Δεν είναι μόνο ότι με το προτεινόμενο νομοσχέδιο καταργείται το οκτάωρο, θεσμοθετείται η δεκάωρη απασχόληση, καθιερώνονται οι απλήρωτες υπερωρίες, καταργείται και για άλλες κατηγορίες εργαζομένων η αργία της Κυριακής, αυξάνεται το όριο των νόμιμων υπερωριών, καταργείται το δικαίωμα επαναπρόσληψης του εργαζόμενου σε περίπτωση που κριθεί δικαστικά άκυρη η απόλυσή του κ.λπ..
Η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», δηλαδή το να απασχολείται ένας εργαζόμενος μέχρι δέκα ώρες την ημέρα, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, εφόσον μέσα στο ίδιο εξάμηνο οι ώρες υπερωριακής εργασίας «εξοφλούνται» με αντίστοιχη μείωση ωρών ή ρεπό ή ημέρες άδειας, μπορεί πλέον να γίνεται, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, με ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου και όχι όπως ίσχυε μέχρι τώρα με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση ή με συμφωνία του εργοδότη με το επιχειρησιακό σωματείο ή το συμβούλιο εργαζομένων ή (έστω) την ένωση προσώπων. (...)
Η μόνη δυνατότητα να διαπραγματευθούν οι εργαζόμενοι τους όρους αμοιβής και εργασίας τους στοιχειωδώς ισότιμα με τον εργοδότη τους είναι η συλλογική διαπραγμάτευση, η διαπραγμάτευση μέσω των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, και η χρησιμοποίηση των μέσων εκείνων, όπως η απεργία, που έχουν κατοχυρώσει και θεσμικά με σειρά πολύχρονων αγώνων και θυσιών.
Κι εδώ έρχεται το δεύτερο χτύπημα του νομοσχεδίου Χατζηδάκη. Για να περιορίσει τη δυνατότητα αυτή των εργαζομένων:
- δυσχεραίνει τη συλλογική διαπραγμάτευση, αφού θέτει ως προϋπόθεση την εγγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των εκπροσώπων τους σε Γενικό Μητρώο,
- υπονομεύει την ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων, αφού θεσπίζει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις Γενικές Συνελεύσεις, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας,
- περιορίζει και αποδυναμώνει το δικαίωμα της απεργίας, αφού προβλέπει ότι: α) στην προειδοποίηση για απεργία θα πρέπει να αναφέρονται τα αιτήματα και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν, β) το προσωπικό ασφαλείας, σε περίπτωση απεργίας στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ., θα πρέπει να είναι το 30-40% των εργαζομένων και γ) οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας όχι μόνο απαγορεύονται, αλλά, αν λάβουν χώρα, καθιστούν την απεργία παράνομη.