Κώστας Αθανασίου

05
06

Κώστας Αθανασίου: Στιγμές της αιγυπτιακής λογοτεχνίας

Αλάα Αλ-Ασουάνι «Ανεκπλήρωτη δημοκρατία» (μτφ. Γιάννης Στρίγκος, εκδ. Πατάκη, 2019) Ο Αλ-Ασουάνι δεν παριστάνει τον «ουδέτερο παρατηρητή». Μέλος και ο ίδιος του κινήματος Κιφάγια, συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις στην πλατεία Ταχρίρ («εκείνες οι δεκαοκτώ μέρες ήταν οι πιο όμορφες στη ζωή μου», έχει πει ο ίδιος στην Guardian). Είναι ένας άνθρωπος που έχει θέση και που με το συγκεκριμένο μυθιστόρημά του παίρνει θέση. Στηλιτεύει ανηλεώς τη δικτατορία Μουμπάρακ και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να σπέρνει τον φόβο και να καταστέλλει κάθε προσπάθεια αντίστασης, ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να δείξει από τη δική του οπτική τις περίπλοκες ισορροπίες που διαμορφώνονταν εκείνες τις μέρες. Για να αποδώσει όλο αυτό το πανόραμα στήνει ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με χαρακτήρες μάλλον ιδεοτυπικούς, που απεικονίζουν και συνθέτουν τις ψηφίδες της αιγυπτιακής κοινωνίας εκείνη την κρίσιμη εποχή. Τάχα Χουσεΐν «Η προσευχή του αηδονιού» (μτφ. Πέρσα Κουμούτση, εκδ. Gutenberg, 2019) Η θέση των γυναικών στην αιγυπτιακή κοινωνία είναι το βασικό θέμα στην Προσευχή του αηδονιού, καθώς παρακολουθούμε την τραγική ιστορία που θα ζήσουν τρεις γυναίκες, δύο αδελφές και η μητέρα τους, «μια αγράμματη γυναίκα» από «ένα από εκείνα τα χωριά που οι κάτοικοί του, αργά ή γρήγορα, τα εγκαταλείπουν αναζητώντας μια καλύτερη ζωή σε μια πιο εύφορη γη της αιγυπτιακής αγροτικής επαρχίας». Οι γυναίκες ζουν σε έναν κόσμο όπου φταίνε πάντα για τα πάντα, ακόμα και για τα παραστρατήματα των ανδρών, σε έναν κόσμο επιβολής και τιμωρίας όπου οι «πομπές» τους ξεπλένονται με αίμα, σε έναν κόσμο όπου οι επιλογές που έχουν δεν είναι ποτέ εύκολες, ακόμα κι όταν θα αναγκαστούν να φύγουν από το χωριό και να φτάσουν «στις παρυφές της πόλης».
13
05

Etel Adnan: Η βούληση για ελευθερία και τα γρανάζια ενός εμφυλίου

«Ο θάνατος ποτέ δεν είναι στον πληθυντικό. Δεν είναι εκατομμύρια οι θάνατοι. Συμβαίνει να είναι εκατομμύρια οι φορές που κάποιος πεθαίνει». Οι λέξεις αυτές ίσως συμπυκνώνουν με τον τρόπο τους τη ματιά με την οποία η Ετέλ Αντνάν κοιτάζει τον εμφύλιο που ρήμαζε επί χρόνια (1975-1990) τη χώρα της, τον Λίβανο, αφήνοντας πίσω του περίπου 120.000 νεκρούς και πολλές χιλιάδες, ίσως πάνω από ένα εκατομμύριο, εκτοπισμένους, πρόσφυγες, εξόριστους. «Κρυφή» πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η πόλη, η Βηρυτός, «μια πόλη ταπεινωμένη. Υπέστη μια ήττα. Αυτή είναι εκείνη που έχασε»: «υποφέρει, θεότρελη και επιπόλαιη όσο δεν παίρνει, και τώρα υποταγμένη, ξεκοιλιασμένη, βιασμένη, σαν τις κοπέλες εκείνες που τις βίασαν οι διάφοροι πολιτοφύλακες». Μια πόλη που «έγινε σιγά σιγά μια πελώρια ανοιχτή πληγή». Στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, η Αντνάν, αποτυπώνοντας την ιστορία ενός ανθρώπου που επιμένει να ακολουθήσει τις δικές του επιλογές, έστω κι αν αυτό τον φέρει σε σύγκρουση με τους επιβεβλημένους και αναμενόμενους κανόνες της κοινωνίας που τον περιβάλλει, μέχρι να συντριβεί από το βάρος ενός ανηλεούς εμφύλιου, ανατέμνει ταυτόχρονα και τις πολλαπλές και πολύπλευρες αιτίες του πολέμου στον Λίβανο παρακάμπτοντας τους εύκολους μανιχαϊσμούς χωρίς να υποδύεται την ουδέτερη, μιλάει για τον ταξικό χαρακτήρα του πολέμου, για την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των αντιμαχόμενων, αλλά και για τη θέση της γυναίκας στη λιβανέζικη κοινωνία ή για τα σημάδια της αποικιοκρατίας. Ένα σκληρό κείμενο που ιχνηλατεί τη βαναυσότητα, καθώς το στοιχειώνει πάντα το ανελέητο ερώτημα: «πώς να γιατρέψεις τη μνήμη;».
22
04

Οι διαστάσεις του έρωτα πέρα απ’ τους κανόνες

«Όλοι αγαπάμε σύμφωνα με τις διαστάσεις μας», λέει κάποια στιγμή ένας από τους πρωταγωνιστές του Νυχτοδάσους. Αυτές τις «διαστάσεις» της ανθρώπινης ψυχής που αγαπάει, άλλοτε φωτεινές και άλλοτε ερεβώδεις, άλλοτε γαλήνιες και άλλοτε φουρτουνιασμένες, διερευνά η Τζούνα Μπαρνς σε αυτό το ανατρεπτικό και εμβληματικό για τον μοντερνισμό μυθιστόρημα, σκαλίζοντας φόβους, απογοητεύσεις, ελπίδες («δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτα περισσότερο από την ελπίδα»), ανατάσεις, συντριβές. Τόπος και χρόνος, η Ευρώπη του Μεσοπολέμου, και κυρίως το Παρίσι και η ατμόσφαιρα «γοητευτικής παρακμής» που κυριαρχούσε τότε εκεί. Ο άξονας της αφήγησης (η λέξη πλοκή θα είχε μια μάλλον ιδιόμορφη χρήση μιλώντας γι’ αυτό το βιβλίο) συγκροτείται από τα σημεία όπου τέμνονται οι ζωές των πέντε πρωταγωνιστών του βιβλίου. Κεντρικό πρόσωπο, πραγματική πρωταγωνίστρια, η μυστηριακή, φασματική Ρόμπιν που, σχεδόν σιωπηλή στις σελίδες του βιβλίου, στοιχειώνει με τις πράξεις της την ύπαρξη των υπολοίπων, σημαδεύει με τις επιλογές της τις ζωές τους. Η Ρόμπιν παντρεύεται με τον Φέλιξ, κάνουν παιδί, αυτή αρχίζει να περιπλανιέται και να εξαφανίζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα «ανίκανη ή απρόθυμη να δώσει λογαριασμό για τις κινήσεις της» και όταν επανεμφανίζεται έχει αρχίσει μια σχέση με την Νόρα. Η Νόρα την ερωτεύεται τρελά, με ένα πάθος απελπισμένο που γίνεται ασφυκτικό, κτητικό, και τελικά χωρίζουν και στη ζωή της Ρόμπιν μπαίνει η Τζένη: «λίγο αργότερα η Τζένη και η Ρόμπιν πήραν το πλοίο για την Αμερική», αφήνοντας πίσω την Νόρα συντετριμμένη. Έτσι, με άξονα τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων και με τη φιγούρα του γιατρού Ο’Κόνορ να στοιχειώνει τις νύχτες της πόλης, η ιστορία οδεύει προς τον λυγμό του τέλους.
29
03

Αναζητώντας ασφάλεια σε έναν εχθρικό κόσμο

Μια νέα γυναίκα, η Αμάντα, είναι στα τελευταία της, στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Εκεί, συνομιλώντας (συνομιλώντας;) με τη φασματική, αινιγματική (κάτι μεταξύ παιδιού και ενήλικου) μορφή του Νταβίντ, ταξιδεύει νοερά στις αναμνήσεις της, στην περιπέτεια που έζησε με την κόρη της, Νίνα, στην ιστορία του Νταβίντ και της Κάρλα, της μητέρας του, στα γεγονότα που την έφεραν σε εκείνη την κλίνη των επειγόντων περιστατικών. Έτσι, η Αμάντα προσπαθεί, καθώς ο χρόνος της τελειώνει, να ανασυστήσει με θραυσματικό τρόπο την ιστορία μιας θανάσιμης και αόρατης απειλής που, από φόβος και φοβία, πήρε τελικά σάρκα και οστά, έγινε απτή πραγματικότητα με δραματικά αποτελέσματα. Αν και φαινομενικά κεντρική αφηγήτρια του βιβλίου είναι η Αμάντα, στην ουσία έχουμε μια υποδόρια πολυφωνική αφήγηση, τοποθετημένη σε πολλά χρονικά επίπεδα, που σιγά σιγά χτίζει την ατμόσφαιρα μιας διάχυτης απειλής από κάποια ακαθόριστη και διάσπαρτη «δηλητηρίαση», από ένα ύπουλο και πανταχού παρόν δηλητήριο, παίζοντας κάποιες φορές με τα όρια μεταξύ ορθού λόγου και δεισιδαιμονίας.
29
02

Πεπτωκότες και ηττημένοι

Σε όλα του τα βιβλία, ο Τζόνσον έγραψε «για τους αποτυχημένους και τους απελπισμένους», «για τους πεπτωκότες», όπως γράφτηκε όταν πέθανε. Έτσι και σε αυτή τη συλλογή των διηγημάτων, ο Τζόνσον μάς μιλάει για δύσκολες ζωές που διανύουν τη σκοτεινή τροχιά τους προς το αναπόφευκτο τέλος. Έτσι κι αλλιώς, «δεν έχει σημασία. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει. Καταλαβαίνετε προφανώς ότι, την ώρα που τα γράφω αυτά, δεν έχω πεθάνει. Μπορεί όμως να έχω μέχρι να τα διαβάσετε».
13
02

Οι «παράξενοι καρποί» στα δέντρα του Νότου…

«Τα δέντρα του Νότου βγάζουν παράξενους καρπούς / αίμα στα φύλλα και αίμα στη ρίζα», τραγουδούσε το 1939 η Μπίλι Χόλιντεϊ για τους λιντσαρισμένους Μαύρους που αιωρούνταν απαγχονισμένοι στα δέντρα. «Strange fruit», ένα παλιότερο ποίημα του Έιμπελ Μέροπολ, που το υπέγραψε με ψευδώνυμο, αφού από τη μια οι στίχοι ήταν «επικίνδυνοι», από την άλλη ο ίδιος ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Το 1955, ωστόσο, η ρατσιστική βία και το συστηματικό λιντσάρισμα Μαύρων στον Νότο των ΗΠΑ απέκτησε πρόσωπο, ένα εφιαλτικό πρόσωπο που το είδαν οι πάντες, όταν δολοφονήθηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο ο Έμετ Τιλ και η φωτογραφία του κυκλοφόρησε σε ολόκληρη τη χώρα.
06
02

Κλεφτές ματιές στο χείλος του ερέβους

Μέσα από τις ελάχιστες λέξεις κάθε ιστορίας, αποτυπώνονται γαλήνιες στιγμές που ραγίζουν απρόσμενα, καμιά φορά με τον πιο τρομακτικό τρόπο, ρωγμές στην αποπνικτική δυστυχία στην οποία ζουν οι πρωταγωνιστές, όνειρα και εφιάλτες στον ύπνο και στον ξύπνιο που συντήκονται σε μια ζοφερή πραγματικότητα, στην οποία περνούν φευγαλέα άνθρωποι φορτωμένοι τύψεις, φόβο, αγωνία…
28
01

Από τον έναν πόλεμο στον άλλο…

Το έργο του Ρεμάρκ μετατρέπεται σε μια διαρκή αντιπολεμική κραυγή και σε μια καταγγελία για την ολέθρια παγίδα του εθνικισμού, καθώς ο συγγραφέας δεν διστάζει να θέσει δύσκολα ερωτήματα για θέματα ταμπού, όπως η πατρίδα και ο πατριωτισμός, τι ακριβώς, δηλαδή, σημαίνει η υπεράσπισή της πατρίδας («ανακαλύψαμε ότι δεν υπερασπιζόμασταν παρά μόνο το κομμάτι της πατρίδας που, αν ήταν στο χέρι μας, θα το αφήναμε μετά χαράς να πάει στον διάολο – μεταξύ άλλων και τον γουρουνοκέφαλο εθνικιστή εκεί πέρα»), αλλά και για τις ευθύνες των κυβερνήσεων στην καλλιέργεια του εθνικισμού και τις καταστροφικές επιπτώσεις του («σήμερα έχουμε πέντε εκατομμύρια ανέργους, πληθωρισμό και μια ήττα στην καμπούρα μας, επειδή είχαμε προηγουμένως να μας κυβερνούν οι λατρευτοί σας εθνικόφρονες! Επειδή η ίδια κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα σε πόλεμο, τυφλωμένη από τη μεγαλομανία της!»). Η θρησκεία και η Εκκλησία δεν ξεφεύγουν από τα «ασεβή» βέλη του συγγραφέα – ο καθολικός και ο προτεστάντης ιερέας ξεχνούν τις διαφορές τους την «κρίσιμη» στιγμή: «οι αντίπαλοι ιερείς ένωσαν τις φωνές τους για να ασκήσουν βέτο στη συμμετοχή του ραβίνου». Άλλωστε… «μην υποτιμάτε τη σοφία της Εκκλησίας! Είναι η μοναδική δικτατορία που κρατιέται στην εξουσία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, χωρίς ποτέ κανένας να καταφέρει να την ανατρέψει». Και βεβαίως, καθώς η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αρχίζει να κλονίζεται, τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν στη χώρα: «σκεφτόμουν να παραγγείλω μια στολή των Ταγμάτων Εφόδου. Μόλις κυκλοφόρησαν στο Μόναχο».
23
11

Μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, η ποίηση

Ο Σουλτς φτιάχνει το σύμπαν του με τις λέξεις του, όμως έτσι κι αλλιώς «τα λόγια έχουν μια πολύ οριστική και τελεσίδικη σημασία, ώστε να μπορούν να περιγράψουν το ημιτελές και ρηξικέλευθο αυτής της πραγματικότητας», μιας πραγματικότητας που μόνο το φίλτρο της φαντασίας του συγγραφέα μπορεί να επεξεργαστεί ή να δημιουργήσει.
17
11

Στις αβύσσους μιας άδειας καθημερινότητας

Ο κόσμος της Λισπέκτορ, ο κόσμος γύρω από τους πρωταγωνιστές και –κυρίως– τις πρωταγωνίστριές της είναι «τόσο πλούσιος που σάπιζε», η καλοσύνη των ανθρώπων είναι οδυνηρή, η σκληρότητα του κόσμου είναι ήρεμη, η ενοχή είναι πάντα παρούσα: «υπάρχουν τόσοι τρόποι να είσαι ένοχος και να χάσεις για πάντα τον εαυτό σου και να τον προδώσεις και να μην τον αντιμετωπίσεις». Για το «δικαίωμα στην κραυγή» μιλάει σε κάποιο άλλο βιβλίο της η Λισπέκτορ. Και αυτά τα διηγήματα είναι κραυγές, βουβές όμως τις περισσότερες φορές, πνιγμένες σε ζωές που βαλτώνουν.