Macro

Από πού πάνε για το «μετά»;

Ετσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν λέμε ο καθένας μας για τη σημασία της 21ης Αυγούστου, όλοι θα κάνουν εκείνη τη χρονική στιγμή έναν απολογισμό των τριών περίπου χρόνων διακυβέρνησης που συμπληρώνονται την ημερομηνία αυτή. Άλλος θετικό, άλλος αρνητικό, ανάλογα με τη σκοπιά απ΄ την οποία παρακολουθεί τα γεγονότα ή και παρεμβαίνει σ΄ αυτά. Πάντως, ένα από τα πιο ουσιαστικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν, είναι αν είχε, τελικά, κάποιο νόημα, αν υπήρξε διαφορά που αυτά τα χρόνια στην κυβέρνηση βρισκόταν η αριστερά, παρότι δεν ήταν μόνη.

Απολογισμός με πρόγευση μέλλοντος

Αυτό το ερώτημα, και η απάντησή του, δεν έχει νόημα μόνο για να τοποθετηθούμε σε ένα ζήτημα, ας το πούμε, αρχής, αν δηλαδή μπορεί να επιχειρήσει μια κυβέρνηση της αριστεράς την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης σ΄ ένα περιβάλλον μνημονιακών καταναγκασμών και διεθνών περιορισμών, που θέτει η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Αυτή είναι η μία πλευρά. Υπάρχει, όμως, και η άλλη, της καταγραφής στην πράξη της πολιτικής που ασκήθηκε μέσα σ΄ αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια και του χαρακτηρισμού της: τι είδους πρόσημο της πρέπει; Και, συνεπώς, μπορεί αυτή η πολιτική, στο σύνολό της και στις ειδικότερες αποτυπώσεις της, να αποτελέσει ένα επιχείρημα υπέρ της σημασίας που είχε αν στην κυβέρνηση ερχόταν τον Σεπτέμβριο του 2015 αυτή η μια άλλη κυβέρνηση;
Η καταγραφή αυτή, πρώτα απ΄ όλα των στόχων που προωθήθηκαν από το λεγόμενο παράλληλο πρόγραμμα, που καλό είναι να μην το ξεχνάμε (αλλά όχι μόνον αυτών, γιατί και ο συγκεκριμένος τρόπος εφαρμογής και των μνημονιακών καταναγκασμών έχει τη σημασία του), δεν αποτελεί μόνο ανάγκη προεκλογική. Εάν από αυτή την καταγραφή προκύπτει πράγματι ότι είχε σημασία στη μνημονιακή περίοδο ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση, έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία ποιος θα βρίσκεται στην κυβέρνηση την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος και της επιτροπείας που συνεπιφέρει.
Όχι μόνον επειδή οι ουρές των μνημονίων διαρκούν και μετά το 2019, αλλά κυρίως γιατί τα οποιαδήποτε περιθώρια υπάρξουν στη μετά το πρόγραμμα περίοδο, θα είναι πια σαφές ότι μπορούν να αξιοποιηθούν από μια κυβέρνηση της αριστεράς πολύ καλύτερα. Για τον απλό λόγο ότι η δική της προοπτική εξ ορισμού αντιβαίνει στις συνταγές λιτότητας και τα κελεύσματα του νεοφιλελεύθερου δόγματος, που αποτελούν τον οδηγό κάθε είδους προγραμμάτων και μνημονίων. Αλλά και της δεξιάς και της κεντροδεξιάς.

Στον αντίποδα της παροχολογίας

Περιγράφοντας ενδεικτικά και σε γενικές γραμμές ακόμα το έργο των υπουργείων Υγείας, Εργασίας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Εσωτερικών, Παιδείας, Δικαιοσύνης, αλλά και της Οικονομίας, που ήταν το πιο στριμωγμένο από τους δανειστές, μπορεί να επισημάνει και να δείξει κάποιος τις σημαντικές, τις χαρακτηριστικές διαφορές ενός έργου, το οποίο μπορούσε, στις δεδομένες συνθήκες, να είναι έργο μόνο μιας κυβέρνησης με κορμό την αριστερά. Η διάκριση αριστερά/δεξιά επιζούσε και στη μνημονιακή εποχή.
Η διάσωση και η ανασυγκρότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, η ανασύσταση του κοινωνικού κράτους με πρώτο μέλημα την προστασία των πιο αδύναμων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων, η συστηματική προσπάθεια επαναφοράς του πλαισίου προστασίας της εργασίας, των συλλογικών συμβάσεων, της αύξησης του κατώτατου μισθού, της ενίσχυσης των υπηρεσιών ελέγχου της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, η κατοχύρωση και διεύρυνση πλήθους ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η χρηστή αποτελεσματική και με κοινωνικό πρόσημο διαχείριση των δημοσιονομικών με στόχο την αναδιανεμητική διάθεση των υπερπλεονασμάτων δεν συνθέτουν μόνο έναν απολογισμό που άξιζε τον κόπο να επιχειρήσει να κάνει μια κυβέρνηση με κορμό την αριστερά. Προδιαγράφουν και τον τρόπο με τον οποίο χρειάζεται να συνταχθεί και να δοθεί ως πρόταση προς το εκλογικό σώμα και το σχέδιο για το «μετά».
Δηλαδή, σαν συνέχεια ενός ήδη υπαρκτού και με ειδικό βάρος δείγματος γραφής και όχι με αποδοχή της λογικής που πάνε να επιβάλουν τα συστημικά και διαπλεκόμενα μίντια υπό την διεύθυνση της ΝΔ: με λίγα λόγια της λογικής των παροχών. Ό,τι μπορεί να εξοικονομηθεί, μπορεί να προοριστεί για την ελάφρυνση όσων σήκωσαν τα μεγάλα βάρη της μνημονιακής περιόδου. Αυτά, όχι μόνο τα δικαιούνται, αλλά αποτελούν στοιχεία ενός οικονομικού σχεδίου ενίσχυσης της ζήτησης και, συνεπώς, καταπολέμησης της υφεσιακής λιτότητας. Με άλλα λόγια, υπηρετούν το γενικό στόχο, προσβλέπουν στο σύνολο και όχι σε μια εκλογική πελατεία, όπως θέλει να λέει ο μύθος της ηγεσίας της ΝΔ.

Με όπλο το θετικό έργο

Μια κυβέρνηση που πιστεύει στο έργο της και το συνεχίζει με το σχεδιασμό της για το «μετά», δεν έχει ανάγκη από όπλα–πυροτεχνήματα. Η διάδοση, η εξήγηση, η εκλαΐκευση του θετικού της έργου είναι το βαρύτερο όπλο της. Ακόμα και η ανάδειξη του ακραίου νεοφιλελεύθερου πυρήνα τού λόγου τής ΝΔ και του αντιλαϊκού, αντεργατικού, αντικοινωνικού πυρήνα του προγράμματός της, δεν χρειάζεται, ευτυχώς, υψηλούς τόνους: ο ίδιος ο ηγέτης της ΝΔ, αλλά και τα προβεβλημένα στελέχη της, εκθέτουν το αρνητικό πρόσημο του σχεδίου τους με τον καλύτερο τρόπο, κάθε φορά που παίρνουν το λόγο δημόσια. Πολύ λιγότερο χρειάζεται, βέβαια, να πέφτουν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ στην παγίδα της σκανδαλολογίας, ιδίως όταν αφορά πρόσωπα συγγενικού περιβάλλοντος. Ο κόσμος ξέρει τι είναι ο καθένας. Δεν γεννηθήκαμε χθες, ο καθένας έχει την ιστορία του, που μάλλον προδικάζει και το μέλλον του. Αυτό αρκεί.
Εδώ, όμως, χρειάζεται να κάνουμε μια στάση. Αυτό που προτείνουμε, δεν είναι ο ακατάσχετος εκθειασμός του κυβερνητικού έργου. Δυστυχώς, δεν είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης εφαρμογής ενός αριστερού πολιτικού προγράμματος. Είναι, απλώς, έργο που, στις δεδομένες συνθήκες, μόνο μια κυβέρνηση με κορμό την αριστερά μπορούσε να επιχειρήσει. Και ως τέτοιο αξίζει να αναδειχθεί και να προβληθεί. Χωρίς αίσθημα αυτοθαυμασμού ή αλαζονεία. Κανείς δεν μπορεί να νιώθει πλήρη ικανοποίηση, ούτε να κρύβει τις αδυναμίες, τις ελλείψεις, τα κενά του. Κυβέρνηση που είναι πλήρως ικανοποιημένη από την απόδοσή της, δεν μπορεί να πάει μακριά. Δεν πρόκειται καν για την απαίτηση μιας σχέσης ειλικρίνειας με το λαό. Ο κόσμος ξέρει στο πετσί του καλύτερα τι μπόρεσε και τι δεν μπόρεσε η κυβέρνηση. Πρόκειται για μια απαίτηση αυτογνωσίας. Και κάτι άλλο: για μια επιχείρηση εμπέδωσης της πραγματικής κατάστασης σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η προπαγάνδα των μεγιστάνων του πλούτου και η «επιστήμη» του φέικ νιους.

Με την πλευρά της ελπίδας

Μια τέτοια στρατηγική, που επιχειρήσαμε να περιγράψουμε, έχει και ένα βασικό επικοινωνιακό πλεονέκτημα: τοποθετεί την προβολή ενός θετικού έργου και την πρόταση ενός θετικού σχεδίου για το αύριο, απέναντι σε έναν αντιπολιτευτικό λόγο μόνιμα αρνητικού απολογισμού και υπόμνησης των καταστροφών που μας απειλούν, αν δεν υπακούσουμε στα κελεύσματά τους. Πρόκειται, δηλαδή, για την αντιπαράθεση της μίζερης καταστροφολογίας με την ελπίδα που είναι στοιχειοθετημένη στη βάση μιας συγκεκριμένης κατάκτησης. Είναι γνωστό ποιος, συνήθως, κερδίζει σε τέτοιες αντιπαραθέσεις: όχι, πάντως, αυτός που μηδενίζει το έργο του αντίπαλου, προκειμένου να πάρει λίγους πόντους η δική του μεμψιμοιρία.

 

Υ.Γ. Επί τη ευκαιρία, γιατί θεωρείται επιλέξιμη η διάζευξη πρόοδος/συντήρηση, προοδευτικό/συντηρητικό, που συχνάζει εσχάτως στο λόγο στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ; Πρόοδος και προοδευτικό σε σχέση με τι ακριβώς; Με την οπισθοδρομική κομπανία του εθνικόφρονα νεοφιλελευθερισμού της ΝΔ; Ε, δεν είναι και τόσο τιμητική η σύγκριση! Και για ποια συντήρηση μπορούμε να κάνουμε λόγο, τη στιγμή που βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη επιχείρηση οπισθοδρόμησης των τελευταίων ετών; Επιχειρεί μήπως η ΝΔ να συντηρήσει κάποιο υποφερτό καθεστώς έναντι πολιτικών δυνάμεων που θέλουν να το κάνουν πιο προοδευτικό; Όπισθεν ολοταχώς έχει βάλει, με τη βοήθεια της ακροδεξιάς της.
Στην επιλογή αυτής της διάζευξης θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος τη διάθεση να διευρυνθεί το μέτωπο της αντιπαράθεσης με τη ΝΔ. Ορθό κατ΄ αρχήν, αλλά, η γραμμή του μετώπου, η διαχωριστική γραμμή χρειάζεται να είναι πρώτα απ΄ όλα υπαρκτή και όχι φανταστική. Προς επίρρωσιν, ας σκεφτούμε γιατί ακόμα και οι δυνάμεις του κέντρου θέλουν να χαρακτηρίζονται κεντροαριστερές. Μήπως επειδή το πρόσημο των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών είναι εκ των πραγμάτων δεξιό ή αριστερό, πρώτα απ΄ όλα;

 

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή