Άρης Καλαντίδης: Όταν διαφάνεια και λογοδοσία πάνε (Μεγάλο) Περίπατο
Η µεγαλύτερη απώλεια της περασµένης χρονιάς ήταν η περίφηµη διαβούλευση. Ο δήµος είχε πάνω από ένα χρόνο στη διάθεσή του για να την προετοιµάσει όπως έπρεπε, να επιλέξει τους φορείς µε τους οποίους θέλει να µπει σε διάλογο, να βρει τρόπο να στήσει ένα συνεχή και δηµόσιο διάλογο µε τους πολίτες. Η διαβούλευση εδώ δεν αφορά µόνο λεπτοµέρειες όπως αν θα βάλουµε πλατάνια ή ακακίες, αν θα βάψουµε τα παγκάκια πράσινα ή άσπρα – αν και µπορεί να περιέχονται και αυτά. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι µια δηµόσια συζήτηση πάνω στο µέλλον του κέντρου, αλλά και το µέλλον της πόλης συνολικά. Ενώ δηλαδή είναι προφανές ότι έχουµε να κάνουµε µε συγκρουόµενα οράµατα για το «ποια πόλη θέλουµε;», αυτή η αντιπαράθεση δεν γίνεται ανοιχτά, αλλά αναγκαζόµαστε να κάνουµε ρεαλιστικές υποθέσεις για να αποφύγουµε τις θεωρίες συνωµοσίας που ακούγονται εδώ κι εκεί. Τι θέλουµε λοιπόν; Θέλουµε κατοικία στην πόλη; Κι αν ναι, για ποιους; Για τα ανώτατα εισοδήµατα; Θέλουµε το χονδρεµπόριο ή να τελειώνουµε µε αυτή την ανατολίτικη συνήθεια; Θέλουµε µια πόλη-καρτ ποστάλ; Και όλα αυτά πρέπει να αποτυπωθούν σε έναν χωρικό προγραµµατισµό και σχεδιασµό µε προβλέψεις για το µέλλον.
Αντ’ αυτού, ο ∆ήµος της Αθήνας επέλεξε να παρακάµψει όλες τις θεσµικές προβλέψεις που είναι εκεί για να προστατεύσουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία: το δηµοτικό συµβούλιο, τον αρχιτεκτονικό διαγωνισµό και τη δηµόσια διαβούλευση. Πατάει δε σε έναν χωρικό σχεδιασµό δεκαετιών που είχε εκπονηθεί σε άλλες εποχές, σε µια άλλη Αθήνα.
Είναι σίγουρο πως το βασικό αντεπιχείρηµα σε όλα αυτά είναι πως πρόκειται για κωλύµατα που καθυστερούν τη διαδικασία και δεν φέρνουν πάντα τα καλύτερα αποτελέσµατα. Ετσι είναι. Αλλά δεν παρακάµπτουµε τους δηµοκρατικούς θεσµούς γιατί έχουν προβλήµατα. Τους βελτιώνουµε.