Η κυρία Φρίντα μεγάλωσε στο Σοσνόβιτς της νότιας Πολωνίας, επί πέντε χρόνια έτρεχε με την οικογένειά της να κρυφτεί από τους ναζί, αναγκάστηκε να δώσει τον γιο της σε μια χριστιανική οικογένεια για να τον γλιτώσει και τελικά την έπιασαν μαζί με τη μητέρα της τον Ιανουάριο του 1944 και τη φόρτωσαν στο τραίνο για το Άουσβιτς.
Ένα χρόνο αργότερα ήταν από τις λίγες ζωντανές που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός. Έκανε παιδιά, απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα και μέχρι πολύ πρόσφατα δεν μίλησε ποτέ για τον φόβο, για τη μυρωδιά από τα κρεματόρια που δεν έφυγε ποτέ από πάνω της.
Ακόμη και τώρα δεν θέλησε να γραφτεί το όνομά της, ποτέ δεν πίστεψε στο “ποτέ ξανά”, ποτέ δεν έλειψαν από τις ειδήσεις τα κρούσματα του αντισημιτισμού. Επί πολλά χρόνια έκρυβε το μπράτσο της, το νούμερο 74712, δεν ήθελε να τη ρωτάνε, δεν ήθελε να ξέρουνε. Στο μεταξύ δεν το κρύβει πια: “Σήμερα σχεδόν όλοι κυκλοφορούν με τατουάζ, το δικό μου δεν βγάζει πια μάτι”, λέει.
Και μετά διάβασα το τιτίβισμα του Άδωνι Γεωργιάδη -και είδα και τη φωτογραφία του με τον έτερο βουλευτή της Ν.Δ.- που πήγε στο Άουσβιτς. Όχι ως ιδιώτης, ως Σαούλ που έγινε Παύλος, που απαρνήθηκε το παρελθόν του - άνθρωποι είμαστε, μπορεί και να είδε το φως το αληθινό, ποιος ξέρει; Πήγε ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης, ως εκπρόσωπος της χώρας. Έστειλαν στο Άουσβιτς τον τηλεπωλητή που πλάσαρε τα αντισημιτικά βιβλία του Πλεύρη. Κατέθεσε στεφάνι στον τόπο που δολοφονήθηκαν απάνθρωπα εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι -και όχι μόνο- αυτός που διαφήμιζε το “Εβραίοι, όλη η αλήθεια”.