Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «στο Βερολίνο, το 1933 και τα επόμενα χρόνια, οι ανταποκριτές του διεθνούς Τύπου είχαν δύο αποστολές: να προειδοποιήσουν τον κόσμο για τους δημίους και να δώσουν πρόσωπο στα θύματα». Εκείνο το Βερολίνο είναι μια βάναυση αλλά και παράξενη πόλη· «διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, ναζί: τα μέλη αυτού του μικρόκοσμου κουτσά στραβά συνυπάρχουν. Με τους ξένους ανταποκριτές, οι ναζί δεν χρησιμοποιούν μόνο το μαστίγιο αλλά και το καρότο».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί την ιστορία συγκεκριμένων δημοσιογράφων που δούλευαν στο Βερολίνο εκείνη την εποχή. Θυμάται, έτσι, εκείνες και εκείνους τους λίγους που τόλμησαν να έρθουν σε αντιπαράθεση με το υπουργείο Προπαγάνδας, του Γκέμπελς, και επέλεξαν να αποτυπώσουν την κατάσταση με «διορατικότητα και θάρρος», μιλώντας για την όλο και μεγαλύτερη αγριότητα των ναζί και τον αναδυόμενο κίνδυνο που αποτελούσε για ολόκληρο τον πλανήτη ο Χίτλερ. Απέναντι σε τέτοιους δημοσιογράφους, οι ναζιστικές αρχές ήταν αμείλικτες: εμπάργκο από τις επίσημες πηγές, προσπάθεια αποκλεισμού και φίμωσης, απειλές, επιθέσεις, απέλαση.
Θυμάται, όμως, και εκείνους που, για πολλούς και διάφορους λόγους, συνειδητά ή ασυνείδητα, έπαιξαν το παιχνίδι των ναζί, κλείνοντας τα μάτια, υποτιμώντας γεγονότα, δείχνοντας ανεπάρκεια ή επιλεκτικότητα στην ερμηνεία, διαστρεβλώνοντας την εικόνα. Άλλοι απλώς από φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους (τις πηγές τους κ.λπ.) ή μην κινδυνεύσει η ασφάλεια και η ζωή τους, χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι δημοσιογράφοι που στις ανταποκρίσεις τους απλώς έβγαζαν την αντικομμουνιστική («καλύτερα ο Χίτλερ παρά ο Στάλιν») ή τη φιλοναζιστική τους ιδεολογία.
Ντανιέλ Σνεντερμάν, «Βερολίνο, 1933.
Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ»,
μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, 2020