Το έργο του Ρεμάρκ μετατρέπεται σε μια διαρκή αντιπολεμική κραυγή και σε μια καταγγελία για την ολέθρια παγίδα του εθνικισμού, καθώς ο συγγραφέας δεν διστάζει να θέσει δύσκολα ερωτήματα για θέματα ταμπού, όπως η πατρίδα και ο πατριωτισμός, τι ακριβώς, δηλαδή, σημαίνει η υπεράσπισή της πατρίδας («ανακαλύψαμε ότι δεν υπερασπιζόμασταν παρά μόνο το κομμάτι της πατρίδας που, αν ήταν στο χέρι μας, θα το αφήναμε μετά χαράς να πάει στον διάολο – μεταξύ άλλων και τον γουρουνοκέφαλο εθνικιστή εκεί πέρα»), αλλά και για τις ευθύνες των κυβερνήσεων στην καλλιέργεια του εθνικισμού και τις καταστροφικές επιπτώσεις του («σήμερα έχουμε πέντε εκατομμύρια ανέργους, πληθωρισμό και μια ήττα στην καμπούρα μας, επειδή είχαμε προηγουμένως να μας κυβερνούν οι λατρευτοί σας εθνικόφρονες! Επειδή η ίδια κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα σε πόλεμο, τυφλωμένη από τη μεγαλομανία της!»).
Η θρησκεία και η Εκκλησία δεν ξεφεύγουν από τα «ασεβή» βέλη του συγγραφέα – ο καθολικός και ο προτεστάντης ιερέας ξεχνούν τις διαφορές τους την «κρίσιμη» στιγμή: «οι αντίπαλοι ιερείς ένωσαν τις φωνές τους για να ασκήσουν βέτο στη συμμετοχή του ραβίνου». Άλλωστε… «μην υποτιμάτε τη σοφία της Εκκλησίας! Είναι η μοναδική δικτατορία που κρατιέται στην εξουσία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, χωρίς ποτέ κανένας να καταφέρει να την ανατρέψει».
Και βεβαίως, καθώς η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αρχίζει να κλονίζεται, τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν στη χώρα: «σκεφτόμουν να παραγγείλω μια στολή των Ταγμάτων Εφόδου. Μόλις κυκλοφόρησαν στο Μόναχο».