Κώστας Αθανασίου

28
01

Ξεφεύγοντας από τους ναζί

Τζούλι Όριντζερ «Φάκελος απόδρασης», μετάφραση: Θεοδώρα Δαρβίρη, εκδόσεις Gutenberg, 2021 Ο Βάριαν Φράι ήταν δημοσιογράφος από τις ΗΠΑ που, ζώντας στη Γαλλία υπό το καθεστώς του Βισύ, οργάνωσε ένα από τα μεγαλύτερα δίκτυα διαφυγής προσφύγων που διώκονταν ή ήταν πιθανό να διωχθούν από τους ναζί. Το δίκτυο του Φράι επικεντρώθηκε κυρίως σε ανθρώπους των τεχνών και του πνεύματος, σε συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, διανοούμενους, κυρίως Εβραίους, και κατάφερε να διασώσει περίπου δύο χιλιάδες ανθρώπους. Ο Φράι έφτασε στη Μασσαλία το 1940 και έμεινε λίγο παραπάνω από έναν χρόνο εκεί, γνωρίζοντας όμως ήδη καλά τι σημαίνει η ναζιστική πολιτική, καθώς είχε βρεθεί στη δεκαετία του 1930 στο Βερολίνο και την είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι. Το δίκτυο ερχόταν σε επαφή με τα θύματα των ναζί, τα έκρυβε, προσπαθούσε να εξασφαλίσει πόρους, βίζες, έγγραφα (νόμιμα ή πλαστά) και τέλος αναζητούσε τρόπους διαφυγής, με πλοία, με τρένα, με τα πόδια. Και μάλιστα όλα αυτά κάτω από τη συνεχή απειλή της σύλληψης (και του ίδιου), αλλά και τη συνήθως αρνητική στάση των επίσημων προξενικών αρχών των ΗΠΑ. Ο Φράι ήταν ο πρώτος πολίτης των ΗΠΑ που του απονεμήθηκε ο τίτλος του «Δικαίου των εθνών».
24
01

Ταξικά σύνορα στους δρόμους της πόλης

Το φόντο της ιστορίας είναι η διαρκής σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες νέων («συμμορίες») της πόλης: τους Άριστους, που είναι «οι φραγκάτοι, τα πλουσιόπαιδα των Βορείων Προαστίων», και τους Γκρήζερς, τους «Λίγδες», όνομα που «χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει όλα τ’ αγόρια απ’ τις Δυτικές Συνοικίες», τους φτωχούς και κατά κανόνα αποκλεισμένους, τους νέους χωρίς αύριο. Εκεί, η ταξική άβυσσος δεν ξεπερνιέται, όσες φορές κι αν νικήσουν στις συγκρούσεις οι Γκρήζερς, το ξέρουν όλοι, το ξέρουν και οι Άριστοι και οι Λίγδες. Όπως λέει ένας Άριστος: «Δεν γίνεται να νικήσετε, ακόμα κι αν μας κατατροπώσετε. Θα εξακολουθείτε να βρίσκεστε όπου και πριν, στον πάτο. Και εμείς θα εξακολουθούμε να είμαστε οι τυχεροί με όλες τις άκρες». Σε αυτόν τον κόσμο αντιπαράθεσης και βίας, αλλά και φιλίας και αλληλεγγύης, παρακολουθούμε τη ζωή των βασικών πρωταγωνιστών της ιστορίας, του Πόνιμποϊ και του Τζόνι: δύο νεαρών παιδιών που θα εμπλακούν σε έναν «συνηθισμένο» καβγά που θα αλλάξει τη ζωή και (κυρίως, ίσως) τη σκέψη τους, μέχρι τελικά να δουν αυτό το κενό στο οποίο νιώθουν ότι ζουν να μετατρέπεται σε τραγωδία χωρίς επιστροφή. Μες στην τραγωδία όμως υπάρχει ρωγμή για λίγο φως και γι’ αυτούς που «ζούνε στη λάθος συνοικία της πόλης», μιας και κάποιος τελικά θα «αφηγηθεί τη δική τους εκδοχή για τον κόσμο». Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1967 και θεωρείται ότι εισήγαγε στη λογοτεχνία ένα είδος που αναφέρεται και απευθύνεται σε νέους αναγνώστες και αναγνώστριες (αν και όχι μόνο, προφανώς). Η συγγραφέας έγραψε το βιβλίο όταν ήταν μαθήτρια στο λύκειο, αλλά το βιβλίο έχει απαγορευθεί κατά καιρούς από σχολεία των ΗΠΑ. Η Χίντον είναι συγγραφέας και του Rumble fish (1975), που επίσης μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη από τον Κόπολα.
06
01

«Δεν με περίμενε κανείς»

Άλλη μια συλλογή, «ακόμα λίγες ιστορίες» της Λουσία Μπερλίν, μετά τις εξαιρετικές Οδηγίες για οικιακές βοηθούς, τη συλλογή που περιείχε 43 από τα 76 ή 77 διηγήματα που έγραψε στη ζωή της η Μπερλίν: εδώ θα διαβάσουμε άλλες 22 ιστορίες που έχουν πάντα τη δύναμη που χαρακτηρίζει αυτή την ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή. «Έγραφε αληθινές ιστορίες – όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικές, αλλά αρκετά κοντά στην πραγματικότητά της», υπενθυμίζει στον πρόλογο του βιβλίου ο γιος της, Μαρκ Μπερλίν. Πράγματι, μπορεί η ταραγμένη βιογραφία της να είναι συνήθως η πρώτη ύλη στα διηγήματά της, η Μπερλίν όμως μεταπλάθει και μεταμορφώνει αυτό το υλικό μέσα από τη λογοτεχνική της ματιά, αποτυπώνοντας με ξεχωριστό τρόπο χαρακτήρες, γεγονότα, σχέσεις, ιστορίες, «πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν μιλάνε», όπως λέει κάπου και η ίδια. Πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν μιλάνε. Και χαρακτήρες ιδιαίτερους που διαμορφώνουν σχέσεις για τις οποίες συνήθως δεν μιλάνε. Ιστορίες με πολλές κρυφές γωνιές, ιστορίες γραμμένες με χαρακτηριστική οικονομία, ιστορίες που κλείνουν με τρόπο που δύσκολα ξεχνιέται: έκκεντρες ματιές που συνθέτουν ένα ταξίδι στον κόσμο της Μπερλίν, έναν κόσμο δύσβατο, σκοτεινό, έναν κόσμο σκληρό όπου πάντα όμως μπορεί να υπάρξει μια φωτεινή χαραμάδα. Όσο ζούσε η Μπερλίν δεν ήταν πολύ γνωστή, τα διηγήματά της δημοσιεύονταν σε μικρά περιοδικά και έντυπα. Πέθανε το 2004, σε ηλικία εξήντα οκτώ χρόνων, αλλά το έργο της ανακαλύφθηκε ξανά και η φήμη της εκτοξεύθηκε το 2015, όταν δημοσιεύθηκε η προηγούμενη συλλογή των διηγημάτων της, οι τόσο ιδιαίτερες Οδηγίες για οικιακές βοηθούς.