Macro

Το «Σπίτι της Στατιστικής» στο Βερολίνο

Το Hausder Statistik («Σπίτι της Στατιστικής»), πρώην έδρα της στατιστικής υπηρεσίας της ΛΔ Γερμανίας, ακριβώς πάνω στην Alexanderplatz, παραμένει άδειο από το 1996. Όμως, πίσω από το φαινομενικά κενό κουφάρι, κρύβεται ζωή – και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία διαμαρτυρίας, συμμετοχής και επανεκκίνησης, με πολλά μαθήματα για την πόλη και τη σχέση κινημάτων-εξουσίας.

Το κτίριο, που κατασκευάστηκε το 1971 στο ύφος του ύστερου μοντερνισμού της ΛΔΓ, στέγαζε μέχρι την πτώση του Τείχους τη στατιστική της υπηρεσία, και πέρασε αυτομάτως στην ιδιοκτησία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με την ενσωμάτωση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στην επικράτεια. Από το 1996 που ενσωματώθηκε και η υπηρεσία σε αυτή του ομόσπονδου κράτους, το κτήριο εγκαταλείφθηκε και η πιο διαδεδομένη άποψη ήταν να κατεδαφιστεί. Αυτό μάλιστα υποστήριζε και ο πολεοδομικός διαγωνισμός, που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 προέβλεπε μια σειρά από πύργους που θα πλαισίωναν την πλατεία. Οι οικονομικές δυσκολίες που πέρασε η πόλη τις επόμενες δεκαετίες, καθώς και η υπερπροσφορά σε κτίρια και χώρους, έκανε τις αρχές να εγκαταλείψουν αυτή την ιδέα, η οποία όμως ξαναμπήκε στο τραπέζι το 2015, όταν το Βερολίνο περνάει μια νέα φάση οικονομικής και πληθυσμιακής έξαρσης.

Όταν τα ξαναζεσταμένα και ανανεωμένα σχέδια για κατεδάφιση του κτιρίου παρουσιάζονται στο κοινό το 2015, σε προεκλογική τότε φάση, μια ομάδα ακτιβιστών -κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά καλλιτεχνών- προχωρούν σε μια συμβολική κατάληψη του κτιρίου, απαιτώντας τη διατήρηση και επαναλειτουργία του. Σε συνεργασία με άλλες πρωτοβουλίες, αλλά και με ειδικούς από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, προτείνουν τη δική τους εναλλακτική για το κτίριο: έναν χώρο φιλοξενίας προσφύγων, χώρο για κατοικία καλλιτεχνών και για καλλιτεχνικές δράσεις, καθώς και για προσιτή κατοικία για όλους. Για καλή τους τύχη, την επόμενη χρονιά αλλάζει η κυβέρνηση του κρατιδίου του Βερολίνου και η νέα κυβέρνηση συνεργασίας (Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και DIE LINKE), εντάσσει το κτήριο στην προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων που υπογράφεται το Σεπτέμβριο του 2016. Η συμφωνία αναφέρεται ρητά στην μελλοντική του χρήση (υιοθετώντας τις απαιτήσεις των ακτιβιστών) και προσθέτει δύο ακόμη διαστάσεις: τη συμμετοχή και το ιδιοκτησιακό καθεστώς. «Το μέλλον του Σπιτιού της Στατιστικής», λέει η συμφωνία, «θα το καθορίσουν τα εμπλεκόμενα μέρη σε έναν ευρύ διάλογο με την κοινωνία των πολιτών». Το κρατίδιο του Βερολίνου προχωρά άμεσα στην αγορά του κτηρίου από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Κι ενώ οι ακτιβιστές, που αναγνωρίζουν τη σημασία θεσμοθετημένων δομών, προχωρούν στη δημιουργία ΚΟΙΝΣΕΠ, μπαίνουν τέσσερις ακόμη παίκτες του δημοσίου στο παιχνίδι: η εταιρεία ακινήτων του κρατιδίου, μια από τις κρατικές εταιρείες κατοικίας, ο Δήμος του Mitte στον οποίο βρίσκεται το ακίνητο, και το Υπουργείο Πολεοδομίας του κρατιδίου. Τα πέντε συνεργαζόμενα μέρη επιλέγουν και μια επιτροπή πολιτών, και όλοι μαζί ανοίγουν ένα διάλογο με αρχιτεκτονικά γραφεία, που προτείνουν τις τεχνικές λύσεις για την επαναλειτουργία του κτιρίου. Όλο αυτό πλαισιώνεται από έναν ευρύ δημόσιο διάλογο, με πιο οργανωμένα σχήματα (εργαστήρια, επιτροπές) και πιο άτυπες διαδικασίες (καφέ, συναντήσεις). Στις αρχές του 2019, η ομάδα παρουσιάζει τα τελικά σχέδια, τα οποία περνούν από την έγκριση του κρατιδίου για να αρχίσουν οι εργασίες, λίγο πριν διακοπούν τα πάντα λόγω πανδημίας.

Υπάρχουν μια σειρά από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις -ίσως και μαθήματα- από όλη αυτή τη διαδικασία και τα αποτελέσματά της. Θα σταθώ σε κάποια από αυτά:

(1) Οι καλλιτέχνες ακτιβιστές δεν είναι ουρανοκατέβατοι. Εντάσσονται σε μια κινηματική παράδοση του Βερολίνου, με πολλή γνώση για το πώς να κινούνται τακτικά και πώς να συναλλάσσονται με την εξουσία. Επίσης, ανάμεσα στον καλλιτεχνικό κόσμο και στους αρχιτέκτονες/πολεοδόμους, αλλά και τους ακτιβιστές, υπάρχει ένας ανοιχτός διάλογος εδώ και χρόνια. Η τέχνη γίνεται κατανοητή ως κομμάτι μιας ενεργούς κοινωνίας και οι καλλιτέχνες ως προνομιακοί εκφραστές της. Αυτή την παράδοση μπορεί κανείς να την αναζητήσει στα κινήματα από το 1968 και μετά, με κορύφωση ήδη το κίνημα των καταλήψεων τη δεκαετία του 1980. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως το ένα κομμάτι των Πρασίνων της Γερμανίας, προήλθε από τα κινήματα της πόλης, και συγκεκριμένα το Βερολίνο.

(2) Ανάμεσα στους ακτιβιστές και στην εξουσία (τα κόμματα και τις υπηρεσίες του κρατιδίου και των δήμων) υπάρχουν εμφανώς αλληλοεπικαλύψεις ή τουλάχιστον ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας. Αν και πιο ριζοσπαστικά κομμάτια των κινημάτων αρνούνται κάθε είδους συνεργασία με το κράτος, οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τις ρωγμές, τις εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά και πιθανούς συμμάχους μέσα στις κρατικές δομές. Αυτό δεν σημαίνει πως το κράτος δεν εξυπηρετεί τακτικά τα συμφέρονται του real estate. Σημαίνει απλώς πως και το κράτος δεν είναι πάντα ο συμπαγής μηχανισμός που φαίνεται. Ειδικά στο γερμανικό σύστημα, οι τρεις κλίμακες διακυβέρνησης -ομοσπονδιακό κράτος, κρατίδιο, δήμος- αφήνουν χώρο για πολλές παρεκκλίσεις. Συγκεκριμένα, στο Βερολίνο μάλιστα, η κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων, δημιουργεί πολλά ρήγματα, που ακτιβιστές με εμπειρία ξέρουν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως πολλοί από τους ακτιβιστές της δεκαετίας του 1980, που προέρχονταν συχνά από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, βρέθηκαν αργότερα σε θέσεις μέσα στη διοίκηση, έχοντας κρατήσει και τις επαφές τους, αλλά και την γενική συμπάθειά τους για τον ακτιβισμό. Μόνον έτσι εξηγείται πώς κατάφεραν να εντάξουν το κτίριο στη συμφωνία συνεργασίας των τριών κομμάτων και να προχωρήσουν στο τόσο σημαντικό βήμα της αγοράς του κτιρίου από το κρατίδιο.

(3) Το Βερολίνο έχει θεσμοθετήσει (με τα πρώτα βήματα από τη δεκαετία του 1980) συμμετοχικές διαδικασίες στο σχεδιασμό που ξεπερνούν την απλή διαβούλευση. Ο διάλογος για την πόλη είναι δημόσιος και συνεχής, η πληροφορία είναι προσβάσιμη και κατανοητή, οι πολίτες βρίσκονται στο κέντρο της συμμετοχικής διαδικασίας, και οι μέθοδοι διαβούλευσης είναι δοκιμασμένες και επεκτείνονται συνεχώς. Δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν σοβαρά πισωγυρίσματα (1990-2010) ή πως δεν υπάρχουν τεράστια συμφέροντα (κυρίως του real estate προφανώς) που κατά καιρούς σαμποτάρουν τις συμμετοχικές διαδικασίες ή τις παραποιούν για να τις χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους (βλ. για παράδειγμα την πρόσφατη ψευδο-διαβούλευση / διαφήμιση που έχει οργανώσει ο μεγάλος επενδυτής του Karstadt στο Kreuzberg). Όμως, οι συμμετοχικές διαδικασίες σε πολλαπλά επίπεδα, από τη χάραξη πολιτικής, περνώντας από το σχεδιασμό, μέχρι και τον προϋπολογισμό, αποτελούν πάγια αιτήματα και κατάκτηση των κινημάτων της πόλης. Μέσα σε αυτές τις διαδικασίες εμπλέκονται, πέρα από το κράτος και τους πολίτες, και οι ειδικοί (κυρίως αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι), όμως όχι ως επιστημονική ελίτ, αλλά ως ζωντανό κομμάτι αυτής της κοινωνίας πολιτών.

Προφανώς, το παράδειγμα που έχω επιλέξει να περιγράψω είναι ένα από τα πετυχημένα. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά, με μικρότερη επιτυχία ή και απολύτως αποτυχημένα. Επίσης, πολλά από τα παραπάνω «μαθήματα» αφορούν τη συγκεκριμένη εμπειρία του Βερολίνου, με τη δική του ιστορία ακτιβισμού, με τη δική του θεσμοθέτηση συμμετοχικών διαδικασιών, με τη δική του γνώση συναλλαγής ακτιβιστών-εξουσίας. Όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πως η θεσμοθετημένη συμμετοχή στα κοινά -πέρα δηλαδή από τις καταλήψεις, τις διαμαρτυρίες και τις πιο ad hoc πρακτικές- όχι ως κάτι που αντικαθιστά την κινηματική συμμετοχή, αλλά ως κάτι που τη συμπληρώνει, υπήρξε εδώ και δεκαετίες πάγιο αίτημα των ίδιων των κινημάτων, που κατάφεραν να την ενσωματώσουν στη νομοθεσία και στην πολεοδομική πρακτική. Έτσι, πέρα από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, έχουν ανοίξει δυνατότητες άλλων μορφών συμμετοχής -άλλες πιο συγκρουσιακές κι άλλες που βασίζονται στη συναίνεση- που συνυπάρχουν παράλληλα και συμπληρωματικά. Για μένα, ίσως το μεγαλύτερο μάθημα από το Βερολίνο είναι ακριβώς αυτό.

 

Ο Άρης Καλαντίδης είναι Πολεοδόμος, Καθηγητής αστικής διαχείρισης στο Manchester. Ζει στο Βερολίνο και στην Αθήνα

 

Πηγή: Η Αυγή