Κώστας Αθανασίου

17
04

Ένας πικρός ύμνος στην επανάσταση

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1939. Είναι μεν έργο μυθοπλασίας αλλά βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του Σερζ από τις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και την εξορία του τη δεκαετία του 1930, την πιο σκοτεινή περίοδο της σταλινικής εποχής. Ο Σερζ τελικά θα απελευθερωθεί το 1936, μετά από μια διεθνή καμπάνια αλληλεγγύης και πίεσης προς τον Στάλιν, και θα απελαθεί από τη Σοβιετική Ένωση. Παρά τον ολοκληρωτικό δρόμο που είχε πάρει πια η σταλινική αντεπανάσταση, της οποίας υπήρξε και ο ίδιος θύμα, ο Σερζ έμεινε πάντα ένας αμετακίνητος επαναστάτης, ένας κομμουνιστής με αδιαπραγμάτευτη πίστη στις αξίες και στα ιδανικά του σοσιαλισμού, ακόμα και σε σκοτεινές στιγμές ήττας. Μιλώντας μέσα από τα σπλάχνα της επανάστασης, ο Σερζ έστρεψε τα πυρά του στον λογοτεχνικό (όπως και τον πολιτικό) κομφορμισμό, πολέμησε την υποταγή της λογοτεχνίας (όπως και της πολιτικής δράσης) σε κρατικούς κανόνες εξουσίας και προπαγάνδας. Σε αυτόν τον πολυμέτωπο και χωρίς πολλές βεβαιότητες αγώνα, η συνείδηση του επαναστάτη παίζει κρίσιμο ρόλο για τον Σερζ: «ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο για να αμυνθείς ενάντια στους εχθρούς σου, ενάντια στον παλιό κόσμο στον οποίο αντιπαρατίθεται, είναι επίσης για να εξαλείψεις μέσα σου τα δικά σου σπέρματα αντίδρασης», γράφει στις Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφ. Ρεβέκκα Πέσσαχ, εκδ. Scripta, 2008). Όταν εκδόθηκαν τα Μεσάνυχτα στον αιώνα, ο Σερζ είχε έρθει ήδη σε ρήξη με τον Τρότσκι – στις Αναμνήσεις… ο Σερζ έχει εκτενείς αναφορές στα γεγονότα του 1936 και του 1937 που οδήγησαν σε αυτή την πολιτική απομάκρυνση. Ο συγγραφέας ζούσε πλέον στη Γαλλία, απ’ όπου έφυγε όταν εισέβαλαν τα στρατεύματα των ναζί, για να καταλήξει στο Μεξικό, όπου πέθανε το 1947, σε ηλικία 57 ετών.
27
03

Ιχνηλατώντας έναν κόσμο που αλλάζει

Την εποχή που έγραφε το Manhattan Transfer, ο Ντος Πάσος, ήταν ένας μαχητικός αριστερός, αντιμιλιταριστής, υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος, με πολύ ριζοσπαστικές θέσεις για πολλά ζητήματα. Έτσι, όπως λέει και η Θ. Τσιμπούκη στον πρόλογο του βιβλίου, «ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του Ντος Πάσος τον μετατρέπει σ’ έναν αδιαφιλονίκητο κριτή της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας». Στο βιβλίο, λοιπόν, είναι σαφής η διαρκής, υπόγεια ή ανοιχτή, κριτική ματιά στην κοινωνία που τον περιβάλλει, σε μια πρόοδο που μασάει ανθρώπους, σε αυτό που καθιερώθηκε να αποκαλείται «αμερικανικός τρόπος ζωής» και «αμερικανικό όνειρο», σε έναν κόσμο όπου μοναδική αξία είναι το χρήμα («είναι κόλαση να μην έχεις φράγκα»), στον καπιταλισμό, αυτόν τον «βρικόλακα που σας ρουφάει το αίμα… μέρα… και… νύχτα». Στο φόντο των ιστοριών του βιβλίου, εκτυλίσσονται όλα τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που διαμορφώνουν τον καμβά της εποχής στη Νέα Υόρκη και στις ΗΠΑ, μαζί με τον απόηχο των γεγονότων που συμβαίνουν στη μακρινή Ευρώπη, ειδικά με το ξέσπασμα μέχρι και τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου («Α, βέβαια, ήταν ωραίος πόλεμος»): η δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας στο Σαράγιεβο και η έναρξη του πολέμου («ο πόλεμος δεν πρόκειται να κρατήσει παραπάνω από δυο βδομάδες και εξάλλου δεν καταλαβαίνω τι μας αφορά εμάς», νομίζει κάποιος), η «απειλή» του σοσιαλισμού, των μπολσεβίκων και των «ανατρεπτικών ιδεών» καθώς και οι απελάσεις των «κόκκινων» («ξαναστέλνουν τους Κόκκινους στη Ρωσία») που επιβιβάζονται στα καράβια τραγουδώντας τη Διεθνή ενώ από κάτω το πλήθος κοιτάζει τους «ανεπιθύμητους ξένους», η ανεργία και τα εργατικά σωματεία, οι απεργίες και τα λοκ άουτ, το τέλος του πολέμου και η απογοήτευση των βετεράνων σε μια πόλη που έχει «μπουχτίσει πια με τους ήρωες πολέμου» («τώρα που γυρίζουμε στην πατρίδα μάς δίνουν ένα ξεροκόμματο. Δουλειές δεν υπάρχουν… μας αντιμετωπίζουν σαν να είμαστε αλήτες και τεμπέληδες»), η καταστολή («δεν μπορείς να πας πουθενά σ’ αυτή την κωλοπόλη χωρίς κάποιος να σε παρακολουθεί»), η ποτοαπαγόρευση και οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών. Ακόμα και η οργή των Ιρλανδών για την Αγγλία, «για να μάθει να αρνείται στην Ιρλανδία την αυτοδιάθεσή της». Το Manhattan Transfer έχει, βέβαια, και πολύ ενδιαφέρον από λογοτεχνική πλευρά, καθώς ο Ντος Πάσος χρησιμοποιεί πολλά καινοτόμα ή και πειραματικά στοιχεία στο ύφος, στη δομή, στη σύνθεση, στο στήσιμο των χαρακτήρων.
01
03

Υπονομεύοντας τις ταυτότητες, διερευνώντας το «ανέφικτο»

Μανουέλ Πουίχ «Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης», μτφ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora, 2021 - Οι πρωταγωνιστές που φτιάχνει ο Πουίχ δεν είναι μονοσήμαντοι ιδεότυποι, αλλά άνθρωποι ζωντανοί, με αντιφάσεις, αδυναμίες, σκαμπανεβάσματα, αμφιβολίες – δύο χαρακτήρες έξω από τις νόρμες, των οποίων οι αρχικές «σιδερένιες» ταυτότητες («ανδροπρεπής αντάρτης» και «απολίτικος ομοφυλόφιλος») στο τέλος είναι πια εντελώς υπονομευμένες. Έχει σχολιαστεί πως ίσως υπάρχει ένα ουτοπικό στοιχείο στο Φιλί. Ο Πουίχ είχε απαντήσει σε μια συνέντευξή του ότι «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, δεν πλάθω απλώς κάτι με τη φαντασία μου, ό,τι ξέρω προέρχεται από την εμπειρία». Το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης εκδόθηκε το 1976 στην Ισπανία (στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, σε μετάφραση Ιάκωβου Κοπερτί) και ήταν για πολλά χρόνια απαγορευμένο στην Αργεντινή – «έχει εκδοθεί στην Ιαπωνία, το Ισραήλ και την Κούβα, αλλά όχι ακόμα στην Αργεντινή», έλεγε πικρά ο Πουίχ, ο οποίος, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, είχε ήδη εγκαταλείψει την Αργεντινή και ζούσε στο Μεξικό, μετά την απαγόρευση του βιβλίου του The Buenos Aires affair, το 1973. Ο ίδιος μιλούσε για τα τηλεφωνήματα της ΑΑΑ, της Αντικομμουνιστικής Ένωσης Αργεντινής, που του έδιναν 24 ώρες διορία για να φύγει από τη χώρα, «αλλιώς…». Μάλιστα, φοβούμενος για την τύχη των γονιών του στην Αργεντινή, είχε ζητήσει από τον εκδότη του στην Ισπανία να καθυστερήσει την έκδοση. Ο Πουίχ έχει σχολιάσει τις δυσκολίες που συναντούσε κατά καιρούς η έκδοση των βιβλίων του. Καθώς τα βιβλία του είχαν απαγορευθεί από τη χούντα, πίστευε πως θα είχαν καλύτερη υποδοχή από τους αριστερούς εκδότες της Ευρώπης. Ωστόσο, τόσο ο Φελτρινέλι, στην Ιταλία, όσο και ο Γκαλιμάρ, στη Γαλλία, απέρριψαν το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης. «Δεν τους άρεσε το μίγμα σεξουαλικής απελευθέρωσης και κοινωνικής επανάστασης, τις οποίες ήθελα να τις παρουσιάσω ως διαφορετικές πλευρές του ίδιου αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση», έλεγε ο Πουίχ, περιγράφοντας με τον τρόπο του τον συντηρητισμό ενός μέρους της Αριστεράς με τον οποίο ήρθε αντιμέτωπος.
13
02

Μετανάστες σε πρώτο πρόσωπο

Δεκαοκτώ σύντομες ιστορίες μεταναστών περιέχει το βιβλίο του Παναγιώτη Περιβολάρη, δεκαοκτώ πρωτοπρόσωπες (πλην μίας) αφηγήσεις που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα: «οι ιστορίες αυτές καταγράφουν αφηγήσεις που ακούστηκαν στο γραφείο μου από πελάτες και φίλους μετανάστες», λέει ο συγγραφέας και δικηγόρος στο επάγγελμα, ο οποίος, με λιτό ύφος που αποφεύγει τη φολκλορική και εξιδανικευτική ματιά, συμπυκνώνει σε λίγες λέξεις την Ελλάδα που συναντούν οι μετανάστες και μετανάστριες όταν φτάνουν εδώ, αλλά πολλές φορές και την κατάσταση που αφήνουν πίσω τους φεύγοντας. Στις σελίδες του θα συναντήσουμε Χρυσαυγίτες και δικαστές που αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν μια Αλβανίδα να διεκδικεί περιουσία «των ανθρώπων» (των Ελλήνων…)· θα δούμε ανθρώπους που χάνουν το όνομά τους («είναι μέσα ο Αλβανός;»)· θα ακούσουμε τον Μιχάλη από την Αντίς Αμπέμπα (με μητέρα ντόπια και πατέρα «γόνο μιας πλούσιας ελληνικής οικογένειας της Αντίς Αμπέμπα», αν και στη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του «δεν υπάρχει όνομα πατρός», παρόλο που η μητέρα του τού δίνει το επώνυμο του πατέρα του) να έρχεται αντιμέτωπος, στην Ελλάδα πια, με το ερώτημα «από πού κι ως πού είχα ελληνικό επώνυμο, ενώ ήμουν μαύρος»· θα βρούμε τον νεαρό ομοφυλόφιλο που έρχεται στην Ελλάδα και πάει σε γκέι μπαρ για να ακούσει την κραυγή «ποια μαλάκω έφερε τον Αλβαναρά εδώ μέσα»· θα συναντήσουμε τους «γονείς [που] δεν ήθελαν τα παιδιά τους να κάνουν παρέα με Αλβανάκια», αλλά και εκείνους που διαμαρτύρονται όταν «ο Αφγανός» καλός μαθητής γίνεται παραστάτης («αρκετοί συμμαθητές μου πίστευαν ακριβώς το ίδιο. Ανάμεσά τους και παιδιά που είχαν γονείς μετανάστες»). Και πάνω απ’ όλα θα βρούμε αυτούς «που σώπαιναν»: «πετάχτηκε ένας συμμαθητής μου και είπε ότι στα χρόνια του Ισοκράτη δεν είχαν λαθρομετανάστες στην Ελλάδα. Η τάξη μου έμεινε μουγγή». Γι’ αυτό, λοιπόν, «το πρόβλημα το έχω με όλους τους υπόλοιπους. Αυτούς που αδιαφορούν και σωπαίνουν».
31
01

Martín Kohan: Φωτίζοντας τα πολλά πρόσωπα της αβύσσου

Μαρτίν Κόαν «Ηθικές επιστήμες», μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Κίχλη, 2020 Αργεντινή, Μπουένος Άιρες, 1982. Ακόμα δικτατορία. Το ιστορικό Εθνικό Κολέγιο, παρόλο που οι εποχές του μεγαλείου του έχουν περάσει, παραμένει πάντα το σχολείο των ελίτ και του συντηρητισμού τους: «μια επίλεκτη επιτομή ολόκληρου του έθνους». Άλλωστε «η ιστορία της Πατρίδας και η ιστορία του κολεγίου είναι ένα και το αυτό». Ο βασικός ρόλος του σχολείου αυτού είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση των μαθητών και των μαθητριών του και η εμπέδωση των αρχών και των αξιών που και η δικτατορία πρεσβεύει και προβάλλει. Για να παίξει αυτόν τον ρόλο, το σχολείο εφαρμόζει ένα πολύπλοκο σύστημα από πολύ αυστηρούς, παράλογους πολλές φορές, κανόνες, που ορίζουν όλη τη ζωή των μαθητών και των μαθητριών, αλλά και του εκπαιδευτικού προσωπικού, τόσο μέσα όσο και έξω από το σχολείο.
24
12

Αν οι δρόμοι του Χάρλεμ και τα χωράφια του Νότου μπορούσαν να μιλήσουν

Είναι γνωστό ότι η ατίθαση, η άβολη ματιά του Μπόλντουιν τον είχε φέρει αρκετές φορές σε αντίθεση με συγκαιρινούς του, κάτι ίσως αναμενόμενο για έναν συγγραφέα που διαρκώς υπονομεύει τις παγιωμένες και διλημματικές ταυτότητες, που συνεχώς αποφεύγει τις ευκολίες της μανιχαϊστικής σχηματικότητας και των απλουστευτικών κατατάξεων, που πάντα ρίσκαρε σε δύσκολα μονοπάτια, λογοτεχνικά και πολιτικά. Ο Μπόλντουιν, πάντα πολιτικός με τον δικό του βαθύ και έκκεντρο τρόπο, δεν ήθελε να είναι μονοσήμαντος, δεν ήθελε να γράφει απλοϊκά μυθιστορήματα «διαμαρτυρίας» – στην κλασική του συλλογή δοκιμίων Notes of a native son (στο πρώτο-πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Everybody’s Protest Novel») μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που το έργο του αντιστέκεται στις απλουστευτικές αναγνώσεις, που συχνά στέκονται αμήχανες στο πώς πραγματεύεται είτε το θέμα της φυλής είτε εκείνο της ομοφυλοφιλίας, για την οποία ο Μπόλντουιν έγραφε πολλά χρόνια προτού κορυφωθεί το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, και μάλιστα με μια οπτική που δικαίως πολλοί την χαρακτηρίζουν κουήρ. Ο Κέλι επιλέγει ένα δύσκολο, παρακινδυνευμένο σχεδόν, εγχείρημα: αυτός, ένας Μαύρος συγγραφέας, λέει την ιστορία των Μαύρων μέσα από τα μάτια των Λευκών κατοίκων της πόλης που παρακολουθούν το μεγάλο φευγιό: ποτέ δεν μαθαίνουμε ρητά από τα χείλια των ίδιων των Μαύρων την αιτία της εξόδου, δεν μαθαίνουμε τίποτα για το γιατί, το πώς, το γιατί τότε, το πού, κάτι που δημιουργεί ένα κλίμα αμφιβολίας σχετικά με την έξοδο που δίνει ιδιαίτερη δύναμη στο βιβλίο. Ο Κέλι παίρνει το ρίσκο να αποτυπώσει αφηγηματικά την ψυχολογία και τη νοοτροπία των Λευκών μέσα από το πρίσμα ενός Μαύρου συγγραφέα (ας σκεφτούμε πόσο συχνά έχουμε Λευκούς συγγραφείς να μιλούν για τις σκέψεις των Μαύρων χαρακτήρων τους) και, μιλώντας για τους Λευκούς και μέσα από το βλέμμα των Λευκών, ο Κέλι αποφεύγει τον σκόπελο ενός χοντροκομμένου μανιχαϊσμού, καθώς αποτυπώνει διάφορες αποχρώσεις στις στάσεις και στις συμπεριφορές, που όμως όλες, τελικά, ανήκουν με τον τρόπο τους στο ίδιο γενικό πλαίσιο του «λευκού βλέμματος», της οπτικής του προνομιούχου, του «από πάνω», του κυρίαρχου. Από τις συνομιλίες των Λευκών αναδύεται όλη η προκατάληψη, η βία, η αίσθηση ανωτερότητας, ο βαθύς ρατσισμός: οι Λευκοί απλώς δεν καταλαβαίνουν, οι Μαύροι στα μάτια τους είναι ουσιαστικά αόρατοι. Συνάμα, η «αποσιώπηση» της φωνής των Μαύρων είναι τόσο εύγλωττη, σχεδόν κραυγάζει στ’ αυτιά μας.
03
12

Μπροστά στο πρόσωπο του τέρατος

Κίτο, πρωτεύουσα του Εκουαδόρ, 1983. Ο πενηντάχρονος γιατρός, πρωταγωνιστής στη νουβέλα του Ουμπίδια, αποφασίζει να βυθιστεί στην απομόνωση του σπιτιού του, ειδοποιώντας ακόμα και τους φίλους ότι «θα κλειστεί μέσα, να διαβάσει και να γράψει», προσπαθώντας όμως στην πραγματικότητα να διαχειριστεί το γεγονός ότι η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει, μαζί με τον γιο του. Από το παράθυρο του σπιτιού του βλέπει κατά καιρούς τον καινούργιο του γείτονα: τον Ροδόλφο Μορόνι, που έχει έρθει πρόσφατα από την Αργεντινή. Μια νύχτα, όταν ο Μορόνι, ειδοποιημένος από τον γιατρό, θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν διαρρήκτη, αναγκάζεται να τον πυροβολήσει και να τον σκοτώσει. Αμπδόν Ουμπίδια «Σιωπηλή σαν το Θάνατο», μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora, 2020
29
11

Η σιωπή και ο θάνατος του συγγραφέα

Στον σύντομο αυτό τόμο περιέχονται οι επιστολές που έφτασαν να απευθύνουν οι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, ο Ζαμιάτιν και ο Μπουλγκάκοφ, στον ίδιο τον Στάλιν, ελπίζοντας να τον πείσουν να τους επιτρέψει να πάρουν διαβατήριο και να φύγουν από την ΕΣΣΔ. Είναι γραμμένες σε μια πολύ δύσκολη εποχή (από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930) και αφού το έργο τους είχε μπει πλέον στο στόχαστρο των σοβιετικών αρχών. (...) Για τους δύο συγγραφείς το γράψιμο ταυτίζεται με τη ζωή: «αν σωπάσει ένας αληθινός συγγραφέας, τότε πεθαίνει», γράφει ο Μπουλγκάκοφ· «θανατική ποινή αποτελεί ακριβώς η στέρηση της δυνατότητας να γράφω», λέει ο Ζαμιάτιν. Υπήρχε άραγε άλλη λύση για τους δύο (αλλά και άλλους, σε αντίστοιχη θέση) λογοτέχνες; Στη δεύτερη επιστολή του (Μάρτιος του 1930), ο Μπουλγκάκοφ γράφει: «Μετά την απαγόρευση όλων των έργων μου […] μου έδιναν την ίδια πάντα συμβουλή. Να συγγράψω “ένα κομμουνιστικό θεατρικό έργο” […] και εκτός αυτού να απευθυνθώ στην Κυβέρνηση της ΕΣΣΔ με ένα γράμμα μετανοίας, το οποίο θα περιέχει την άρνηση των προηγούμενων απόψεών μου που έχω εκφράσει σε λογοτεχνικά έργα», για να προσθέσει λίγο παρακάτω: «αυτή τη συμβουλή δεν την ακολούθησα». Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Γεβγκένι Ζαμιάτιν «Επιστολές στον Στάλιν», μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδόσεις Άγρα, 2020
18
11

Η εκλογή ενός φασίστα στην προεδρία των ΗΠΑ

Σίνκλερ Λιούις «Δεν γίνονται αυτά εδώ», μτφ. Νίκος Α. Μάντης, εκδόσεις Καστανιώτη, 2016 Θέμα του βιβλίου, η εκλογή (όχι η επιβολή…) ενός φασίστα στην προεδρία των ΗΠΑ. Παραμονές εκλογών του 1936, σε μια εποχή κρίσης και κοινωνικής ανησυχίας, με τον φασισμό και τον ναζισμό να ισχυροποιούνται στην Ευρώπη, ο υποψήφιος για την προεδρία, γερουσιαστής Μπερζέλιους Γουίντριπ σπέρνει στην κοινωνία ένα κλίμα φόβου με έναν λόγο κοινωνικού φασισμού που θα μπορούσε να βγαίνει από τις σημερινές εφημερίδες, όχι μόνο των ΗΠΑ, και παρουσιάζει μια πολιτική πρόταση στηριγμένη στις «παραδοσιακές αξίες»: τον πουριτανισμό, τον πατριωτισμό (που φέρνει βέβαια εξοπλισμούς) κ.λπ. Η μόρφωση περιγράφεται πια ως πρόβλημα και οι διανοούμενοι ως ανεπιθύμητοι, ενώ παντού ανακαλύπτονται επικίνδυνοι εχθροί: εβραίοι και κομμουνιστές.
05
11

Πληγές του παρελθόντος, κηλίδες του παρόντος

Το έξυπνο εύρημα ενός συγγενή που συμπυκνώνει ό,τι μπορεί να θεωρηθεί πως περιγράφει τον «άλλο» (άγνωστος Αιθίοπας αδελφός που όμως είναι υπό αμφισβήτηση, όπως υπό αμφισβήτηση είναι και ο άγνωστος ανιψιός, ο «κατάμαυρος» πρόσφυγας που για το ιταλικό κράτος είναι «λαθραίος») δίνει τη δυνατότητα στην Φραντσέσκα Μελάντρι να ανοίξει μια τεράστια βεντάλια από κρίσιμα και δύσβατα θέματα, τα οποία πραγματεύεται στο εξαιρετικό μυθιστόρημά της: την οδύσσεια των προσφύγων που παλεύουν να φτάσουν σε μια ήπειρο που δεν τους θέλει και τους καταδιώκει με σωρεία από αντιμεταναστευτικούς νόμους, τον διάχυτο κοινωνικό ρατσισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας για τους «ξένους» («οι Κινέζοι πριονίζουν τις κολόνες των πολυκατοικιών»), το πώς η αντιμεταναστευτική πολιτική κρύβει πίσω της τη γενικότερη ταξική επίθεση στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας. Να μιλήσει για τη διαφθορά στην Ιταλία («αυτή είναι η χώρα μας, ένα δίκτυο από συμφέροντα και πλεονεκτήματα»), για τις τραγικές στιγμές που έχει ζήσει η Αιθιοπία στην ιστορία της αλλά και για τη φρίκη της ιταλικής κατοχής (με τις σφαγές και τα δηλητηριώδη αέρια) και τον «επιστημονικό ρατσισμό» της (που «αποδείκνυε επιστημονικά» την «κατωτερότητα» των Αφρικανών), για «τις κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι, που είχαν εξαθλιώσει τη δημόσια εκπαίδευση σαν να ήθελαν να ξεράνουν τις ίδιες τις ρίζες της δημοκρατίας», για τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι και τη φασίζουσα ρητορική του («οι σαφείς αναφορές στη λατρεία της προσωπικότητας του Μουσολίνι δεν έκαναν κακό στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το αντίθετο μάλιστα»), καθώς και για τη στενή σχέση του με τον Καντάφι (στόχος, «ιταλικές ακτές καθαρές από μετανάστες και πρόσβαση στα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Κυρηναϊκής»). Να σχολιάσει τη συστηματική αναθεώρηση της ιστορίας («παρτιζάνοι και φασίστες όλοι το ίδιο, όλοι θύματα, κανένας υπεύθυνος, ούτε καν ο Μουσολίνι») και να στηλιτεύσει την αβάσταχτη κοινωνική υποκρισία («όποιος δεν θέλει να ξέρει την αλήθεια είναι συνένοχος και με αηδιάζει», θα πει κάποια στιγμή η Ιλάρια).