Νίκος Φίλης: Συγκλονίζομαι με την κατάθεση
Συγκλονίζομαι κυριολεκτικά διαβάζοντας προ ολίγου στον ηλεκτρονικό Τύπο την κατάθεση της γυναίκας συνταξιούχου αστυνομικού, που έζησε πρόσωπο με πρόσωπο τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Τρομάζει η απανθρωπιά των δραστών· το αδίστακτο έγκλημα που περιγράφει η αυτόπτης μάρτυρας. Είδα το βλέμμα του άμοιρου παιδιού στα λόγια της. Νιώθω τη συντριβή των γονιών του Ζακ, όταν άκουσαν το μαρτύριο που οδήγησε στη δολοφονία του παιδιού τους. Και σκέφτομαι: όσοι έσπευσαν να αθωώσουν τους δράστες αμέσως μετά το έγκλημα, ακουμπώντας στο στερεότυπο του «νοικοκύρη που δέχτηκε την επίθεση του ληστή» για να κατασκευάσουν ψεύτικα άλλοθι, πώς νιώθουν τώρα; Αισθάνονται ότι τα παιδιά τους είναι ασφαλή σε μια τέτοια κοινωνία;
Τα λόγια και η κατάθεση της μάρτυρος και η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, δείχνουν ότι ΕΛΠΙΔΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ. Η αποκτήνωση δεν καταλαμβάνει την κοινωνία.
Απόσπασμα από την κατάθεση: «Είδα έναν κύριο να πετάει κάτι πάνω στη βιτρίνα, μάλλον πέτρα, 3-4 φορές. Θεώρησα ότι κάποιον ήθελε να βρει με αυτή. Είδα τη βιτρίνα θρυμματισμένη και έναν νεαρό στην προθήκη να προσπαθεί να βγει. Ήταν κατατρομαγμένος, πανικοβλημένος και προσπαθούσε να βγει. Ο ίδιος κύριος και ένας άλλος, κλωτσώντας τον τόσο δυνατά, που το κεφάλι του τιναζότανε και πήγαινε πίσω. Φώναζα "έλεος, θα τον σκοτώσετε! Σταματήστε!". Πλησίασα σε απόσταση δύο μέτρων. Είδα τον πρώτο κύριο να ρίχνει μια κλωτσιά και πέφτει ένα μεγάλο κομμάτι τζάμι στο κεφάλι του νεαρού, ο οποίος έπιασε τον λαιμό του. Φώναζα "καρατομήθηκε!". Εγώ ούρλιαζα και έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα, είδα τον νεαρό στο πεζοδρόμιο και αυτοί έξαλλοι έβριζαν και τον χτυπούσαν. Φώναζα εγώ. Μπροστά από εμένα ένας κύριος προσπαθούσε να τους απωθήσει και εγώ ήμουν από πίσω του. Δεν θα το ξεχάσω… Ο νεαρός είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του και ήταν καρφωμένα στα δικά μου και τα χείλη του τρεμόπαιζαν. Δεν μπορούσα να συνέλθω για μήνες (σ.σ. η μάρτυρας κλαίει). Σαν να ήθελε κάτι να μου πει. "Βοήθεια" ίσως; Ήταν παρά πολύ κοντά μου. Ακόμα τον θυμάμαι. Το πρόσωπό του… Δεν μπορώ… Τίποτα άλλο (...) Δεν είδα μαχαίρι. Τα χέρια ήταν… καταματωμένος παντού… στο κεφάλι του. Παντού αίματα. Και την ώρα που έπεσε το μεγάλο κομμάτι από τη τζαμαρία… Και συνέχιζαν να τον κλωτσούν. Δεν μπορώ να ξέρω ποιος χτυπούσε περισσότερο. Πέφτανε συνεχώς κλωτσιές. Έμεινα εκεί γιατί ήθελα να τον προστατεύσω. Τον αισθανόμουν ανυπεράσπιστο.
Υπεράσπιση: Όταν σας είπαν ότι ένας ληστής πήγε σε κοσμηματοπωλείο και εγκλωβίστηκε, νιώσατε ότι υπήρχε κίνδυνος;
Μάρτυρας: Κινδύνευε το παιδί που ήταν στο πάτωμα».