Κώστας Αθανασίου

29
05

Ocean Vuong: Η μνήμη είναι επιλογή ή μήπως είναι πλημμύρα;

Mια μακροσκελής επιστολή στη μητέρα του, την οποία όμως αυτή δεν θα μπορέσει να διαβάσει ποτέ, αφού δεν ξέρει να διαβάζει. Η καταγωγή του Όσιαν Βουόνγκ είναι από το Βιετνάμ. Η γιαγιά του παντρεύτηκε έναν αμερικανό στρατιώτη την εποχή του πολέμου. Όταν ο Βουόνγκ ήταν δύο χρόνων (έχει γεννηθεί το 1988), η μητέρα του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από το Βιετνάμ και, μετά από διάφορες περιπέτειες, έφτασε τελικά στις ΗΠΑ. Σ’ αυτό το (πρώτο του) μυθιστόρημα, το οποίο η κριτική έχει εγκωμιάσει πολλαπλώς, ο Βουόνγκ αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, μιας χώρας, καθώς η ζωή τους συναντάει συνέχεια την πανταχού παρούσα βία, από τον τραμπούκο στο σχολείο που «ήταν μόλις εννιά χρονών, αλλά κατείχε ήδη τη διάλεκτο των προβληματικών αμερικάνων πατεράδων», μέχρι τα σημάδια στη μνήμη από τις ναπάλμ, τους στρατιώτες και τα ελικόπτερα. Όπου κι αν σταθεί ο αφηγητής νιώθει εκτός, στην ερημιά μιας πολλαπλής απόρριψης, ως μη λευκός, ως γκέι («είχα νομίσει ότι σεξ σήμαινε να ανοίγεις δρόμους προς νέα εδάφη, πως, εφόσον οι άλλοι δεν μας έβλεπαν, οι κανόνες τους δεν ίσχυαν. Έκανα όμως λάθος»), ως λιγομίλητος, ως διαφορετικός.
28
05

Νίκος Μπελαβίλας: Μια ματιά στους δύο αιώνες του Πειραιά

Έρημος τόπος ήταν ο Πειραιάς στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν το 1833 ο Όθων αναζητούσε την πόλη που θα γινόταν η νέα πρωτεύουσα της χώρας. Η επιλογή της Αθήνας θα άλλαζε και το γειτονικό της λιμάνι, τον Πειραιά. Από εκεί πιάνει την αφήγησή του ο Νίκος Μπελαβίλας, για να γράψει την ιστορία της πόλης τους δύο τελευταίους αιώνες, σε ένα βιβλίο πολύ πλούσιο σε υλικό, το οποίο όμως διαβάζεται και πάρα πολύ ευχάριστα –ένα βιβλίο που σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς. Στις σελίδες του παρακολουθούμε πώς χτίζεται και οργανώνεται σιγά σιγά η νέα πόλη πάνω σε μια γη φορτωμένη με αρχαία ερείπια, καθώς δημιουργείται το «αττικό οικιστικό δίπολο» του Πειραιά και της Αθήνας. Ο πληθυσμός της πόλης το 1834 ήταν 150 κάτοικοι, ενώ το 1842 είχε φτάσει τους 2.611 κατοίκους και το 1850 τους 5.286...
22
05

JG Ballard: Μια κόλαση στον παράδεισο

Πολλά βιβλία του Τζ.Γκ. Μπάλαρντ τοποθετούνται στο λεγόμενο Νέο Κύμα της επιστημονικής φαντασίας. Οι βίαιοι δυστοπικοί κόσμοι του αποτυπώνουν μια κοινωνία που μοιάζει να έχει επιλέξει από μόνη της να πάρει τον δρόμο για την αυτοκαταστροφή της, ενώ ο συγγραφέας πολλές φορές στέκεται ιδιαίτερα στις ψυχολογικές και υπαρξιακές διαδρομές των ανθρώπων που κινούνται σ’ αυτούς τους κόσμους που μπορούν εύκολα να τους ρουφήξουν, κόσμους που βρίσκονται κρυμμένοι πίσω από το προσκήνιο, όπως στις Νύχτες κοκαΐνης (μτφ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδ. Καστανιώτη, 1997). Σε ένα σύμπαν όπως η Εδέμ-Ολυμπία και ο κόσμος γύρω της, το ταξικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν, και πάντα ασφυκτικό. Δεν είναι απλώς ότι σε ένα τέτοιο σύμπαν ο παράδεισος του ενός είναι η κόλαση του άλλου, αλλά ότι για να φτιάξει ο ένας τον παράδεισό του «οφείλει» να δημιουργήσει μια κόλαση για τον άλλο, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές βαθαίνουν κάθε στιγμή και σαρώνει τα πάντα η αγριότητα. Και επιπλέον, πολλές δικλίδες σωτηρίας δεν υπάρχουν: «εξάλλου, πολλοί είναι αυτοί που κρυφά επιδοκιμάζουν όσα γίνονται», και επιπλέον «οι φόροι που πληρώνει η Εδέμ-Ολυμπία αντιστοιχούν σε δισεκατομμύρια φράγκα». Με διεισδυτική ματιά, με χιούμορ πολλές φορές σαρκαστικό, ο Μπάλαρντ έχει γράψει βιβλία που τότε, στο παρελθόν, ανήκαν σε μια επιστημονική φαντασία (προφητική, έλεγαν κάποτε) που σήμερα μοιάζει σχεδόν με ρεπορτάζ του παρόντος. Πέρα πάντως από την αλληγορική, συμβολική πλευρά, ο Μπάλαρντ λέει και τα πράγματα με το όνομά τους: όπως γράφει, όλη αυτή η νοσηρή δυστοπική μικροκοινωνία «είναι ήδη εδώ. Λέγεται καταναλωτικός καπιταλισμός». Βέβαια, αυτή η καταστροφική και αυτοκαταστροφική νέα κοινωνία δεν μπορεί να κυριαρχήσει εύκολα. Ρωγμές φωτός, αντίστασης, εξέγερσης υπάρχουν. Χαραμάδες ανοίγουν. Ωστόσο, το δύσκολο ερώτημα τίθεται, πώς μπορεί να γίνει αλλιώς: άραγε όταν κανείς καταβυθιστεί σ’ αυτή τη νοσηρή αγριότητα, έστω και με πρόθεση να αντιδράσει, πώς μπορεί να αποφύγει να γίνει ίδιος με το τέρας;
28
04

Brandon Taylor: Ψέματα κι αλήθειες της αληθινής ζωής

Ο Γουάλας έχει κι αυτός μια μικρή παρέα από συμφοιτητές, «τη συγκεκριμένη δική του παρέα λευκών». Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας αουτσάιντερ, ένας άνθρωπος απομονωμένος/μοναχικός που ζει στο περιθώριο ή στο όριο, ακόμα κι όταν συναντιέται με την παρέα του νιώθει ότι δεν χωράει πουθενά: «δεν πήγαινε μαζί τους επειδή ποτέ δεν ένιωθε ότι τον ήθελαν στ’ αλήθεια». Έχει πλήρη επίγνωση πως, ό,τι και να κάνει και παρά τα επιφαινόμενα, κατά βάθος ο κόσμος στον οποίο κινείται θα τον κοιτάζει πάντα με εκείνο το ιδιαίτερο βλέμμα. Ξέρει επίσης ότι «οι άνθρωποι μπορούν να είναι απρόβλεπτοι στη σκληρότητά τους». Όταν ο Γουάλας συγκρούεται έντονα με μια συμφοιτήτριά του, μια λευκή γυναίκα, αυτή τελικά τον κατηγορεί για μισογυνισμό. Ο Γουάλας, «μόνος ανάμεσα σε λευκούς», αντιλαμβάνεται πως η αντιπαράθεση ενώπιον των υπευθύνων (που τον κοιτάζουν με το ίδιο επιφυλακτικό βλέμμα) και η όποια υπεράσπιση του εαυτού του είναι μάταιη: «θα μπορούσε να πει ότι το φέρσιμό της ήταν ρατσιστικό, ομοφοβικό. Θα μπορούσε να πει για το πώς τον αντιμετωπίζουν, για το πώς τον κοιτάζουν, για το πώς αισθάνεται όταν οι μόνοι που μοιάζουν μαζί του είναι οι επιστάτες. Θα μπορούσε να πει ένα εκατομμύριο πράγματα, αλλά ξέρει ότι κανένα δεν θα είχε σημασία». Μπροστά σε αυτή τη διαρκή αμφισβήτηση, ο Γουάλας θα πιεστεί να αναρωτηθεί αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει. Έτσι κι αλλιώς, ο Γουάλας έχει βαρεθεί να είναι αόρατος, να τον κοιτάζουν συγκαταβατικά (με ανοχή…) επειδή προέρχεται «από ένα δύσκολο υπόβαθρο»: ξέρει ότι η έλλειψη που του καταλογίζουν είναι «η έλλειψη λευκότητας», μια έλλειψη που «δεν μπορεί να την υπερνικήσει […] όσο σκληρά κι αν προσπαθεί […] θα είναι πάντα υπό αίρεση στα μάτια αυτών των ανθρώπων, όσο κι αν τον συμπαθούν ή ευγενικά του φέρονται». Ξέρει πως πίσω από το δημοκρατικό και ανοιχτόκαρδο περιτύλιγμα θα υπάρχει πάντα η υπόρρητη απόσταση/απόρριψη που το πολύ πολύ θα ψάχνει κάποιες μαύρες ή γκέι πινελιές ως απόδειξη και επίδειξη μιας υποτιθέμενης φιλελεύθερης ανοχής. Μπράντον Τέιλορ «Αληθινή ζωή», μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Κάκτος, 2021
17
04

Ένας πικρός ύμνος στην επανάσταση

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1939. Είναι μεν έργο μυθοπλασίας αλλά βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του Σερζ από τις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και την εξορία του τη δεκαετία του 1930, την πιο σκοτεινή περίοδο της σταλινικής εποχής. Ο Σερζ τελικά θα απελευθερωθεί το 1936, μετά από μια διεθνή καμπάνια αλληλεγγύης και πίεσης προς τον Στάλιν, και θα απελαθεί από τη Σοβιετική Ένωση. Παρά τον ολοκληρωτικό δρόμο που είχε πάρει πια η σταλινική αντεπανάσταση, της οποίας υπήρξε και ο ίδιος θύμα, ο Σερζ έμεινε πάντα ένας αμετακίνητος επαναστάτης, ένας κομμουνιστής με αδιαπραγμάτευτη πίστη στις αξίες και στα ιδανικά του σοσιαλισμού, ακόμα και σε σκοτεινές στιγμές ήττας. Μιλώντας μέσα από τα σπλάχνα της επανάστασης, ο Σερζ έστρεψε τα πυρά του στον λογοτεχνικό (όπως και τον πολιτικό) κομφορμισμό, πολέμησε την υποταγή της λογοτεχνίας (όπως και της πολιτικής δράσης) σε κρατικούς κανόνες εξουσίας και προπαγάνδας. Σε αυτόν τον πολυμέτωπο και χωρίς πολλές βεβαιότητες αγώνα, η συνείδηση του επαναστάτη παίζει κρίσιμο ρόλο για τον Σερζ: «ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο για να αμυνθείς ενάντια στους εχθρούς σου, ενάντια στον παλιό κόσμο στον οποίο αντιπαρατίθεται, είναι επίσης για να εξαλείψεις μέσα σου τα δικά σου σπέρματα αντίδρασης», γράφει στις Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφ. Ρεβέκκα Πέσσαχ, εκδ. Scripta, 2008). Όταν εκδόθηκαν τα Μεσάνυχτα στον αιώνα, ο Σερζ είχε έρθει ήδη σε ρήξη με τον Τρότσκι – στις Αναμνήσεις… ο Σερζ έχει εκτενείς αναφορές στα γεγονότα του 1936 και του 1937 που οδήγησαν σε αυτή την πολιτική απομάκρυνση. Ο συγγραφέας ζούσε πλέον στη Γαλλία, απ’ όπου έφυγε όταν εισέβαλαν τα στρατεύματα των ναζί, για να καταλήξει στο Μεξικό, όπου πέθανε το 1947, σε ηλικία 57 ετών.
27
03

Ιχνηλατώντας έναν κόσμο που αλλάζει

Την εποχή που έγραφε το Manhattan Transfer, ο Ντος Πάσος, ήταν ένας μαχητικός αριστερός, αντιμιλιταριστής, υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος, με πολύ ριζοσπαστικές θέσεις για πολλά ζητήματα. Έτσι, όπως λέει και η Θ. Τσιμπούκη στον πρόλογο του βιβλίου, «ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του Ντος Πάσος τον μετατρέπει σ’ έναν αδιαφιλονίκητο κριτή της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας». Στο βιβλίο, λοιπόν, είναι σαφής η διαρκής, υπόγεια ή ανοιχτή, κριτική ματιά στην κοινωνία που τον περιβάλλει, σε μια πρόοδο που μασάει ανθρώπους, σε αυτό που καθιερώθηκε να αποκαλείται «αμερικανικός τρόπος ζωής» και «αμερικανικό όνειρο», σε έναν κόσμο όπου μοναδική αξία είναι το χρήμα («είναι κόλαση να μην έχεις φράγκα»), στον καπιταλισμό, αυτόν τον «βρικόλακα που σας ρουφάει το αίμα… μέρα… και… νύχτα». Στο φόντο των ιστοριών του βιβλίου, εκτυλίσσονται όλα τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που διαμορφώνουν τον καμβά της εποχής στη Νέα Υόρκη και στις ΗΠΑ, μαζί με τον απόηχο των γεγονότων που συμβαίνουν στη μακρινή Ευρώπη, ειδικά με το ξέσπασμα μέχρι και τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου («Α, βέβαια, ήταν ωραίος πόλεμος»): η δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας στο Σαράγιεβο και η έναρξη του πολέμου («ο πόλεμος δεν πρόκειται να κρατήσει παραπάνω από δυο βδομάδες και εξάλλου δεν καταλαβαίνω τι μας αφορά εμάς», νομίζει κάποιος), η «απειλή» του σοσιαλισμού, των μπολσεβίκων και των «ανατρεπτικών ιδεών» καθώς και οι απελάσεις των «κόκκινων» («ξαναστέλνουν τους Κόκκινους στη Ρωσία») που επιβιβάζονται στα καράβια τραγουδώντας τη Διεθνή ενώ από κάτω το πλήθος κοιτάζει τους «ανεπιθύμητους ξένους», η ανεργία και τα εργατικά σωματεία, οι απεργίες και τα λοκ άουτ, το τέλος του πολέμου και η απογοήτευση των βετεράνων σε μια πόλη που έχει «μπουχτίσει πια με τους ήρωες πολέμου» («τώρα που γυρίζουμε στην πατρίδα μάς δίνουν ένα ξεροκόμματο. Δουλειές δεν υπάρχουν… μας αντιμετωπίζουν σαν να είμαστε αλήτες και τεμπέληδες»), η καταστολή («δεν μπορείς να πας πουθενά σ’ αυτή την κωλοπόλη χωρίς κάποιος να σε παρακολουθεί»), η ποτοαπαγόρευση και οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών. Ακόμα και η οργή των Ιρλανδών για την Αγγλία, «για να μάθει να αρνείται στην Ιρλανδία την αυτοδιάθεσή της». Το Manhattan Transfer έχει, βέβαια, και πολύ ενδιαφέρον από λογοτεχνική πλευρά, καθώς ο Ντος Πάσος χρησιμοποιεί πολλά καινοτόμα ή και πειραματικά στοιχεία στο ύφος, στη δομή, στη σύνθεση, στο στήσιμο των χαρακτήρων.
01
03

Υπονομεύοντας τις ταυτότητες, διερευνώντας το «ανέφικτο»

Μανουέλ Πουίχ «Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης», μτφ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora, 2021 - Οι πρωταγωνιστές που φτιάχνει ο Πουίχ δεν είναι μονοσήμαντοι ιδεότυποι, αλλά άνθρωποι ζωντανοί, με αντιφάσεις, αδυναμίες, σκαμπανεβάσματα, αμφιβολίες – δύο χαρακτήρες έξω από τις νόρμες, των οποίων οι αρχικές «σιδερένιες» ταυτότητες («ανδροπρεπής αντάρτης» και «απολίτικος ομοφυλόφιλος») στο τέλος είναι πια εντελώς υπονομευμένες. Έχει σχολιαστεί πως ίσως υπάρχει ένα ουτοπικό στοιχείο στο Φιλί. Ο Πουίχ είχε απαντήσει σε μια συνέντευξή του ότι «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, δεν πλάθω απλώς κάτι με τη φαντασία μου, ό,τι ξέρω προέρχεται από την εμπειρία». Το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης εκδόθηκε το 1976 στην Ισπανία (στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, σε μετάφραση Ιάκωβου Κοπερτί) και ήταν για πολλά χρόνια απαγορευμένο στην Αργεντινή – «έχει εκδοθεί στην Ιαπωνία, το Ισραήλ και την Κούβα, αλλά όχι ακόμα στην Αργεντινή», έλεγε πικρά ο Πουίχ, ο οποίος, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, είχε ήδη εγκαταλείψει την Αργεντινή και ζούσε στο Μεξικό, μετά την απαγόρευση του βιβλίου του The Buenos Aires affair, το 1973. Ο ίδιος μιλούσε για τα τηλεφωνήματα της ΑΑΑ, της Αντικομμουνιστικής Ένωσης Αργεντινής, που του έδιναν 24 ώρες διορία για να φύγει από τη χώρα, «αλλιώς…». Μάλιστα, φοβούμενος για την τύχη των γονιών του στην Αργεντινή, είχε ζητήσει από τον εκδότη του στην Ισπανία να καθυστερήσει την έκδοση. Ο Πουίχ έχει σχολιάσει τις δυσκολίες που συναντούσε κατά καιρούς η έκδοση των βιβλίων του. Καθώς τα βιβλία του είχαν απαγορευθεί από τη χούντα, πίστευε πως θα είχαν καλύτερη υποδοχή από τους αριστερούς εκδότες της Ευρώπης. Ωστόσο, τόσο ο Φελτρινέλι, στην Ιταλία, όσο και ο Γκαλιμάρ, στη Γαλλία, απέρριψαν το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης. «Δεν τους άρεσε το μίγμα σεξουαλικής απελευθέρωσης και κοινωνικής επανάστασης, τις οποίες ήθελα να τις παρουσιάσω ως διαφορετικές πλευρές του ίδιου αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση», έλεγε ο Πουίχ, περιγράφοντας με τον τρόπο του τον συντηρητισμό ενός μέρους της Αριστεράς με τον οποίο ήρθε αντιμέτωπος.
13
02

Μετανάστες σε πρώτο πρόσωπο

Δεκαοκτώ σύντομες ιστορίες μεταναστών περιέχει το βιβλίο του Παναγιώτη Περιβολάρη, δεκαοκτώ πρωτοπρόσωπες (πλην μίας) αφηγήσεις που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα: «οι ιστορίες αυτές καταγράφουν αφηγήσεις που ακούστηκαν στο γραφείο μου από πελάτες και φίλους μετανάστες», λέει ο συγγραφέας και δικηγόρος στο επάγγελμα, ο οποίος, με λιτό ύφος που αποφεύγει τη φολκλορική και εξιδανικευτική ματιά, συμπυκνώνει σε λίγες λέξεις την Ελλάδα που συναντούν οι μετανάστες και μετανάστριες όταν φτάνουν εδώ, αλλά πολλές φορές και την κατάσταση που αφήνουν πίσω τους φεύγοντας. Στις σελίδες του θα συναντήσουμε Χρυσαυγίτες και δικαστές που αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν μια Αλβανίδα να διεκδικεί περιουσία «των ανθρώπων» (των Ελλήνων…)· θα δούμε ανθρώπους που χάνουν το όνομά τους («είναι μέσα ο Αλβανός;»)· θα ακούσουμε τον Μιχάλη από την Αντίς Αμπέμπα (με μητέρα ντόπια και πατέρα «γόνο μιας πλούσιας ελληνικής οικογένειας της Αντίς Αμπέμπα», αν και στη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του «δεν υπάρχει όνομα πατρός», παρόλο που η μητέρα του τού δίνει το επώνυμο του πατέρα του) να έρχεται αντιμέτωπος, στην Ελλάδα πια, με το ερώτημα «από πού κι ως πού είχα ελληνικό επώνυμο, ενώ ήμουν μαύρος»· θα βρούμε τον νεαρό ομοφυλόφιλο που έρχεται στην Ελλάδα και πάει σε γκέι μπαρ για να ακούσει την κραυγή «ποια μαλάκω έφερε τον Αλβαναρά εδώ μέσα»· θα συναντήσουμε τους «γονείς [που] δεν ήθελαν τα παιδιά τους να κάνουν παρέα με Αλβανάκια», αλλά και εκείνους που διαμαρτύρονται όταν «ο Αφγανός» καλός μαθητής γίνεται παραστάτης («αρκετοί συμμαθητές μου πίστευαν ακριβώς το ίδιο. Ανάμεσά τους και παιδιά που είχαν γονείς μετανάστες»). Και πάνω απ’ όλα θα βρούμε αυτούς «που σώπαιναν»: «πετάχτηκε ένας συμμαθητής μου και είπε ότι στα χρόνια του Ισοκράτη δεν είχαν λαθρομετανάστες στην Ελλάδα. Η τάξη μου έμεινε μουγγή». Γι’ αυτό, λοιπόν, «το πρόβλημα το έχω με όλους τους υπόλοιπους. Αυτούς που αδιαφορούν και σωπαίνουν».
31
01

Martín Kohan: Φωτίζοντας τα πολλά πρόσωπα της αβύσσου

Μαρτίν Κόαν «Ηθικές επιστήμες», μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Κίχλη, 2020 Αργεντινή, Μπουένος Άιρες, 1982. Ακόμα δικτατορία. Το ιστορικό Εθνικό Κολέγιο, παρόλο που οι εποχές του μεγαλείου του έχουν περάσει, παραμένει πάντα το σχολείο των ελίτ και του συντηρητισμού τους: «μια επίλεκτη επιτομή ολόκληρου του έθνους». Άλλωστε «η ιστορία της Πατρίδας και η ιστορία του κολεγίου είναι ένα και το αυτό». Ο βασικός ρόλος του σχολείου αυτού είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση των μαθητών και των μαθητριών του και η εμπέδωση των αρχών και των αξιών που και η δικτατορία πρεσβεύει και προβάλλει. Για να παίξει αυτόν τον ρόλο, το σχολείο εφαρμόζει ένα πολύπλοκο σύστημα από πολύ αυστηρούς, παράλογους πολλές φορές, κανόνες, που ορίζουν όλη τη ζωή των μαθητών και των μαθητριών, αλλά και του εκπαιδευτικού προσωπικού, τόσο μέσα όσο και έξω από το σχολείο.
24
12

Αν οι δρόμοι του Χάρλεμ και τα χωράφια του Νότου μπορούσαν να μιλήσουν

Είναι γνωστό ότι η ατίθαση, η άβολη ματιά του Μπόλντουιν τον είχε φέρει αρκετές φορές σε αντίθεση με συγκαιρινούς του, κάτι ίσως αναμενόμενο για έναν συγγραφέα που διαρκώς υπονομεύει τις παγιωμένες και διλημματικές ταυτότητες, που συνεχώς αποφεύγει τις ευκολίες της μανιχαϊστικής σχηματικότητας και των απλουστευτικών κατατάξεων, που πάντα ρίσκαρε σε δύσκολα μονοπάτια, λογοτεχνικά και πολιτικά. Ο Μπόλντουιν, πάντα πολιτικός με τον δικό του βαθύ και έκκεντρο τρόπο, δεν ήθελε να είναι μονοσήμαντος, δεν ήθελε να γράφει απλοϊκά μυθιστορήματα «διαμαρτυρίας» – στην κλασική του συλλογή δοκιμίων Notes of a native son (στο πρώτο-πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Everybody’s Protest Novel») μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που το έργο του αντιστέκεται στις απλουστευτικές αναγνώσεις, που συχνά στέκονται αμήχανες στο πώς πραγματεύεται είτε το θέμα της φυλής είτε εκείνο της ομοφυλοφιλίας, για την οποία ο Μπόλντουιν έγραφε πολλά χρόνια προτού κορυφωθεί το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, και μάλιστα με μια οπτική που δικαίως πολλοί την χαρακτηρίζουν κουήρ. Ο Κέλι επιλέγει ένα δύσκολο, παρακινδυνευμένο σχεδόν, εγχείρημα: αυτός, ένας Μαύρος συγγραφέας, λέει την ιστορία των Μαύρων μέσα από τα μάτια των Λευκών κατοίκων της πόλης που παρακολουθούν το μεγάλο φευγιό: ποτέ δεν μαθαίνουμε ρητά από τα χείλια των ίδιων των Μαύρων την αιτία της εξόδου, δεν μαθαίνουμε τίποτα για το γιατί, το πώς, το γιατί τότε, το πού, κάτι που δημιουργεί ένα κλίμα αμφιβολίας σχετικά με την έξοδο που δίνει ιδιαίτερη δύναμη στο βιβλίο. Ο Κέλι παίρνει το ρίσκο να αποτυπώσει αφηγηματικά την ψυχολογία και τη νοοτροπία των Λευκών μέσα από το πρίσμα ενός Μαύρου συγγραφέα (ας σκεφτούμε πόσο συχνά έχουμε Λευκούς συγγραφείς να μιλούν για τις σκέψεις των Μαύρων χαρακτήρων τους) και, μιλώντας για τους Λευκούς και μέσα από το βλέμμα των Λευκών, ο Κέλι αποφεύγει τον σκόπελο ενός χοντροκομμένου μανιχαϊσμού, καθώς αποτυπώνει διάφορες αποχρώσεις στις στάσεις και στις συμπεριφορές, που όμως όλες, τελικά, ανήκουν με τον τρόπο τους στο ίδιο γενικό πλαίσιο του «λευκού βλέμματος», της οπτικής του προνομιούχου, του «από πάνω», του κυρίαρχου. Από τις συνομιλίες των Λευκών αναδύεται όλη η προκατάληψη, η βία, η αίσθηση ανωτερότητας, ο βαθύς ρατσισμός: οι Λευκοί απλώς δεν καταλαβαίνουν, οι Μαύροι στα μάτια τους είναι ουσιαστικά αόρατοι. Συνάμα, η «αποσιώπηση» της φωνής των Μαύρων είναι τόσο εύγλωττη, σχεδόν κραυγάζει στ’ αυτιά μας.