Στο σημερινό, σκληρότερο από ποτέ, υπαρκτό καπιταλισμό, «το χρήμα εξουσιάζει την κυβερνητική πολιτική, οι ηγέτες συνδέονται στενά με ένα δίκτυο πολυδισεκατομμυριούχων ολιγαρχών που θεωρούν ότι ο κόσμος είναι το οικονομικό τους παιχνιδάκι». Και αυτοί οι πολυδισεκατομμυριούχοι ολιγάρχες είναι οι ίδιοι κάτοχοι των ιδρυμάτων, που, ενώ κατ’ επίφαση ανακουφίζουν τους προλετάριους, στην πραγματικότητα πρωτοστατούν «στην αναπτυσσόμενη παγκόσμια κίνηση προς τον αυταρχισμό, την ολιγαρχία, την κλεπτοκρατία». Βαθύνουν έτσι την ταξική ανισότητα, σταθεροποιούν τη σχέση εξουσίας με τους αναξιοπαθούντες εργαζόμενούς τους, αποδεικνύοντας έτσι πως τα ιδρύματά τους είναι ακραία νεοφιλελεύθερα μορφώματα.
Τι κι αν χαρίζουν υπολογιστές σε -λίγα- σχολεία; Τι κι αν παραδίδουν -ολίγα- ασθενοφόρα στα νοσοκομεία; Τι κι αν σπονσοράρουν θεατρικές παραστάσεις; Είναι βέβαιο πως αν πλήρωναν τους φόρους τους κανονικά, τα κράτη δεν θα είχαν ανάγκη την -υποτιθέμενη- κοινωνική τους ευαισθησία. Και ούτε θα ένιωθαν την ηθική υποχρέωση να βαφτίζουν με τα ονόματα «λαμπρών ευεργετών» δρόμους, λιμάνια, πλατείες, νοσοκομεία.
Εάν πράγματι οι «ιδρυματούχοι» οραματίζονταν «την ενίσχυση της δημοκρατίας, την ισότητα, την οικονομική, κοινωνική, φυλετική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη», θα ήταν οι πρώτοι που θα υπεραμύνονταν των συλλογικών συμβάσεων, της εφαρμογής του 35ωρου, της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 1.200 ευρώ -άραγε με ολιγότερα ζει κανείς αξιοπρεπώς;-, του σεβασμού των δικαιωμάτων των εγκύων και των γονιών κάθε φύλου, της ισχύς των συνδικάτων. Θα υπεραμύνονταν επίσης, όπως οι εστεμμένες των καλλιστείων, όσο κλισέ κι αν ακούγονται, της παγκόσμιας ειρήνης, της καταπολέμησης της πείνας, της προστασίας του περιβάλλοντος. Αξίες από τις οποίες διαπνέονται τα σχολικά εγχειρίδια, ενώ πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων βασίζονται σ’ αυτές.