταν η ανάπτυξη της χώρας βρίσκεται στα χέρια ενός Άδωνι Γεωργιάδη. Όταν υπουργός Εσωτερικών, και άρα υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των εκλογών, είναι ο Μ. Βορίδης, που δεν τον λες και απαύγασμα δημοκρατικών πεποιθήσεων, ο οποίος μάλιστα έχει δηλώσει ευθαρσώς ότι πρέπει να βρεθούν τρόποι (η νομιμότητα, όταν δεν εργαλειοποιείται, δεν ενδιαφέρει) ώστε να μην επιστρέψει η Αριστερά στην κυβερνητική εξουσία, ε, τότε πώς να περιμένεις από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να συγκρατηθεί;
12
11

Κώστας Καναβούρης: Η πατρίδα κουράστηκε

Μόνο τον Οκτώβριο, λοιπόν, είπαμε 1.110 φορές αντίο για πάντα. Λες κι έχει κολλήσει η βελόνα του θανάτου. Υπό τα χασκόγελα ενός πρωθυπουργού που μοιάζει να μην ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται στις συνεντεύξεις Τύπου, στα ανασκουμπωμένα (και καλά) διαγγέλματα, στο Κοινοβούλιο το ίδιο, και, μόλις πρόσφατα, με την Αν. Μέρκελ α(κατα)νοήτως. Όταν βέβαια δεν ξεκουράζεται και όταν δεν ευφραίνεται με καταπότια ενώ δίπλα του δολοφονούνται από τους σιδερόμορφους χωροφύλακες τα «παιδιά ενός κατώτερου θεού». Όλα καλά. «Πάμε παρακάτω. Η ζωή συνεχίζεται». Ο υπουργός Θεοδωρικάκος θα καθησυχάσει τους σιδερόμορφους, η «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» θα πράξει το καθήκον της και θα τους απελευθερώσει, οι Ρομά θα κηδέψουν όσο πιο μακριά γίνεται από τους νοικοκυραίους το δολοφονημένο παιδί τους, οι άλλοι δολοφόνοι της μεταξωτής γραβάτας θα πούνε τα δικά τους, το χριστεπώνυμο πλήθος θα ουρλιάζει στο Διαδίκτυο ενώ τρέχει ολοσούμπιτο προς τον χαμό πάνω στις ράγες της πολιτικής βαρβαρότητας και του κοινωνικού αναλφαβητισμού, οι γυναικοκτονίες θα φτάσουν με τη φριχτή τους κανονικότητα τις 13 μέσα στη χρονιά, ο άγιος Σερβίων και Κοζάνης Παύλος θα φτύσει από άμβωνος τα πτώματά τους καγχάζοντας και γελώντας (και αυτός!), λέγοντας επί λέξει, «που να ακουστεί στον νομικό κόσμο ανά την οικουμένη (σ.σ.: ο όρος γυναικοκτονία) και να γελάσει, ή μάλλον να καγχάσει», όλα καλά. Πάμε παρακάτω. Και, στο μεταξύ, η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. ψηφίζει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του επιτελικού κράτους, ψηφίζει τα συμβόλαια που έχουν υπογράψει από πριν οι επιτελείς, ο Σκέρτσος φτιάχνει τη χωρίστρα του, πάμε παρακάτω, ακόμα πιο κάτω. Εκεί όπου ένα ακροδεξιό πίτμπουλ στο υπουργείο Υγείας κάνει γρυλλίζοντας τη βρόμικη δουλειά: να κατασπαράξει ό,τι δημόσιο από τη δημόσια Υγεία για να την παραδώσουν ανεπίληπτα νεκρή στους πατριδέμπορους της Υγείας. Υγιαίνετε. Η ζωή συνεχίζεται. Κι όσοι δεν μπορείτε να συνεχίσετε, «μη σώσετε». Η πατρίδα κουράστηκε. Έως θανάτου.