Macro

Ακτινογραφώντας την οικονομική ανισότητα

Η ανισότητα των εισοδημάτων ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό στις περιοχές του κόσμου με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή να αποτελούν τα δύο αντίθετα άκρα. Αυτό αποφάνθηκαν οι διάσπαρτοι σε πέντε Ηπείρους εκατό ερευνητές του WID.world, που καταμέτρησαν την εισοδηματική ανισότητα σε 70 χώρες, την ανισοκατανομή του πλούτου σε 30 και το εθνικό εισόδημα σε 180 κράτη.

Την έκθεση συντόνισε ο Lucas Chancel και την συνέγραψαν, υιοθετώντας πρωτοποριακή μεθοδολογία μέτρησης, οι Facundo Alvaredo, Thomas Piketty, Emmanuel Saez, και Gabriel Zucman.

Το 2016, το 10% των Ευρωπαίων καρπωνόταν το 37% του εθνικού εισοδήματος. Στην Κίνα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 41%, στη Ρωσία 46%, στις ΗΠΑ και στον Καναδά 47% περίπου και 55% στην υποσαχάρια Αφρική, τη Βραζιλία και την Ινδία. Η Μέση Ανατολή κατέκτησε την πρώτη θέση, καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το 10% απολαμβάνει του 61% του εθνικού εισοδήματος.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες, αλλά με διαφορετική ταχύτητα. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι θεσμοί και οι πολιτικές έχουν σημασία για τη διαμόρφωση της ανισότητας.Το 2016, το 37% του εθνικού εισοδήματος εισπράχθηκε από το 10% του πληθυσμού στην Ευρώπη έναντι 61% στη Μέση Ανατολή. Από το 1980 η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί ραγδαία στη Νότια Αμερική, την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Από μια ευρεία ιστορική προοπτική, αυτή η αύξηση δείχνει το τέλος του μεταπολεμικού καθεστώτος ισότητας το οποίο πήρε διαφορετικές μορφές σε αυτές τις περιοχές.

Το 2016, το 10% των οικονομικά πιο εύρωστων Ευρωπαίων καρπώθηκε το 37% του εθνικού εισοδήματος έναντι 61% στη Μέση Ανατολή.

Υπάρχουν εξαιρέσεις όπως η Μέση Ανατολή, η υποσαχάρια Αφρική και η Βραζιλία, όπου εισοδηματική ανισότητα παραμένει σταθερά στην κορυφή. Οι περιοχές αυτές στερήθηκαν του μεταπολεμικού καθεστώς ισότητας, όπως η Ευρώπη, και συνεπώς αποτελούν το παγκόσμιο «ταβάνι» στην ανισότητα.

Το 2016, το 47% του εθνικού εισοδήματος εισπράχθηκε από το top 10% του πληθυσμού στην ΗΠΑ-Καναδά, έναντι 34% το 1980. Κάτι τέτοιο καταδεικνύεται από την διαφορετική πορεία που ακολούθησαν οι πρώην κομμουνιστικές χώρες ή αυτές με κεντρική ρύθμιση της αγοράς όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία. Σημειώθηκε απότομη άνοδος ανισότητας στη Ρωσία, ελαφρά στην Κίνα και σχετικά σταδιακά στην Ινδία. Αυτό δείχνει και τις διαφορετικές πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς και ανοίγματος που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στις χώρες αυτές.

Οι αντιθέσεις του «Αμερικανικού Ονείρου»

Οι αποκλίσεις στα επίπεδα ανισότητας ήταν ιδιαίτερα ακραίες μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και ΗΠΑ, οι οποίες παρουσίαζαν τα ίδια επίπεδα ανισότητας το 1980 καθώς το 1% του εθνικού εισοδήματος το καρπωνόταν το 10% του πληθυσμού περίπου και στις δύο περιοχές. Το 2016 ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά και στην Δ. Ευρώπη το 1% των Ευρωπαίων αύξησε το μερίδιο του στο 12% ενώ στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε στο 20%. Εν τω μεταξύ, στις ΗΠΑ, το κατώτατο 50% του πληθυσμού μείωσε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα περισσότερο από 20% που ήταν το 1980 σε μόλις 13% πέρυσι.

Η πορεία των ανισοτήτων εισοδήματος που παρατηρείται στις ΗΠΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις τεράστιες ανισότητες στην εκπαίδευση, σε συνδυασμό με ένα φορολογικό σύστημα λιγότερο προοδευτικό, οπότε λιγότερο δίκαιο. Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι έχει αυξηθεί η αποζημίωση του εργατικού δυναμικού από τη δεκαετία του ’80 και τα υψηλά εισοδήματα κεφαλαίου στη δεκαετία του 2000.

Την ίδια στιγμή η ηπειρωτική Ευρώπη παρουσίασε μικρότερη πτώση της προοδευτικής φορολογίας, ενώ η ανισότητα των μισθών μετριάστηκε επίσης από τις εκπαιδευτικές πολιτικές και τις ρυθμίσεις των μισθών που ήταν σχετικά ευνοϊκότερες για τις ομάδες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Τόσο σε ΗΠΑ όσο και σε Ευρώπη, η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει μειωθεί, αλλά παραμένει ιδιαίτερα ισχυρή στην κορυφή της κατανομής.

Σε παγκόσμιο επίπεδο η ανισότητα έχει αυξηθεί ραγδαία, παρά την μεγάλη ανάπτυξη της Κίνας. Το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού έχει δει το εισόδημά του να αυξάνεται σημαντικά χάρη στην υψηλή ανάπτυξη στην Ασία (ιδιαίτερα στην Κίνα και την Ινδία). Ωστόσο, λόγω των υψηλών και αυξανόμενων ανισοτήτων στις χώρες αυτές, το 1% των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο σημείωσε διπλάσια αύξηση στο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος από το 1980 συγκριτικά με το 50% του φτωχότερου πληθυσμού.

Η αύξηση του εισοδήματος ήταν αργή ή ακόμα και μηδενική για τα άτομα με εισοδήματα μεταξύ του φτωχότερου 50% του παγκόσμιου πληθυσμού και του top 1% πιο πλούσιου. Αυτό περιλαμβάνει όλες τις ομάδες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα.

Η άνοδος της παγκόσμιας ανισότητας δεν ήταν σταθερή. Ενώ οι ελίτ –δηλαδή το 1%- αύξησαν το μερίδιό τους από 16% το 1980 σε 22% το 2000, στη συνέχεια μειώθηκε ελαφρά στο 20%. Το αντίστοιχο μερίδιο εισοδήματος του παγκόσμιου κατώτατου ορίου του 50% έχει κυμανθεί γύρω στο 9% από το 1980. Αυτό το «διάλειμμα» της αρνητικής τάσης μετά το 2000 οφείλεται στη μείωση της διακρατικής ανισότητας των μέσων εισοδημάτων, καθώς η ανισότητα εντός των χωρών συνέχισε να αυξάνεται.

Πλούσιες χώρες, φτωχοποιημένα κράτη

Ο λόγος του καθαρού ιδιωτικού πλούτου προς το καθαρό εθνικό εισόδημα δίνει μια εικόνα για τη συνολική αξία του πλούτου που κατέχουν ιδιώτες σε μια χώρα, σε σύγκριση με τον δημόσιο πλούτο που κατέχουν οι κυβερνήσεις. Το άθροισμα του ιδιωτικού και του δημόσιου πλούτου είναι ίσο με τον εθνικό πλούτο. Η ισορροπία αυτών των δύο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το επίπεδο ανισότητας.

Ενώ το 2016, το 47% του εθνικού εισοδήματος σε ΗΠΑ-Καναδά εισπράχθηκε από το 10% του πληθυσμού, το 1980 καρπωνόταν το 34%.

Από το 1970 σημειώθηκε γενική αύξηση του ιδιωτικού πλούτου στις περισσότερες πλούσιες χώρες, από 200-350% του εθνικού εισοδήματος σε 400-700% σήμερα. Αυτή η τάση δεν επηρεάστηκε σημαντικά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ή από τις «φούσκες» στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων που παρατηρήθηκαν σε ορισμένες χώρες όπως η Ιαπωνία και η Ισπανία.

Στην Κίνα και τη Ρωσία σημειώθηκαν ασυνήθιστα μεγάλες αυξήσεις στον ιδιωτικό πλούτο μετά την μετάβασή τους από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό. Εκεί το ιδιωτικός πλούτος τετραπλασιάστηκε και τριπλασιάστηκε, αντίστοιχα. Οι αναλογίες του ιδιωτικού πλούτου-εισοδήματος στις χώρες αυτές πλησιάζουν τα επίπεδα που παρατηρούνται στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αντίθετα, ο καθαρός δημόσιος πλούτος (δηλαδή τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία μείον τα δημόσια χρέη) έχει μειωθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες από τη δεκαετία του ’80. Στην Κίνα και τη Ρωσία, ο δημόσιος πλούτος μειώθηκε από 60-70% του εθνικού πλούτου σε 20-30%. Ο καθαρός δημόσιος πλούτος έχει γίνει ακόμη αρνητικός τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ είναι ελαφρώς θετικός στην Ιαπωνία, τη Γερμανία και τη Γαλλία.

Αυτό αναμφισβήτητα περιορίζει τις κυβερνήσεις να ρυθμίσουν την οικονομία, να αναδιανείμουν το εισόδημα και να μετριάσουν την αυξανόμενη ανισότητα. Οι μοναδικές εξαιρέσεις από τη γενική μείωση της δημόσιας ιδιοκτησίας είναι οι χώρες πλούσιες σε πετρέλαιο και με μεγάλα κρατικά επενδυτικά ταμεία, όπως η Νορβηγία.

Εκτόξευση ανισοτήτων

Η σχέση ανισότητας μεταξύ των ατόμων αυξήθηκε με διαφορετική ένταση μεταξύ των χωρών από το 1980. Η αύξηση της ανισότητας των εισοδημάτων και των μεγάλων μεταβιβάσεων του πλούτου από το δημόσιο σε ιδιώτες τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν οδηγήσει στην αύξηση της ανισότητας των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των ατόμων. Ωστόσο, η ανισότητα του πλούτου δεν έχει φτάσει ακόμα στα επίπεδα των αρχών του 20ου αιώνα στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ.

Το 2015, το 10% των πλουσιότερων Ρώσων κατείχε το 43% του εθνικού πλούτου έναντι 22% το 1995

Η άνοδος της ανισότητας του πλούτου ήταν ωστόσο πολύ μεγάλη στις ΗΠΑ, το 1% του πληθυσμού αύξησε το μερίδιό του στον εθνικό πλούτο από 22% το 1980 σε 39% το 2014. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αύξηση του πλούτου του μόλις 0,1% πιο πλούσιων. Αντίστοιχα στην Γαλλία και το Ην. Βασίλειο η αύξηση του πλούτου στους λίγους ήταν σαφώς πιο μικρή τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης της ακίνητης περιουσίας της μεσαίας τάξης και στο χαμηλότερο επίπεδο ανισότητας εισοδήματος από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το φαινόμενο της μεγάλης αύξησης του πλούτου εμφανίστηκε επίσης στην Κίνα και την Ρωσία κατά την μετάβαση από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό. Το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού διπλασίασε τον πλούτο του τόσο στην Κίνα όσο και στη Ρωσία μεταξύ 1995 και 2015, από 15% έως 30% και από 22% έως 43%, αντίστοιχα.

ΗΠΑ: Παράδειγμα προς αποφυγή για το μέλλον

Η άνοδος της ανισότητας των πλούσιων περιουσιακών στοιχείων στις χώρες συνέβαλε στην αύξηση της παγκόσμιας ανισότητας στον πλούτο. Αν υποθέσουμε ότι η παγκόσμια τάση θα συλληφθεί από τη συνδυασμένη εμπειρία της Κίνας, της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, το μερίδιο πλούτου των κορυφαίων 1% πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο αυξήθηκε από 28% σε 33%, ενώ το μερίδιο διέθετε το κατώτατο 75% κυμάνθηκε γύρω στο 10% μεταξύ του 1980 και του 2016.

Εάν όλες οι χώρες ακολουθήσουν την πορεία ανισότητας της Ευρώπης μεταξύ 1980 και 2016, το μέσο εισόδημα του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κυμανθεί στα 9.100 € έως το 2050.

Η συνέχιση της ανισότητας πλούτου οι τάσεις θα δουν το μερίδιο του πλούτου της κορυφής 0,1% παγκόσμιους ιδιοκτήτες πλούτου (σε έναν κόσμο που εκπροσωπείται από την Κίνα, την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες Κράτη μέλη) καλύπτουν το μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας μεσαία τάξη πλούτου έως το 2050.

Η παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα θα αυξηθεί επίσης εάν οι χώρες εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την ίδια συνταγή από το 1980 μέχρι σήμερα. Αυτό θα συμβεί ακόμα και στην περίπτωση που της σχετικής ανόδου του εισοδήματος σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Η παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο εάν οι χώρες ακολουθήσουν το δρόμο των ΗΠΑ την περίοδο 1980 και 2016. Ωστόσο, θα μειωθεί ελαφρά εάν ακολουθηθεί το μοντέλο της ΕΕ το ίδιο διάστημα 1980-2016.

Οι δυναμικές ανισότητας εντός των χωρών έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην εξάλειψη της παγκόσμιας φτώχειας. Ανάλογα με το δρόμο που ακολουθούν οι χώρες, τα εισοδήματα του κατώτερου μισού του παγκόσμιου πληθυσμού ενδέχεται να διαφέρουν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, που κυμαίνονται από 4.500 ευρώ έως 9.100 ευρώ ετησίως, ανά ενήλικα.

Το κλειδί είναι η προοδευτική φορολογία

Σύμφωνα με έρευνες έχει καταδειχτεί ότι η προοδευτικότητα του φόρου είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση της ανισότητας. Οι προοδευτικοί φορολογικοί συντελεστές μειώνουν τόσο την μετά φόρων όσο και την προ ανισότητα. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι σε αυτούς που κερδίζουν πολλά δίνονται λιγότερα κίνητρα για να καρπωθούν υψηλότερο μερίδιο από την ανάπτυξη μέσω επιθετικών διαπραγματεύσεων για αυξήσεις μισθών και συσσώρευση πλούτου.

Η προοδευτικότητα της φορολογίας μειώθηκε έντονα στις πλούσιες και σε ορισμένες αναδυόμενες χώρες από τη δεκαετία του 1970 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, η πτωτική τάση έχει χαλαρώσει και μάλιστα έχει αντιστραφεί σε ορισμένες χώρες, αλλά οι μελλοντικές εξελίξεις παραμένουν αβέβαιες και θα εξαρτηθούν από τη δημοκρατική απελευθέρωση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι φόροι κληρονομιάς είναι ανύπαρκτοι ή σχεδόν μηδενικοί στις αναδυόμενες χώρες με υψηλή ανισότητα, αφήνοντας περιθώρια για σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες αυτές.

Το 2016, το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε το 33% του πλούτου. Αν συνεχιστεί η τακτική «Business as usual», το πλουσιότερο 1% θα ελέγχει το 39% παγκόσμιου πλούτου μέχρι το 2050.

Αν και το φορολογικό σύστημα είναι ένα κρίσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων ωστόσο αντιμετωπίζει εμπόδια. Η φοροδιαφυγή εμφανίζεται σε υψηλά επίπεδα αυτά, όπως φάνηκε και από τα Panama Papers. Ο πλούτος που κρύβεται σε φορολογικούς παραδείσους έχει αυξηθεί σημαντικά από την δεκαετία του 1970 και σήμερα αντιπροσωπεύει περισσότερο από 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Κάτι τέτοιο καθιστά δυσχερή τον υπολογισμό του παγκόσμιου πλούτου σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Ενώ τα κτηματολόγια υπάρχουν εδώ και αιώνες, έχουν απωλέσει ένα μεγάλο μέρος του πλούτου που κατείχαν τα νοικοκυριά. Αυτό συμβαίνει διότι ο πλούτος λαμβάνει όλο και περισσότερο τη μορφή χρηματοπιστωτικών εγγυήσεων. Υπάρχουν πολλές τεχνικές επιλογές για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου οικονομικού μητρώου, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από εφορία των κρατών για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης.

Η ισότιμη πρόσβαση στην παιδεία

Περισσότερη ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση και καλές θέσεις εργασίας είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση του χαμηλού ή και στάσιμου εισοδήματος του 50% του φτωχότερου πληθυσμού. Οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ του δημόσιου λόγου περι ίσων ευκαιριών και της πραγματικότητας σχετικά με την άνιση πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, από τα 100 παιδιά με γονείς που ανήκουν στο 10% με το χαμηλότερο εισόδημα, μόνο 20 έως 30 σπουδάζουν στο κολέγιο. Αντίθετα, το ποσοστό αυτό φτάνει στους 90 όταν είναι οι γονείς κατατάσσονται στο 10% των πιο υψηλόμισθων. Είναι θετικό ότι τα καλά κολέγια που βελτιώνουν την πρόσβαση στους φτωχούς μαθητές δεν διακυβεύουν την ποιότητά τους. Τόσο στις πλούσιες όσο και στις αναδυόμενες χώρες πρέπει να οριστούν διαφανείς και επαληθεύσιμοι στόχοι – ενώ ταυτόχρονα να αλλάξει το σύστημα χρηματοδότησης και εισδοχής – για να καταστεί δυνατή η ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Η δημοκρατική πρόσβαση στην εκπαίδευση μπορεί να επιτύχει πολλά, αλλά χωρίς μηχανισμούς για να εξασφαλιστεί ότι οι άνθρωποι του κάτω μέρους της κατανομής του εισοδήματος θα έχουν πρόσβαση σε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, η εκπαίδευση δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση της ανισότητας. Καλύτερη εκπροσώπηση των εργαζομένων σε όργανα εταιρικής διακυβέρνησης και αξιοπρεπείς κατώτατοι μισθοί είναι σημαντικά εργαλεία να επιτευχθεί αυτό.

Απαιτούνται δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος τόσο για την αντιμετώπιση της υπάρχουσας ανισότητας όσο και για την αποτρέψουν την αύξησή τους. Αυτό, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς οι κυβερνήσεις πλούσιων χωρών έχουν γίνει φτωχές και σε μεγάλο βαθμό χρεωμένες. Η μείωση του δημόσιου χρέους δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολο έργο, αλλά υπάρχουν αρκετές επιλογές για να επιτευχθεί – συμπεριλαμβανομένης της φορολογίας του πλούτου, της ελάφρυνση του χρέους και του πληθωρισμό. Αυτά τα εργαλεία έχουν χρησιμοποιηθεί στην ιστορία από υπερχρεωμένες κυβερνήσεις, για να ενδυναμώσουν τις νεώτερες γενιές.

Πηγή: SL Press