Γιάννης Γούναρης

29
10

Γιάννης Γούναρης: Η διαρκώς συρρικνούμενη Ευρώπη;

Οταν αντιμετωπίζει προκλήσεις συνοχής και αδυναμία συντονισμού στο εσωτερικό της, η Ε.Ε. είναι αδύνατον να θεωρηθεί σοβαρός συνομιλητής διεθνώς. Το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ της υπερεθνικής και της εθνικής συνταγματικής έννομης τάξης δεν έχει επιλυθεί, ούτε έχει βρεθεί λύση στις δομικές ελλείψεις της νομισματικής ένωσης ή στον γόρδιο δεσμό της δημιουργίας ενός πλαισίου διακυβέρνησης αρκετά στιβαρού, αλλά συγχρόνως ευέλικτου και ευπροσάρμοστου, ώστε να αποφεύγονται άτεγκτες, μονολιθικές μη-απαντήσεις στα προβλήματα, τριβές και εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Επειτα, η επίτευξη ενεργειακής και τεχνολογικής αυτονομίας, η επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής και μιας βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής, η μείωση των ανισοτήτων που υπονομεύουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών είναι πολύ σημαντικότερες αποστολές από την πολεμική ενδυνάμωση. Αυτά δεν είναι ούτε εύκολα ούτε απλά πράγματα, αν και για κάποιους Ευρωπαίους ιθύνοντες φαντάζουν, ίσως, δευτερεύοντα σε σχέση με την «υψηλή στρατηγική». Τέλος, στην ευρωπαϊκή περιφέρεια υπάρχει μια σωρεία διακρατικών και εμφύλιων συγκρούσεων με διαφορετικά επίπεδα έντασης και πολυπλοκότητας, όπου η διπλωματική σιωπή της Ευρώπης είναι εκκωφαντική. Εάν η Ευρώπη ήταν σε θέση να εγγυηθεί την ειρήνη στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον, η αξίωση να γίνεται ακουστή η φωνή της –εφόσον, βέβαια, έχει φωνή– στα πέρατα της οικουμένης θα είχε κάποιο βάρος. Εως τότε έχει πολύ δρόμο μπροστά της.
17
08

Η «επανάσταση» των εθνικών δικαστών και το ευρωπαϊκό δίκαιο – Ποιος θα υπερισχύσει

Η υπόθεση της υπεροχής ή μη του δικαίου της ΕΕ έναντι κάθε εθνικού κανόνα, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών, καθώς και του ποιος έχει την εξουσία να κρίνει εάν, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ισχύει η αρχή της υπεροχής ή θα υπαναχωρεί υπέρ των εθνικών κανόνων είναι στο επίκεντρο της συζήτησης για την ίδια τη φύση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος τον 21ο αιώνα.  Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η «επανάσταση» των εθνικών δικαστών δεν είναι παρά ένα από τα αποτελέσματα της ραγδαίας υποχώρησης του υπερεθνικού μοντέλου ολοκλήρωσης και της ολικής επαναφοράς της διακυβερνητικής μεθόδου κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Το εάν αυτό είναι μια θετική ή μια αρνητική εξέλιξη, δεδομένων μάλιστα των πολλών και σημαντικών ελαττωμάτων στην ίδια τη δομή της ΕΕ, είναι συζητήσιμο: Σε τελική ανάλυση, έχει βάση το επιχείρημα ότι η δημοκρατία στην Ευρώπη παραμένει συνυφασμένη με το συνταγματικό πλαίσιο που παρέχει κάθε ευρωπαϊκό κράτος για την άσκησή της, χωρίς να υπάρχει κάτι ανάλογο σε υπερεθνικό επίπεδο. Ανεξάρτητα όμως από το εάν θεωρηθεί καλή ή κακή, η επιστροφή του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους και η διεκδίκηση ενός πολύ μεγαλύτερου ρόλου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις από την πλευρά των κυβερνήσεων είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Το στοίχημα για την ευρωπαϊκή συλλογικότητα είναι να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα και να βρεθεί ένα νέο, ικανοποιητικό για όλες τις πλευρές, σημείο ισορροπίας, ώστε να συνεχίσει να υφίσταται και να λειτουργεί ένα κοινό πλαίσιο ευρωπαϊκής συνεργασίας – έστω και με νέα μορφή.
21
07

Συμπεράσματα μιας ευρωπαϊκής ήττας

Δυστυχώς, στην περίπτωση της Ε.Ε. ισχύει απολύτως το ρητό ότι οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα. Οι «σκληροί» υπέρμαχοι της λιτότητας δεν έχουν πάψει στιγμή να πιέζουν προς την κατεύθυνση της επιστροφής στην «κανονικότητα», η οποία έχει τοποθετηθεί στις αρχές του 2023 - αν δεν αλλάξει κάτι. Και εδώ ελλοχεύει ο μεγάλος κίνδυνος για την Ελλάδα, καθώς η καταστροφική οικονομική διαχείριση της σημερινής κυβέρνησης ανοίγει μια επικίνδυνη ατραπό που οδηγεί σε ύφεση, δημοσιονομική στενότητα, αδυναμία εξασφάλισης ρευστότητας - με τον ESM να καραδοκεί. Ο Ιούλιος του 2015 ήταν η κορύφωση ενός ευρωπαϊκού δράματος που, από πολλές απόψεις, συνεχίζεται ώς και σήμερα, στοιχειώνοντας την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Συγχρόνως, ήταν και μια μεγάλη ευρωπαϊκή ήττα. Οχι μόνο ελληνική, σίγουρα όχι μόνο της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς. Ηταν η ήττα μιας Ευρώπης που απέτυχε να κάνει την υπέρβαση που θα έδινε περιεχόμενο στις μεγαλόστομες διακηρύξεις περί ευρωπαϊκής ενότητας και αλληλεγγύης, μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και κοινής ευρωπαϊκής μοίρας. Και που τελικά απέδειξε ότι πίσω από αυτές δεν κρυβόταν τίποτε περισσότερο από το αιώνιο ευρωπαϊκό παίγνιο της ισορροπίας -μάλλον, της ανισορροπίας- δυνάμεων και της ανηλεούς σύγκρουσης εθνικών συμφερόντων. Οπως όλες οι ήττες, είχε κι αυτή βαριές συνέπειες, από τις οποίες η Ευρώπη δεν έχει διαφύγει, διότι διστάζει να την παραδεχθεί ή να διδαχθεί από αυτήν. Οσο, όμως, αυτό θα συνεχίζεται, θα συνεχίζεται και η βασανιστικά αργόσυρτη πτώση της.
04
07

Καρλσρούη: Εν αρχή ην το Εθνικό Συνταγματικό Δίκαιο

Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο [της Γερμανίας] επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε καμία πραγματική διαπραγμάτευση μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης το καλοκαίρι του 2015, αλλά μια προαποφασισμένη από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών θέση, η οποία καταγράφηκε σε ένα non-paper στις 10 Ιουλίου, κοινοποιήθηκε χωρίς κάποια αλλαγή στους «εταίρους» της Γερμανίας και απλώς επιδόθηκε στη συνέχεια με τη μορφή τελεσιγράφου στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να ειπωθεί, χωρίς να είναι μεγάλη υπερβολή, ότι όλοι οι υπόλοιποι παίκτες του δράματος πλην της Γερμανίας και της Ελλάδας, από τον θλιβερό Γερούν Ντάισελμπλουμ ως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όλους του υπόλοιπους ηγέτες της Ευρωζώνης, δεν ήταν παρά κομπάρσοι, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο χορός. Αυτό, από μόνο του, λέει αρκετά για τη φύση της ίδιας της ευρωζώνης και του θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησής της. (...) Παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρακολούθηση της περί των ευρωπαϊκών θεμάτων νομολογίας του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, διότι, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη χρήσης διπλωματικής γλώσσας και μιας διατύπωσης που περισσότερο κρύβει παρά αποκαλύπτει την κατάσταση των πραγμάτων, οι δικαστές της Καρλσρούης μας δίνουν μια ακριβή εικόνα των ευρωπαϊκών υποθέσεων από τη γερμανική σκοπιά. Είναι, σίγουρα, άβολη, για μια χώρα όπως η Ελλάδα (ή για τη Γαλλία ή για την ίδια την ΕΕ, φερ’ ειπείν) η διαπίστωση ότι η διακυβέρνηση της Ευρωζώνης ή ακόμα και η αποβολή μιας άλλης κυρίαρχης (;) χώρας από αυτήν είναι, στην ουσία, ζήτημα τήρησης των συνταγματικών ισορροπιών μεταξύ των γερμανικών πολιτειακών θεσμών και, μάλιστα, με επίδικο τον γερμανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Πλην όμως, η αλήθεια σπάνια είναι βολική για όλους. (...) Όλα αυτά είναι εξόχως ενδεικτικά της εκ φύσεως ατελούς φύσης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των εντάσεων που αναπόδραστα δημιουργούνται όταν κυρίαρχα κράτη υπάγονται σε υπερεθνικές δομές, χωρίς απαραίτητα να πληρούνται οι ιστορικές συνθήκες για κάτι τέτοιο. Εντάσεων που ενδεχομένως κρύβονται σε εποχές ευωχίας, όσο τα πράγματα κυλούν στοιχειωδώς ομαλά, αλλά ξεσπούν όταν αρχίζουν τα προβλήματα και οι κρίσεις, αποκτώντας τη δική τους δυναμική. Αυτό θα είναι το θεμελιώδες ευρωπαϊκό δίλημμα που θα αντιμετωπίσουν οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τα ευρωπαϊκά κράτη τα επόμενα χρόνια ή και δεκαετίες και που -αν δεν επιτευχθεί η κατάλληλη ελαστικότητα και ευελιξία- θα συνεχίσει να ωθεί την ΕΕ προς την θεσμική παράλυση –ή ακόμα και τη διάλυση: πώς να τετραγωνιστεί ο κύκλος.
02
06

Γιάννης Γούναρης: Σε τι χρησιμεύει η Ευρωπαϊκή Ενωση; (Μέρος δεύτερο)

Δεν πρόκειται να γίνει καμία επιστροφή στις παλιές καλές εποχές των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, αυτή τη φορά υπό τη μετανεωτερική αιγίδα της Ε.Ε. Ο αιώνας μας δεν θα είναι ο αιώνας της Ευρώπης, αλλά της Ασίας, με την Αμερική να διεκδικεί όχι την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, αλλά μια ισότιμη θέση. Στην εποχή των γιγάντων, οι ευρωπαϊκές χώρες, μεμονωμένες, δεν έχουν τύχη. Το ίδιο ισχύει για τις περίφημες «ευρωπαϊκές αξίες». Αν οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -που δεν περιορίζονται στην Ε.Ε.- συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι δεν θα υπάρξει μια «ευρωπαϊκή υπερδύναμη», αλλά ούτε και χρειάζεται, ίσως ανακαλύψουν εκ νέου την πραγματική τους χρησιμότητα. Τα επόμενα χρόνια (ίσως δεκαετίες) τα ευρωπαϊκά κράτη θα χρειαστεί να εκπονήσουν και να εκτελέσουν γιγαντιαία προγράμματα δημόσιων επενδύσεων, αν θέλουν να διατηρήσουν το υψηλό, συγκριτικά, βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών τους. Τα διευρωπαϊκά δίκτυα υποδομών, οι τηλεπικοινωνίες 5G, η ομαλή μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι διαστημικές εφαρμογές, η επιστημονική έρευνα και η τεχνολογική καινοτομία, ο επαναπατρισμός ευρωπαϊκών βιομηχανιών και η προστασία των ευρωπαϊκών θέσεων εργασίας: αυτοί είναι κάποιοι από τους αναπτυξιακούς πυλώνες του μέλλοντος που, και μόνο λόγω κλίμακας, πρέπει να υποστηριχθούν από ένα πανευρωπαϊκό χρηματοδοτικό πρόγραμμα, ανάλογο σε μέγεθος του αντίστοιχου αμερικανικού. Συγχρόνως, πρέπει να υπάρξει η απαραίτητη ευελιξία από την πλευρά της Ε.Ε. ώστε τα κράτη-μέλη να έχουν τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης των δικών τους αναπτυξιακών προγραμμάτων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες και τα δεδομένα κάθε χώρας, καθώς και για τη στήριξη των δομών κοινωνικής πρόνοιας, με άλλα λόγια, του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους που τόσο άγρια έχει πληγεί τις τελευταίες δεκαετίες. Αν τα παραπάνω ακούγονται σαν τον προστατευτισμό που προκαλεί αλλεργία σε κάθε πιστό νεοφιλελεύθερο, αυτό δεν εκπλήσσει: πράγματι, αυτό που θα χρειαστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες στο μέλλον -το χρειάζονται ήδη- είναι προστασία. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι εάν πρόκειται για μια αποστολή αντάξια των υψηλών φιλοδοξιών της Ε.Ε., αλλά εάν η τελευταία είναι ικανή -ή πρόθυμη- να τη φέρει σε πέρας. Εάν η απάντηση είναι όχι, τότε καμία βαρύγδουπη διακήρυξη, καμία επικοινωνιακή άσκηση δεν θα σταματήσει την κατρακύλα της στην ανυποληψία και την παρακμή.
24
05

Στη Βουλή το λοκντάουν διαρκεί πολύ

Παρατηρεί κανείς ότι η κοινή γραμμή των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών θεσμών είναι ότι τα κοινοβούλια οφείλουν να ελέγχουν την καταλληλότητα και την αναλογικότητα των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, καθώς και των σχετικών αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας και των επιτροπών των ειδικών εμπειρογνωμόνων. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, διαπιστώνει κανείς το αντίστροφο: όταν, με το που άνοιξαν οι οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες για τον γενικό πληθυσμό –ελέω τουρισμού και με μια εκτός λογικής απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας να παραμένει επ’ αόριστον– τέθηκε το ζήτημα της άρσης των περιορισμών στη λειτουργία της Βουλής, ιδίως όσον αφορά στη φυσική παρουσία των βουλευτών τόσο κατά τις συνεδριάσεις όσο και στις ψηφοφορίες, η απάντηση από την πλευρά του προέδρου ήταν ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό προς το παρόν, εν αναμονή των εισηγήσεων των ειδικών. Με άλλα λόγια, ενώ οι ξένοι επισκέπτες κυκλοφορούν ανεμπόδιστα απολαμβάνοντας τις ξέγνοιαστες διακοπές τους, η Βουλή πρέπει να περιμένει το πράσινο φως μιας επιτροπής για να λειτουργήσει κανονικά ως σώμα. Ακόμα και παραβλέποντας το πόσο προβληματική θεσμικά είναι μια τέτοια εξάρτηση (και, σίγουρα, δεν είναι προς παράβλεψη), είναι να απορεί κανείς ποιο είναι το ανυπέρβλητο κώλυμα της εν λόγω επιτροπής, ώστε να καθυστερεί την εισήγηση που περιμένει ο πρόεδρος της Βουλής. Είναι, μήπως, λιγότερο σημαντική η υπολειτουργία του κοινοβουλίου από τον τουρισμό; Είναι, μήπως, μεγαλύτερη η απειλή για τη δημόσια υγεία από μια αίθουσα ολομέλειας με παρόντες τους βουλευτές, παρά από την εστίαση ή τα σχολεία της χώρας; Οποιοσδήποτε θα δυσκολευόταν πολύ να δει τη λογική σε κάτι τέτοιο. Επομένως, η αιτία πρέπει να αναζητηθεί αλλού: ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού είναι η αντιπάθειά του στις δημοκρατικές διαδικασίες και η προτίμησή του στην τεχνοκρατική διαχείριση της πολιτικής. Η υποβάθμιση του κοινοβουλίου είναι ένα ακόμα σύμπτωμα αυτής της αντιπάθειας. Προφανώς, η κυβέρνηση προτιμά να «νομοθετεί» χωρίς τον «ενοχλητικό» έλεγχο της Βουλής. Αντιλαμβάνεται τον κοινοβουλευτισμό, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μια καθαρά διεκπεραιωτική διαδικασία που απλώς πρέπει να ακολουθείται για τους τύπους. Μια δημοκρατία «τύποις».
28
03

Διάσκεψη για ποιο μέλλον, ποιας Ευρώπης;

Έπειτα από δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν σοκαρισμένοι ότι ούτε η ασφάλειά τους, ούτε η ελευθερία τους είναι δεδομένες. Ότι μπορεί να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς προστασία της εργασίας, της υγείας, της ιδιωτικότητας (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών προσωπικών τους δεδομένων) και της ίδιας της ζωής τους και μάλιστα χωρίς να έχουν την πρακτική δυνατότητα να κάνουν κάτι γι’ αυτό, ασκώντας το θεμελιώδες δικαίωμα της συλλογικής διαμαρτυρίας -ή ακόμα και της εξέγερσης. Και ότι η ενημέρωσή τους θα διοχετεύεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από «επισήμως εγκεκριμένα» χαλκεία. Μπροστά σε αυτά τα θεμελιώδη ζητούμενα, το εάν και πώς η ΕΕ θα προχωρήσει στον πράσινο ή και ψηφιακό μετασχηματισμό της ή το πώς θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα οι ευρωεκλογές είναι πολύ δευτερεύοντα. Θα είναι, όμως, σε θέση η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητούμενα; Μπορεί, ασφαλώς, κανείς να ελπίζει, αλλά είναι μάλλον αμφίβολο. Αντί, επομένως, να αναλίσκονται σε επικοινωνιακές ασκήσεις μικρής πραγματικής χρησιμότητας που ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλούν εκτός της «φούσκας των Βρυξελλών» στα εκατομμύρια Ευρωπαίων, καθώς αυτοί βλέπουν όλα όσα θεωρούσαν κεκτημένα οι προηγούμενες γενιές να εξαϋλώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, καλά θα έκαναν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να απαντήσουν σε ένα (καθόλου) απλό ερώτημα: είναι πρακτικά χρήσιμη η ΕΕ σήμερα και τι συγκεκριμένο μπορεί να προσφέρει στους Ευρωπαίους που δεν μπορούν να εγγυηθούν τα ίδια τα κράτη-μέλη; Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της ΕΕ και σε ποιους τομείς; Πού δίνει ώθηση και πού, αντίθετα, δημιουργεί αχρείαστες περιπλοκές και προσκόμματα; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα καταμερισμού εργασίας που θα κρίνει το μέλλον και τη μορφή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα επόμενα χρόνια. Η ΕΕ θα χρειαστεί να μάθει να επεμβαίνει γρήγορα και αποφασιστικά εκεί που πραγματικά απαιτείται συλλογική δράση και να μην επεμβαίνει καθόλου ή να ενεργεί υποβοηθητικά εκεί που μια συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να υλοποιηθεί πιο αποτελεσματικό από τα κράτη-μέλη. Είναι σίγουρα ένα επώδυνο μάθημα για έναν οργανισμό που χτίστηκε με βάση το αξίωμα ότι το πεπρωμένο του ήταν μια ιδεατή (και ουτοπική) Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, ένα μάθημα στο οποίο, προφανέστατα, δεν αριστεύει επί του παρόντος. H αρχή της επικουρικότητας, λοιπόν, οφείλει να είναι η πυξίδα για τα επόμενα βήματα. Και αξίζει να επισημανθεί ότι η εν λόγω αρχή είναι ήδη κατοχυρωμένη στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Επομένως, αντί αυτές να αναθεωρηθούν εκ νέου, ίσως θα ήταν σκόπιμο να ερμηνευτούν και να εφαρμοστούν με τρόπο συμβατό με τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
12
02

Η πανδημία, τα εμβόλια και η τρίτη αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η πρόταση να αποκτήσει η ΕΕ τις πατέντες των εμβολίων -ιδίως εκείνων που αναπτύχθηκαν με γενναία χρηματοδότηση από τους ίδιους τους Ευρωπαίους φορολογούμενους- για λογαριασμό των κρατών-μελών της και στη συνέχεια η διάθεσή τους στα τελευταία, ώστε να πολλαπλασιαστεί η δυνατότητα παρασκευής εμβολίων θα συνδύαζε, αφενός, τη συλλογική ισχύ των ευρωπαϊκών χωρών αφετέρου την απαραίτητη ευελιξία, ώστε να καταρτίσουν αυτές τα σχέδια τους σε εθνικό επίπεδο και με βάση τα ειδικότερα δημογραφικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της καθεμίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι αυτή που συγκεντρώνει πλέον ευρύτερη υποστήριξη. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε να αποδεχθεί η ΕΕ τη βασική αρχή ότι τα εμβόλια δεν είναι κοινό εμπορικό προϊόν, αλλά δημόσιο αγαθό. Το πόσο δύσκολο είναι να γίνει αποδεκτή η αρχή αυτή από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη νοοτροπία της ΕΕ έγινε σαφές από τη λοιδορία με την οποία τη σχολίασε αρχικά ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο κατεξοχήν φορέας αυτής της νοοτροπίας, από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων. Είναι πλέον πολύ πιθανό ότι η ΕΕ θα καταλήξει σε αυτήν τη λύση -για μία ακόμα φορά υπερβολικά αργά και αφού θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος με βαριές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά και με βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.