Macro

Φασισμός και μεταφασισμός: Οδηγίες χρήσης για αρχάριους και προχωρημένους

Κωστής Παπαϊωάννου: «Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά: Από τον φασισμό στον μεταφασισμό. Η δημοκρατία απέναντι στην άκρα δεξιά.» Εκδόσεις Πόλις, Απρίλιος 2021.
Τι σημαίνει φασισμός τον 21ο αιώνα; Είναι η νέα ακροδεξιά μια επιστροφή στις ιδέες του κλασικού φασισμού της δεκαετίας του 1930 ή έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό; Πώς να αναγνωρίσουμε στοιχεία του φασισμού δίπλα μας σήμερα και τι να κάνουμε για να τον αντιμετωπίσουμε;

Αυτά είναι ερωτήματα που διατρέχουν το βιβλίο του Κωστή Παπαϊωάννου «Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά» από τις πρώτες ήδη σελίδες. Μας παίρνει από το χέρι σε μια οδυνηρή περιήγηση από την Ιταλία του Μουσσολίνι και την Ευρώπη του Χίτλερ, την μεταπολεμική Ελλάδα και την μεταπολίτευση, μέχρι τον σημερινό παγκόσμιο εναγκαλιασμό δεξιάς και ακροδεξιάς.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο αρκετά διακριτά (και ίσως άνισα) μεταξύ τους μέρη: Το πρώτο είναι αφιερωμένο στην ιστορία του 20ού αιώνα και μπαίνει σε λεπτομερείς αφηγήσεις και περιγραφές, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον αντισημιτισμό. Πρόκειται πράγματι για μια πολύ άγρια ιστορία, όπως λέει ο τίτλος. Όχι μόνον γιατί μαθαίνουμε για τα γεγονότα που οδήγησαν στη Σοά, δηλαδή στο Ολοκαυτώμα, αλλά κυρίως γιατί διαβάζουμε για τον – ανομολόγητο ακόμη – ελληνικό αντισημιτισμό και τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Εδώ βέβαια ο συγγραφέας, προφανώς για οικονομία χώρου, δεν παραπέμπει στον 19ο αίωνα – στην διάλυση των αυτοκρατοριών, στην συγκρότηση των εθνικών κρατών και την έξαρση του εθνικισμού, ως βασικές συνθήκες και του σύγχρονου αντισημιτισμού, αλλά και του φασισμού γενικότερα. Mε αυτήν την παράλειψη ο 20ος αιώνας μοιάζει μετέωρος, σχεδόν σαν προϊόν παρθενογένεσης. Παρ’ όλ’ αυτά, τα κεφάλαια για τον αντισημιτισμό είναι τόσο σημαντικά, που θα έπρεπε να αποτελούν υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία.
Το δεύτερο κομμάτι του βιβλίου – για την μεταπολίτευση και τους νοσταλγούς της δικτατορίας, για τα αγαπημένα εργαλεία της ακροδεξιάς, δηλαδή τον εθνικισμό και τον ηθικό πανικό, για την Χρυσή Αυγή και την αστυνομική βία – μας φέρνει στα σημερινά και γίνεται εκ των πραγμάτων πιο «δημοσιογραφικό».

Προσπαθεί όμως ταυτόχρονα να κατανοήσει το φαινόμενο της άκρας δεξιάς τοποθετώντας το στο πλαίσιου αυτού που ο ιστορικός Έντσο Τραβέρσο έχει ονομάσει «μεταφασισμό». Εδώ χάνουμε λίγο τη συνέχεια με το ιστορικό παρελθόν, περνάει και σε δεύτερη μοίρα ο αντισημιτισμός, ενώ μαθαίνουμε σχετικά λίγα για τον νέο φανταστικό εχθρό – το Ισλάμ. Από την άλλη, μας εισάγει την έμφυλη διάσταση του μεταφασισμού, την τοξική αρρενωπότητα που τον χαρακτηρίζει, τον βαθύ σεξισμό και την ομοφοβία του.

Από τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου είναι η γλώσσα του. Ο Παπαϊωάννου καταφέρνει να στήσει μια δύσκολη γέφυρα ανάμεσα στις λόγιες απαιτήσεις του εγχειρήματος από τη μία και την ανάγκη να μιλήσει σε ένα ευρύ κοινό από την άλλη. Κι αυτό το καταφέρνει με τεράστια επιτυχία. Ενώ έχει πολλές βιβλιογραφικές αναφορές αυτές είναι ενταγμένες διακριτικά μέσα στο κείμενο, ενώ μας παραπέμπει σε βασική, αλλά περιορισμένη βιβλιογραφία στο τέλος του κάθε κεφαλαίου (και πιο εκτεταμένη στο τέλος του βιβλίου).
Το κείμενο διαβάζεται όντως σαν μια ιστορία, όπως υπόσχεται ο τίτλος, αν και ο συγγραφέας δεν επέλεξε μια καθαρά αφηγηματική μορφή. Χρησιμοποιεί με μεγάλη επιτυχία το σχήμα των ερωταποκρίσεων. Θέτει δηλαδή το ερώτημα και μετά το απαντάει σε δυο-τρεις παραγράφους. Αυτό κάνει το βιβλίο ευανάγνωστο χωρίς να του στερεί βάθος. Θέλει μεγάλη ικανότητα για να πετύχεις αυτήν την ισορροπία.
Με μια έννοια στο βιβλίο αντανακλάται η βιογραφία του ίδιου του Κωστή Παπαϊωάννου. Στην γλώσσα αναγνωρίζουμε τον φιλόλογο εκπαιδευτικό και δημοσιογράφο. Στο περιεχόμενο αναγνωρίζουμε τον πολιτικό και ακτιβιστή: υπήρξε Γενικός Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας καθώς και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. Ήδη στο προηγούμενο βιβλίο του, «Τα καθαρά χέρια της Χρυσής Αυγής: Ασκήσεις ναζιστικής καθαρότητας» (2013), ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο φαινόμενο της νεο-ναζιστικής οργάνωσης, ενώ στο κείμενο-μπροσούρα «Επειδή δεν είναι όλοι όπως θέλουν να φαίνονται. Ας μιλήσουμε καθαρά για την Ακροδεξιά» (2014) βρίσκουμε με σύντομο έξυπνα οπτικοποιημένο τρόπο πολλά από τα θέματα που αναπτύσσει σε μεγαλύτερο βάθος σήμερα.
Υπάρχει κι ένα τρίτο μέρος του βιβλίου, ένας επίλογος: «No pasarán!» δηλαδή «Δεν θα περάσουν!». Πώς μπορούμε να σταθούμε εμείς σήμερα απέναντι στον μεταφασισμό και τη νέα ακροδεξιά; Ο Παπαϊωάννου βάζει δυο προτεραιότητες: Πρώτα να θυμόμαστε εμείς και να μαθαίνουμε και στους άλλους. Έπειτα, να αναζητήσουμε νέες λύσεις στις πολύ πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων: να συγκροτήσουμε νέες συλλογικότητες, να γεννήσουμε νέες ιδέες. Οι μελλοντικές μάχες θα παιχτούν και πάλι στους δρόμους, στους θεσμούς, αλλά και στη μνήμη και τη γνώση.
Άρης Καλαντίδης
Πηγή: Parallaxi