Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Ο Πικετί, οι ανισότητες κι εμείς

Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, το αντικείμενο του ευρωπαϊκού συνεδρίου που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς τον Νοέμβριο του 2017, με τίτλο «Ανισότητες, νεοφιλελευθερισμός και ευρωπαϊκή ενοποίηση: προοδευτικές απαντήσεις», βρίσκονται τα τελευταία χρόνια διαρκώς στο προσκήνιο της διεθνούς και εγχώριας επικαιρότητας και στις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις επιστημόνων, ΜΜΕ, πολιτικών κομμάτων, διεθνών οργανισμών και «δεξαμενών σκέψης» με διάφορες αφορμές: την εκλογική νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, την ψήφο υπέρ του Brexit, την άνοδο της Ακροδεξιάς και του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη και αλλού. Σήμερα, οι κοινωνικές ανισότητες θεωρούνται η κύρια αιτία για τη λαϊκή οργή που τροφοδοτεί τις μαζικές, βίαιες και αιματηρές διαδηλώσεις που συγκλονίζουν εδώ και πάνω από τρεις βδομάδες τη Χιλή, ενώ κοινωνικο-πολιτικές ταινίες όπως ο «Τζόκερ» και τα «Παράσιτα», με θέμα τους περιθωριοποιημένους και καταφρονεμένους των σύγχρονων ανελέητων καπιταλιστικών κοινωνιών, βρίσκουν πολύ μεγάλη απήχηση στο διεθνές κοινό, ακτινογραφώντας με ρεαλισμό τον αλληλοσπαραγμό των «από κάτω» για την επιβίωση και τη γένεση του ταξικού μίσους για τους «από πάνω».

Διακήρυξη ΣΥΡΙΖΑ: Οι ανισότητες, διαχωριστική γραμμή μεταξύ πολιτικών δυνάμεων

Νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και παγκοσμιοποίηση είναι συνώνυμα με την αύξηση των ανισοτήτων, ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8 μεγέθυνε την κοινωνική πόλωση στις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες, προκαλώντας ανεργία και φτώχεια σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Η Ελλάδα, που ήδη πριν από την κρίση εμφάνιζε πολύ υψηλούς δείκτες οικονομικής ανισότητας και φτώχειας, βίωσε τις παραπάνω διαδικασίες κατά τη διάρκεια της κρίσης με ακραίο τρόπο. Η Διακήρυξη της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, που περιλαμβάνει τις αξίες, τη φυσιογνωμία, το όραμα και τις βασικές πολιτικές προτεραιότητες του κόμματος, με τις οποίες καλεί προς ένταξη στο κόμμα νέα μέλη, αναφέρει ότι «η καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων σκιαγραφεί σήμερα τη βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις». Η κυβέρνηση της Ν.Δ. αναμένεται να αυξήσει τις ανισότητες με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της, ενώ, κατά τον κ. Μητσοτάκη, η κοινωνική ισότητα αντιβαίνει τη φύση του ανθρώπου. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση συνέβαλε έμπρακτα με την πολιτική του στη μείωση των ανισοτήτων, ενώ η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι καταστατικές αξίες και αρχές της Αριστεράς και του κόμματος.

Ο θεωρητικός Πικετί και τα βιβλία του για τις οικονομικές ανισότητες

Αφορμή του παρόντος άρθρου είναι το τελευταίο βιβλίο του Τομά Πικετί, Γάλλου οικονομολόγου – θεωρητικού και ερευνητή των οικονομικών ανισοτήτων, εισοδήματος και πλούτου, ο οποίος έγινε διάσημος με το βιβλίο του «Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», που εκδόθηκε το 2013. Το βιβλίο αυτό έγινε ανάρπαστο όχι μόνο διότι τεκμηρίωνε εμπειρικά για πρώτη φορά την ιστορική δυναμική των οικονομικών ανισοτήτων στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, αλλά και διότι διατύπωνε ένα «νόμο» που συνέδεε το τότε φλέγον -λόγω του διεθνούς κινήματος Occupy Wall Street- ζήτημα της υπερσυγκέντρωσης πλούτου στις σημερινές καπιταλιστικές οικονομίες με τη δυναμική της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου στο μακροχρόνιο διάστημα. Ένα νόμο που, όπως εκείνος του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, συνυπάρχει με αντισταθμιστικές δυνάμεις, εφόσον η διανομή του εισοδήματος και του πλούτου είναι κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα.

Ο Πικετί προσθέτει ότι η διανομή του εισοδήματος δεν είναι μόνο πολιτικό αλλά και ιδεολογικό ζήτημα. Η ιστορική εξέλιξη της ανισότητας διαμορφώνεται από το τι θεωρούν ως δίκαιο τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα, από τη σχετική τους δύναμη και από τις συλλογικές επιλογές που προκύπτουν μέσω των κοινωνικών θεσμών και της πολιτικής διαδικασίας. Έτσι, στο πρόσφατο βιβλίο του «Κεφάλαιο και Ιδεολογία», ο συγγραφέας εστιάζει στις ιδεολογικές πτυχές των ανισοτήτων, εξετάζοντας την ιδιαίτερη μορφή τους και τα επιχειρήματα ιδεολογικής δικαιολόγησής τους στα διαφορετικά είδη κοινωνιών: δουλοκτητικές, αποικιοκρατικές, φεουδαρχικές, ιδιοκτητικές, σοσιαλδημοκρατικές, κομμουνιστικές, μετακομμουνιστικές και «υπερκαπιταλιστικές». Τα ιστορικά υψηλότερα επίπεδα ανισοτήτων επέδειξαν οι αποικιοκρατικές κοινωνίες.

Και τα δύο βιβλία ασχολούνται εκτεταμένα με την τεκμηρίωση της ιστορικής εξέλιξης των οικονομικών ανισοτήτων από τον 18ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας στις μεγάλες αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ και σε άλλες μεγάλες οικονομίες του κόσμου. Ο Πικετί και η ερευνητική του ομάδα αποκάλυψαν την κορύφωση των ανισοτήτων πλούτου την περίοδο 1880-1914, σε ένα κόσμο αποικιοκρατικό, που θεωρούσε την ατομική ιδιοκτησία και την περιουσία ιερές, τη μεγάλη μείωση των ανισοτήτων από το 1914 έως το 1980 και την ανοδική τους πορεία τα τελευταία σαράντα χρόνια, δηλαδή την περίοδο επικράτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Η κύρια αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος

Η θεωρητική συνεισφορά του Πικετί στα οικονομικά των ανισοτήτων έγκειται στη διατύπωση αυτού που ο ίδιος θεωρεί ως κύρια αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος: Οι ανισότητες και η συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα χέρια των κατόχων κεφαλαίου αυξάνονται, όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (μερίσματα, τόκοι, ενοίκια, υπεραξίες ακινήτων και χρηματοοικονομικών τίτλων) είναι μεγαλύτερο από τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, από τον οποίο εξαρτάται η εξέλιξη των εισοδημάτων της εργασίας. Το αντίθετο συμβαίνει όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου είναι μικρότερο του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Η τεχνολογική αλλαγή και οι επενδύσεις στη βελτίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και την οικονομική μεγέθυνση και μειώνουν τις ανισότητες.

Όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερο από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, τότε ο συσσωρευμένος πλούτος του παρελθόντος αυξάνεται ταχύτερα από το προϊόν της οικονομίας και τους μισθούς, ο επιχειρηματίας τείνει αναπόφευκτα να μεταβληθεί σε εισοδηματία και το παρελθόν κατασπαράσσει το μέλλον. Ο Πικετί πιστεύει ότι από το 1980 έχουμε επανέλθει στην ιστορική κανονικότητα του καπιταλισμού, δηλαδή σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, από τους οποίους το σύστημα είχε αποκλίνει μόνο κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών της μεταπολεμικής ανάπτυξης.

Η ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης των ανισοτήτων

Το παραπάνω θεωρητικό σχήμα του Πικετί έχει υποστεί κριτική, ιδίως ως προς τη μη διάκριση μεταξύ παραγωγικού και υπόλοιπων μορφών κεφαλαίου και την εξαφάνιση του ανταγωνισμού κεφαλαίου και εργασίας για τη διανομή του εισοδήματος. Όμως η ανάλυσή του για τους προσδιοριστικούς παράγοντες της μείωσης των ανισοτήτων πλούτου την περίοδο 1914 και 1980 είναι αναμφισβήτητα πρωτότυπη, εμπειρικά τεκμηριωμένη και ανεκτίμητη. Η μείωση των ανισοτήτων ήταν το συνδυασμένο αποτέλεσμα των υλικών καταστροφών των ακινήτων και των παραγωγικών επενδύσεων των πλούσιων τάξεων κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων, της μείωσης ή του μηδενισμού της αξίας των κρατικών ομολόγων με τις αναδιαρθρώσεις ή και τις διαγραφές δημόσιου χρέους μετά τη λήξη των πολέμων, της εισαγωγής προοδευτικής φορολογίας στα εισοδήματα και στις κληρονομιές και εξαιρετικά υψηλών οριακών συντελεστών στα πολύ υψηλά εισοδήματα και περιουσίες, και της επιβολής ελέγχων στην άνοδο των ενοικίων. Οι σημαντικότεροι όμως παράγοντες μείωσης των ανισοτήτων πλούτου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου, που διόγκωσαν τα μεσαία στρώματα και τους έδωσαν μαζική πρόσβαση στην ακίνητη κυρίως περιουσία.

Σύμφωνα με το θεωρητικό σχήμα του Πικετί, από το 1980 και ύστερα, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης συγκριτικά με τις αποδόσεις του κεφαλαίου έχουν επιδράσει αυξητικά στις εισοδηματικές ανισότητες και στη συγκέντρωση πλούτου σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυξητικά έχουν συμβάλει και οι ευνοϊκές για τα υψηλά εισοδήματα και το κεφάλαιο μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσής τους τις τελευταίες δεκαετίες.

«Κεφάλαιο και ιδεολογία»: ανισότητες και ιστορική αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας

Στο τελευταίο βιβλίο του, ο Πικετί πραγματοποιεί μια κοινωνική ανάλυση της μεταπολεμικής εκλογικής ψήφου, που δείχνει ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Γαλλία, στη Βρετανία, στις ΗΠΑ και αλλού, παρά τις διαφορές τους, είχαν την ίδια εξέλιξη. Ενώ από τη δεκαετία του 1950 έως το 1980 συγκέντρωναν τις ψήφους των λιγότερο ειδικευμένων εργαζομένων και των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, έκτοτε μετατράπηκαν βαθμιαία σε κόμματα αυτών με το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο. Ο Πικετί επιπλέον ισχυρίζεται ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εγκατέλειψαν τα λαϊκά στρώματα, που στράφηκαν στην αποχή ή προς άλλες κατευθύνσεις, και δεν αναζήτησαν νέους τρόπους μείωσης των ανισοτήτων στο ολοένα πιο ανοιχτό και διεθνοποιημένο περιβάλλον λειτουργίας των οικονομιών. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη, δεν αναζήτησαν λύσεις για την υπέρβαση του κανόνα της ομοφωνίας στα όργανα της Ε.Ε. ως προς τη φορολογία και αποδέχθηκαν την απελευθέρωση της διεθνούς κίνησης κεφαλαίων χωρίς να απαιτήσουν συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ χωρών για το ποιος κατέχει τι, ώστε να μπορούν να φορολογηθούν οι περιουσίες και τα εισοδήματα.

Οι προτάσεις πολιτικής των δύο βιβλίων για τη μείωση των ανισοτήτων είναι πολλές και κινούνται σε δύο κατευθύνσεις. Προτείνονται αφενός η ενίσχυση της προοδευτικότητας της φορολογίας (εισοδήματος, περιουσίας και κεφαλαίου) και η επιβολή ακόμα και «δημευτικών» φορολογικών συντελεστών στα υψηλά κλιμάκια, αφετέρου η ανάπτυξη μορφών κοινωνικής ιδιοκτησίας μέσω της θέσπισης θεσμών δημοκρατικού ελέγχου του κεφαλαίου (αυξημένη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων και απόκτηση μέρους του μετοχικού κεφαλαίου).

Δύο από τις προτάσεις του Πικετί διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους αλλά και τον ουτοπικό τους χαρακτήρα. Η πρώτη είναι επιβολή ενός παγκόσμιου προοδευτικού φόρου επί του κεφαλαίου και η δεύτερη είναι η κοινωνικοποίηση της κληρονομιάς, με την απονομή από το κράτος σε κάθε πολίτη που συμπληρώνει τα 25 έτη ενός κεφαλαίου.

Η Ευρωζώνη ως δημοσιονομική και πολιτική ένωση

Ο Πικετί επέδειξε ως διανοούμενος έντονη δραστηριότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπογράφοντας μαζί με άλλους το 2014 και το 2018 δύο μανιφέστα υπέρ της ενίσχυσης της δημοσιονομικής και πολιτικής ενοποίησης των χωρών της Ευρωζώνης. Δύο ήταν οι βασικές προτάσεις των μανιφέστων: η θέσπιση ενός αυτόνομου προϋπολογισμού της Ευρωζώνης, ύψους 0,5-1% του ΑΕΠ, με πρόσθετους πόρους από ευρωπαϊκούς φόρους, και ο εκδημοκρατισμός της, με τη θέσπιση ενός Κοινοβουλίου της Ευρωζώνης που θα αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό (80%) από μέλη των εθνικών Κοινοβουλίων των κρατών – μελών της. Ο επιπλέον προϋπολογισμός δικαιολογήθηκε από την ανάγκη χρηματοδότησης του ελλείμματος δημοσίων επενδύσεων στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην έρευνα, της υποδοχής και ένταξης των προσφύγων και της οικολογικής μετάβασης της οικονομίας.

Τις δύο παραπάνω προτάσεις υιοθέτησε ο Μακρόν ως υποψήφιος Πρόεδρος της Γαλλίας και περιέλαβε στο όραμά του για την Ευρώπη, στον λόγο που εκφώνησε ως Πρόεδρος στη Σορβόννη, αμέσως μετά την εκλογή του. Καμία από αυτές δεν τελεσφόρησε. Ειδικότερα, με την αντίθεση που εξέφρασαν πολλά κράτη – μέλη για έναν αυτόνομο προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε τελικά, τον Ιούνιο του 2019, τη δημιουργία ενός δημοσιονομικού εργαλείου μικρού ύψους, εντός του προϋπολογισμού της Ε.Ε. και χωρίς δικούς του πόρους. Αυτό θα χρηματοδοτεί τα κράτη – μέλη για διαρθρωτικές αλλαγές και επενδύσεις που θα εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Eurogroup εφόσον το κράτος μέλος τηρεί τις δεσμεύσεις του στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου.

Ο Πικετί κι εμείς

Ο Πικετί συγκαταλέγεται μεταξύ των επιφανών προοδευτικών οικονομολόγων και διανοουμένων που, έχοντας επίγνωση των ιστορικών λαθών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, προσπαθεί να συνεισφέρει μέσω της επιστήμης του στη σκιαγράφηση ενός εφικτού «συμμετοχικού σοσιαλισμού για τον 21ο αιώνα», όπως ρητά δηλώνει στο τελευταίο του βιβλίο. Συστατικά στοιχεία αυτού του μοντέλου είναι κατ’ αυτόν η κοινωνική ιδιοκτησία, η φορολογική δικαιοσύνη, η δίκαιη εκπαίδευση, η δημοκρατία και «η εναλλακτική οργάνωση της διεθνούς οικονομίας, που θα επιτρέψει την ανάπτυξη νέων μορφών δημοσιονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής αλληλεγγύης, χάρη σε ένα κοινωνικό φεντεραλισμό που θα αντικαταστήσει τις συνθήκες ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και κεφαλαίων, που συνιστούν σήμερα την παγκόσμια διακυβέρνηση». Αναζητώντας κι εμείς τον δρόμο και ένα πρόγραμμα για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, η συνάντησή μας με τον Πικετί και το έργο του είναι πηγή έμπνευσης και γόνιμης κριτικής.

 

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.

Πηγή: Η Αυγή