Η ηγεσία της ΝΔ αντιλήφθηκε σχετικά νωρίς ότι το έδαφος κάτω από τα πόδια τής επί διετία αντιπολιτευτικής στρατηγικής της έχει υποχωρήσει και ότι χρειάζεται να βρει κάτι πιο στέρεο, για να στηρίξει τη νέα στρατηγική της.
Φαίνεται πάντως ότι για το μήνα Σεπτέμβριο, είτε από αμηχανία είτε με ευθύνη των συμβούλων επικοινωνιακής πολιτικής, αποφάσισε να πειραματιστεί με ένα μάλλον ρηχό μοντέλο αντιπολίτευσης, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «σύστημα πλημμύρα»: η αντιπολίτευση δεν αφήνει τίποτε ανεκμετάλλευτο και, με τη βοήθεια των φιλικών προς αυτή μέσων, αντιμετωπίζει κάθε μικρή ή μεγάλη αφορμή για αντιπαράθεση με την κυβέρνηση σαν να πρόκειται για τον υπέρ πάντων αγώνα.
Ελντοράντο Γκολντ, πετρελαιορύπανση στον Σαρωνικό, κοινοβουλευτικά παιχνίδια με τη δεδηλωμένη, Ελληνικό… Κάθε εβδομάδα του μήνα και ένα –τουλάχιστον– θέμα που «αποδείκνυε» πόσο άχρηστη, ανίκανη, ιδεοληπτική και επικίνδυνη είναι η παρούσα κυβέρνηση. Αν έδινε κανείς βάση στην εικόνα που φιλοτεχνούσε η μεγάλη πλειονότητα των μέσων, θα πίστευε πως ο πρώτος μήνας μετά τη θερινή ραστώνη (;) θα αποδεικνυόταν καταστροφικός για την κυβέρνηση. Ήρθαν, όμως, οι φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις, αλλεπάλληλες, να επιβεβαιώσουν την υποψία ότι εκείνη που έπρεπε να ανησυχεί είναι περισσότερο η ΝΔ παρά η κυβέρνηση.
Πολύ κακό για το τίποτα
Όλες οι δημοσκοπήσεις (με πιο πρόσφατη της ALCO, τη δεύτερη της ίδιας εταιρίας μέσα στον Σεπτέμβριο) δεν καταγράφουν μόνο σαφή και σταθερή μείωση της διαφοράς μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου, αλλά και βελτίωση των λεγόμενων ποιοτικών δεικτών για την κυβέρνηση, την κυβερνητική πολιτική και την οικονομία. Τα νούμερα αυτά, βέβαια, επιβεβαιώνουν την κοινή αίσθηση ότι η ΝΔ, αντί να διατυπώσει μια πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση, διαχειρίστηκε ανεπιτυχώς μια επιχείρηση επικοινωνιακής φούσκας, που δεν άφησε σχεδόν τίποτα πίσω της σαν πολιτικό όφελος. Πραγματικά, αν κάποιος κάνει τον κόπο να ανατρέξει στο βομβαρδισμό των καναλιών και στα θορυβώδη πρωτοσέλιδα του Σεπτεμβρίου, θα απορήσει για το πόσο γρήγορα ξεφούσκωσε η ίδια η πραγματικότητα το σκηνικό καταστροφής που είχε στηθεί.
Σ’ αυτό το άδειασμα της φθινοπωρινής επικοινωνιακής επίθεσης ήρθε να προστεθεί και μια… βραδυφλεγής φούσκα: η προσφυγή των καναλαρχών στο ΣτΕ κατά της απόφασης του ΕΣΡ. Η κίνηση αυτή αφήνει έκθετη τη ΝΔ, η οποία υποστήριξε χωρίς καμία επιφύλαξη το «δίκιο» των καναλαρχών προβάλλοντας σαν πρόσχημα τη μη συγκρότηση του ΕΣΡ. Τώρα, που αυτό συγκροτήθηκε και αποφάσισε ομόφωνα 7 κανάλια και τίμημα εκκίνησης 35 εκ. ευρώ για κάθε άδεια, οι φίλοι της καναλάρχες διαλαλούν ότι το δικό τους «δίκιο» είναι η ασυδοσία και το τζάμπα. Η δε ΝΔ δεν βρίσκει ούτε μια λέξη να πει για το θράσος τους –που ήταν και δικό της θράσος. Αν κάποιος προβλέψει ότι οι δημοσκοπήσεις του Οκτωβρίου θα είναι χειρότερες για την αξιωματική αντιπολίτευση, μάλλον θα είναι σαν να διαβάζει ανοιχτό γράμμα.
Τα πραγματικά προβλήματα
Μπορεί κανείς να φανταστεί τους ενοίκους του Μαξίμου να τρίβουν ήδη τα χέρια τους. Ας μη βιαστούν όμως. Γιατί, αργά ή γρήγορα, κάποιοι στη ΝΔ με περισσότερο μυαλό από τον πρόεδρο και τους αντιπρόεδρους θα εντοπίσουν τα πραγματικά αδύνατα σημεία και θα αποπειραθούν να δώσουν τη μάχη εκεί.
Υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι η φορολογική επιβάρυνση δεν αποδίδει τα αναμενόμενα, γιατί σκοντάφτει είτε σε πραγματικές δυσκολίες ή αδυναμία εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, είτε σε ενίσχυση των τάσεων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Αν αυτές οι ενδείξεις δεν οδηγήσουν στον ακριβή εντοπισμό των προβλημάτων και την ορθή αντιμετώπισή τους, είτε με αντισταθμιστικές ελαφρύνσεις είτε με αυστηρούς και αποτελεσματικούς ελέγχους όπου χρειάζονται, ή ακόμα και με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους, εάν με τον τρόπο αυτό μπορεί και να αυξηθούν τα τελικά έσοδα, τότε στο πεδίο αυτό η ΝΔ θα βρει εύφορο έδαφος για να δοκιμάσει την πολιτική της.
Ήδη ο πρόεδρός της μιλάει για μείωση των φόρων. Βέβαια, στο συνολικό σχέδιο της ΝΔ, που εμπνέεται από τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, μείωση των φόρων σημαίνει κυρίως φορολογική ελάφρυνση των επιχειρηματιών, πολιτική που εντάσσεται στη λογική ότι αυτή «θα φέρει ανάπτυξη». Πόσο αστήρικτος είναι αυτός ο ισχυρισμός, μας εξηγεί ανάλυση δημοσιευμένη στην «Καθημερινή» (5-10-2017), όπου παρουσιάζονται τα συμπεράσματα μελέτης των στοιχείων 40 χρόνων (1970-2010), που έγινε στα πανεπιστήμια Μπέρκλεϊ και Χάρβαρντ: «Χώρες όπου μειώθηκαν οι φόροι δεν παρουσίασαν υψηλότερη ανάπτυξη από χώρες με αυστηρό φορολογικό καθεστώς (…) Αυτό που διαπιστώθηκε [στις πρώτες] ήταν η διεύρυνση της εισοδηματικής ανισότητας». Αυτό είναι που ενδιαφέρει και τη ΝΔ ως οπαδό του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Ωστόσο, ένας πολίτης που πιέζεται ασφυκτικά από τις φορολογικές υποχρεώσεις του, χωρίς να βλέπει στον ορίζοντα κάποια προοπτική ελάφρυνσής του, δεν είναι δύσκολο να δελεαστεί από υποσχέσεις αυτού του τύπου, ακόμα κι αν υποψιάζεται ότι θα αντισταθμιστεί η όποια ελάφρυνση με μείωση των δημοσίων δαπανών και, συνεπώς, και των περιθωρίων της κοινωνικής πολιτικής.
Μέτρα πριν από τα «μέτρα»
Με λίγα λόγια, μια κυβέρνηση που διδάσκεται από την πείρα της και φροντίζει να διορθώνει πιθανές αστοχίες, χρειάζεται να επανεξετάσει σοβαρά την υπάρχουσα κατάσταση, ώστε να μην αφήσει περιθώρια να περάσει η παραπλανητική πρακτική της ΝΔ. Και να το κάνει με γνώμονα τρεις βασικούς κανόνες της προοδευτικής φορολογικής πολιτικής: τη μετατόπιση φορολογικού βάρους από τα ασθενέστερα στα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού, τη συστηματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αποφυγή της υπέρβασης του κρίσιμου σημείου, πέρα από το οποίο η φορολογική επιβάρυνση οδηγείται ακόμη και σε μείωση της φορολογικής απόδοσης.
Οι δικές μας παρατηρήσεις στηρίζονται σε εμπειρικά δεδομένα του καθημερινού βίου. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό, που με τις ορθές υποδείξεις της πολιτικής ηγεσίας θα βρει τις λύσεις εκείνες, οι οποίες θα αφαιρέσουν για μια ακόμη φορά το έδαφος κάτω από τα πόδια της αντιπολιτευτικής τακτικής της ΝΔ. Και, το κυριότερο, θα επιτρέψουν στα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα να ανασάνουν και να βρουν έτσι τη δύναμη να περιμένουν τη στιγμή που η βελτίωση των οικονομικών δεικτών θα μεταφραστεί σε βελτίωση των δικών τους συνθηκών ζωής. Γιατί δεν αρκεί να χαρακτηρίζεις την ανάπτυξη δίκαιη: πρέπει αυτή να φέρνει, όσο γίνεται πιο έγκαιρα, αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ιδίως εκείνων που συνήθως γεύονται τελευταίοι τα όποια οφέλη της.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή