Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καθιστά αναγκαία μια αποτίμηση της πορείας της από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι σήμερα, έτσι ώστε να απαντηθούν μια σειρά κρίσιμα ερωτήματα και να προσδιοριστεί το πολιτικό σχέδιο που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση και το κόμμα στο επόμενο διάστημα.
Με αφορμή την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης των μνημονιακών υποχρεώσεων που υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ήρθε πλέον η στιγμή για μια αναγκαία αποτίμηση, εκ μέρους του κόμματος, της πολιτικής που ακολουθείται μέχρι σήμερα. Η αποτίμηση, για να είναι ολοκληρωμένη, θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλα τα στάδια του πολιτικού φαινόμενου της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, από τα πρώτα βήματα της συγκρότησής του μέχρι τώρα. Το έργο αυτό αποτελεί αναγκαίο καθήκον, ώστε να απαντηθούν τελικά τα ερωτήματα που αποσαφηνίζουν τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά: τι είδους κόμμα είναι επιτέλους ο ΣΥΡΙΖΑ; Ποιο είναι το πολιτικό του σχέδιο για το επόμενο διάστημα ‒ τι στην ευχή θα κάνουμε για να βγούμε από το ναρκοπέδιο όπου εγκλωβιστήκαμε και με δική μας ευθύνη; Ποια και τι είδους είναι η σχέση και το μέλλον του πολιτικού αυτού υποκειμένου με τις κοινωνικές ομάδες που του έλαχε να εκπροσωπεί την εποχή των μνημονίων. Μια τέτοιου τύπου αποτίμηση θα έπρεπε να είναι το αντικείμενο του συνεχώς αναβαλλόμενου συνεδρίου, και θα είχε σοβαρά πολιτικά αποτελέσματα για το μέλλον και την περαιτέρω πορεία όχι μόνο του κόμματος, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα, αν πραγματοποιούνταν συλλογικά, με ειλικρίνεια, χωρίς αφορισμούς, όπως αρμόζει σε πολιτικό φορέα μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μια τέτοια κριτική αποτίμηση και αντιπαράθεση όμως, θα έπρεπε να πάρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας ταξικής πάλης στο εσωτερικό ενός αριστερού κόμματος. Θα έπρεπε να τολμάει, εάν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, την πλήρη ανατροπή της ακολουθούμενης πολιτικής, αλλά και την επιλογή των κατάλληλων προσώπων που θα υπηρετούσαν μια ριζικά διαφορετική πολιτική αποτελεσματικά στη συνέχεια.
Κομβικό σημείο σε μια τέτοιου τύπου κομματική ενδοσκόπηση θα αποτελούσε η αποτύπωση της περιόδου που ξεκίνησε τον καυτό Ιούλιο του ’15 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μετά την περίφημη αξιολόγηση του φετινού Μαΐου. Την περίοδο, δηλαδή, του αναγκαίου συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης εξαιτίας της υπεροπλίας του αντιπάλου, όπως έχουμε παραδεχτεί όσοι τουλάχιστον παραμένουμε ακόμη στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ. Μιας συνθηκολόγησης που μετέτρεψε εν μια νυκτί τον ΣΥΡΙΖΑ από Αριστερά της αντιπαράθεσης (ή της αυταπάτης, όπως είπε ο Πρωθυπουργός σε μια αποστροφή του λόγου του), σε Αριστερά του ρεαλισμού και της τακτικής υποχώρησης. Μιας συνθηκολόγησης που συνοδευόταν παράλληλα και από μια υπόσχεση προς το κοινωνικό σώμα, το οποίο ανταποκρίθηκε στο συγκρουσιακό κάλεσμα του δημοψηφίσματος που είχε προηγηθεί: ότι επρόκειτο περί αναγκαίου ελιγμού, ότι θα ακολουθούσε σκληρή αντιπαράθεση για να λειάνει τις αρνητικές επιπτώσεις των μνημονίων στα κοινωνικά στρώματα που ασφυκτιούν, ότι θα υλοποιούνταν το παράλληλο πρόγραμμα με ταξική μεροληψία και, τέλος, ότι θα επιλεγόταν η κατάλληλη στιγμή για την αποδέσμευση από τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών. Αυτή η υπόσχεση, εντούτοις, βρίσκεται στον αντίποδα της απάντησης που δίνει συχνά ο Πρωθυπουργός, όταν στριμώχνεται από τους πολιτικούς μας αντιπάλους για τα μέτρα που ψηφίζουμε στην Βουλή, ότι, δηλαδή, όλα αυτά που ψηφίζονται κάθε φορά, ήταν εν γνώσει του εκλογικού σώματος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Όμως, η απάντηση αυτή αλλοιώνει το νόημα εκείνης της εκλογικής εντολής. Το Σεπτέμβριο, οι κοινωνικές ομάδες που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, το έκαναν γιατί εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι είναι η συγκρουσιακή αντιμνημονιακή Αριστερά, που θα συνέχιζε τη σθεναρή στάση απέναντι στους δανειστές. Σήμερα είναι η στιγμή που το γεγονός αυτό αμφισβητείται, κατά γενική ομολογία. Για να μην παγιδευτούμε όμως σε μια μίζερη κριτική, που αποκρυπτογραφεί τις κατά καιρούς ατυχείς ή επιτυχημένες δηλώσεις των πρωταγωνιστών της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής, πρέπει να περιοριστούμε μόνο στην ουσία και το περιεχόμενο της πρόσφατης συμφωνίας, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας. Θα πρέπει πειστικά να απαντηθούν ερωτήματα, για το τι ακριβώς πετύχαμε, σε αναφορά πάντα με τους στόχους που είχαμε βάλει και υποσχεθεί στην ελληνική κοινωνία. Διαπραγματευτήκαμε επί της ουσίας; Διασώσαμε κάποιες από τις κόκκινες γραμμές μας; Αποτρέψαμε την περαιτέρω λιτότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις για την έξοδο από τη διπλή παγίδα λιτότητας-ύφεσης; Τι ακριβώς σημαίνουν οι υποσχέσεις των δανειστών για τη βιωσιμότητα του χρέους και γιατί δεν αντισταθήκαμε μέχρι τελικής πτώσεως στη θεσμοθέτηση του «κόφτη» και τη δημιουργία του υπερταμείου; Με κεντρικότερο όμως, εξ όλων των ερωτημάτων, το εάν για κάποιο μικρό διάστημα απαλλαχτήκαμε από την ασφυκτική εποπτεία, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα άσκησης αριστερής πολιτικής, στα μέτωπα έστω που δεν άπτονται στενά οικονομικών και μνημονιακών υποχρεώσεων.
Οι απαντήσεις στα περισσότερα εκ των ερωτημάτων αυτών από την πλευρά του πρωθυπουργού και του κυβερνητικού επιτελείου που είχε την ευθύνη της διαπραγμάτευσης, είναι ελπιδοφόρες, σε αντίθεση με τους εγχώριους πολιτικούς μας αντιπάλους, που φέρνουν την καταστροφή, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούν να συγκαλύψουν τον πολιτικό τους φθόνο για τη συντεταγμένη ανταπόκριση στις ψηφοφορίες της κοινοβουλευτικής οριακής πλειοψηφίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ανεξάρτητα όμως από την πολιτική στόχευση του καθένα, για το πώς αξιολογεί το αποτέλεσμα της τελευταίας διαπραγμάτευσης υπάρχουν ορισμένες αντικειμενικές επισημάνσεις, των οποίων οι πολιτικές συνέπειες δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθούν.
Επισήμανση πρώτη: Είναι γεγονός ότι η διαπραγματευτική ομάδα πήρε μέρος στην παρατεταμένη αντιπαράθεση με στόχο να μετριάσει τις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις των αντιλαϊκών επιταγών των δανειστών. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κατάφερε, όπως, για παράδειγμα, με την αποφυγή οριζόντιων περικοπών στους σημερινούς συνταξιούχους μέχρι το ’18, ή την εξασφάλιση της πρώτης κατοικίας για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι περικοπές όμως στις συντάξεις της επόμενης μέρας και οι επιπτώσεις των φορολογικών μέτρων στο εισόδημα, όποιας έκτασης και αν είναι, έρχονται να προστεθούν στις προηγούμενες δραματικές μειώσεις και διαψεύδουν τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία αποσύρουν συνακόλουθα την υποστήριξη τους από την Αριστερά, ενώ εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι «όλοι είναι ίδιοι».
Επισήμανση δεύτερη: Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, όπου η κυβέρνηση πρόβαλε κόκκινες γραμμές, όπως, για παράδειγμα, το αφορολόγητο των 9.100 ευρώ, την εθνική σύνταξη στα 15 χρόνια ή την άρνηση πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων το ’19, οι δανειστές επέβαλαν ενδιάμεσες ρυθμίσεις, κατοχυρώνοντας από την πλευρά τους ότι αυτοί έχουν το πάνω χέρι, και δεν θα επιτρέψουν ποτέ να εμπεδωθεί στην Ευρώπη η πεποίθηση ότι μπορεί μια αριστερή κυβέρνηση να αμφισβητήσει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα τους.
Επισήμανση τρίτη: Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε επενδύσει μεγάλες προσδοκίες πιστεύοντας πως σ’ αυτήν την διαπραγμάτευση θα συμπεριλαμβάνονταν σημαντικές ρυθμίσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ένας καλοπροαίρετος παρατηρητής θα μπορούσε αντικειμενικά να συμφωνήσει με την κυβερνητική θέση, ότι αποτελεί θετικό βήμα η αναγνώριση της μη βιωσιμότητάς του εκ μέρους των Ευρωπαίων, όπως επίσης και η δέσμευσή τους για την παροχή διευκολύνσεων στην περίπτωση που εμφανίζονται προβλήματα στην αποπληρωμή του. Πώς όμως μπορεί κάποιος να τους εμπιστευτεί, όταν σήμερα αθετούν προηγούμενη υπόσχεσή τους, ότι δηλαδή θα επέστρεφαν τα κέρδη από την αξιοποίηση των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή τους; Πόσο αφελής είναι κάποιος όταν πιστεύει ότι δεν θα απαιτήσουν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα όταν θα έλθει η στιγμή για την αξιοποίηση του εργαλείου που υπόσχονται, για τη μη υπέρβαση του 15% του ΑΕΠ στην εξυπηρέτησή του; Πώς είναι δυνατόν να μην κατανοούμε το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει ο Σόιμπλε, όταν οχυρώνεται πίσω από την απόφαση του γερμανικού λαού στις προσεχείς εκλογές, για να μας θυμίσει, ταυτοχρόνως ακυρώνοντας το δικό μας επιχείρημα, ότι έχουμε λαϊκή εντολή να διαγράψουμε το χρέος, να καταργήσουμε τα μνημόνια και τη λιτότητα στην χώρα μας;
Επισήμανση τέταρτη: Εάν τελικά το σύνολο των προαπαιτουμένων που ψηφίσαμε στα δύο καυτά Σαββατοκύριακα του Μαΐου περιλαμβάνει μέτρα που επιδέχονται διπλή ανάγνωση, μια θετική εκ μέρους μας και μια αρνητική από την αντιπολίτευση στο σύνολό της, δύο πράγματα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν: Αφενός, η ασφυκτική εποπτεία εκ μέρους των δανειστών, που δεν λήγει με τη συμφωνία του Eurogroup αλλά θα συνεχίζεται εις το διηνεκές και κατά την υλοποίηση των συμφωνηθέντων, και, αφετέρου, η απόλυτη κυριαρχία των ευρωπαϊκών μηχανισμών έναντι της πολιτικής που εκπροσωπεί κοινωνικά αιτήματα. Η συμφωνία θα οριστικοποιηθεί και η δόση θα εκταμιευθεί, όταν το EuroWorking Grοup πει το τελικό ΟΚ, ελέγχοντας και τις τελευταίες λεπτομέρειες στις επιταγές των τελικών ρυθμίσεων. Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που, σε συνδυασμό με την περίφημη θεσμοθέτηση του «κόφτη», αναδεικνύει την απόλυτη ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων μηχανισμών έναντι της πολιτικής, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που η Ελλάδα σέρνει πρώτη το χορό στη συνταγματοποίηση της νέας αρχιτεκτονικής που οικοδομείται στην Ευρώπη. Οι στρατηγικές της σύγκλισης εγκαταλείπονται για να αναζητηθούν οι ειδικές οικονομικές ζώνες άνισης ανάπτυξης, που θα λειτουργούν ως απορροφητήρες στην εξομάλυνση των εμπορικών πλεονασμάτων των ανεπτυγμένων χωρών. Με την εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την εποπτεία και την αξιοποίηση της δημόσιας περιούσιας από το περίφημό «υπερταμείο», πρέπει επιτέλους να ξανασκεφτούμε σοβαρά την «παραγωγική ανασυγκρότηση» που αποτελεί την κεντρική πολιτική του οικονομικού μας επιτελείου.
Εάν η ανάγνωση αυτή της συμφωνίας που ξεκίνησε τον περσινό Ιούλιο και έκλεισε το φετινό Μάιο, είναι πραγματική και πειστική, γεννάται το εύλογο ερώτημα: σε τι η ηγεσία μας, αλλά και πολλά κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, στηρίζουν την αισιοδοξία τους για τις θετικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας; Εδώ οι απαντήσεις διαφέρουν ανάλογα με την ιδιαίτερη θέση που έχει ο καθένας στα κυβερνητικά και κομματικά δρώμενα. Το κυβερνητικό επιτελείο που είχε την ευθύνη της διαπραγμάτευσης πιστεύει ακράδαντα στη θεωρία του συμπιεσμένου ελατηρίου. Έξι χρόνια συνεχιζόμενης ύφεσης, δραματικής μείωσης του κόστους εργασίας και σαρωτικής εκκαθάρισης των αδύναμων κεφαλαίων, σε συνδυασμό με το θετικό κλίμα πού δημιουργεί η κατάληξη της συμφωνίας (μιας και η οικονομία είναι ψυχολογία, όπως έλεγε και ο Σαμαράς), δεν μπορεί ‒διάολε!‒ θα πείσει τις αγορές να μας υποδεχτούν, τους επενδυτές να φέρουν τα λεφτά τους και τον κόσμο να εμπιστευτεί τις τράπεζες, ώστε να επιστρέψει τα χρήματα που κρύβει στα σεντούκια. Άλλωστε ο καπιταλισμός λειτουργεί με βασικό κίνητρο την κερδοφορία, και τώρα στην Ελλάδα οι συνθήκες είναι ιδανικές, διότι οι τρεις βασικοί συντελεστές, αγορές, επενδυτές και καταθέτες, βρίσκονται πέρα από το πεδίο ελέγχου των ευρωπαϊκών μηχανισμών και της στενής επιτήρησης που μας έχουν επιβάλει. Εμπρός λοιπόν για την ανάπτυξη, τη μείωση της ανεργίας και την αντιστροφή του αρνητικού κλίματος που στρέφει εναντίον μας την ελληνική κοινωνία. Ευχόμαστε, όλοι πιστεύω, ο δεξιός αυτός βολονταρισμός να επιβεβαιωθεί τους επόμενους μήνες. Ας μην ξεχνάμε όμως ποτέ ότι οι ευρωπαίοι «φίλοι» μας φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι μήπως πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ την έξοδο από την κρίση, ακόμα και όταν εφαρμόζει δεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τον περσινό Φεβρουάριο ο Ντράγκι ήταν ο πρώτος που έριξε το λίθο στους Έλληνες ταραξίες με την κατάργηση του waiver και δημιούργησε τραπεζική ασφυξία, πράγμα που περιμένουμε να επανορθώσει σήμερα ως μάννα εξ ουρανού. Εν κατακλείδι, η εκδοχή αυτή στηρίζεται στην πεποίθηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι συσχετισμοί στην Ευρώπη βελτιώνονται για μας μετά τα ανοίγματα του πρωθυπουργού προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Μεταξύ των αισιόδοξων του κυβερνητικού και κομματικού επιτελείου υπάρχουν και αυτοί που επιστρατεύουν τη θεωρία του πολιτικού χρόνου. Παραβλέπουν, δηλαδή, τη στενή επιτήρηση που μας έχουν επιβάλει οι δανειστές και ελπίζουν στο τρέξιμο για την υλοποίηση του παράλληλου προγράμματος. Παραβλέπουν όμως παράλληλα και την ευρύτατη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με πρόσωπα από το παρελθόν, που είναι εντελώς ταυτισμένα με τις απόψεις και την ιδεολογία του νεοφιλελευθέρου ευρωπαϊκού «εκσυγχρονισμού». Αυτά τα πολιτικά στελέχη, και είναι πολλά, μόνο για αριστερή πολιτική δεν κόπτονται, και το έχουν αποδείξει. Αυτή η νεοφιλελεύθερη στελέχωση θα διευρυνθεί ανεξέλεγκτα υπό το άγχος της επίτευξης των δικών τους στόχων, διότι υποτίθεται ότι αυτοί ξέρουν καλύτερα την αγορά και τις απαιτήσεις των ομοϊδεατών τους.
Για την αριστερή προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ όμως, περισσότερο ενδιαφέρον εμφανίζουν οι αισιόδοξες απόψεις στελεχών που ασκούν αριστερή κριτική στις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας και στην καλύτερη περίπτωση διακατέχονται από έναν καλοπροαίρετο αριστερό βολονταρισμό. Εδώ επιστρατεύεται η εκδοχή του διαθέσιμου πολιτικού χρόνου για την ενεργοποίηση του κόμματος με αριστερό προσανατολισμό, προκειμένου η απεύθυνση στην κοινωνία να μπει στο προσκήνιο και να επιβάλει, η ίδια η κοινωνία, τις επιλογές της. Σχεδόν στο σύνολο των απόψεων που εστιάζουν στη θετική κατάληξη της συμφωνίας, καταλυτικό είναι και το επιχείρημα πως ό,τι και αν συνέβη, ή πρόκειται να συμβεί, είμαστε καλύτεροι από τα δεξιά «σκυλιά του πολέμου», που προσπαθούν να κλείσουν την αριστερή παρένθεση και να επανέλθουν στη συνέχεια με ρεβανσιστικές προθέσεις για ένα δεύτερο μετεμφυλιακό καθεστώς. Το προβληματικό αυτό επιχείρημα, ανάμεσα στα άλλα, εξοπλίζει τους αντιπάλους μας με την κατηγορία πως ο ΣΥΡΙΖΑ καταβολεύτηκε στις καρέκλες της εξουσίας και σφυρίζει κλέφτικα στις πολιτικές που μας επιβάλλουν οι δανειστές μας.
Αν αυτό είναι το τοπίο που διαμορφώνεται στο κόμμα και την κυβέρνηση της Αριστεράς μετά την πρόσφατη αξιολόγηση, τίθεται αμείλικτα το ερώτημα: πώς πορευόμαστε από δω και πέρα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν εύκολη και προφανής αν η όποια Αριστερά συγκροτούνταν πάντα στη βάση μιας καταστατικής αρχής, ότι από οποιαδήποτε θέση και αν βρίσκεται, αντιπολίτευση ή κυβέρνηση, εκπροσωπεί και υλοποιεί τα αιτήματα των υποτελών τάξεων όπως οι ίδιες τα έχουν προσλάβει και αντιληφθεί, και όχι όπως τα μεταφράζουν κάθε φορά οι «επαΐοντες» εκπρόσωποί τους στους μηχανισμούς της εξουσίας. Αν πιστεύουμε σ’ αύτη την αρχή, νομίζω πως σήμερα είμαστε σε θέση να απαντήσουμε σε ποιο βαθμό και με τι τρόπο μπορούμε να την υπηρετήσουμε. Μια ειλικρινής απάντηση με τα σημερινά δεδομένα θα κατέληγε όμως κατά την άποψή μου στην εξής διατύπωση: Με τους σημερινούς συσχετισμούς στην Ευρώπη και τον κόσμο δεν μπορούμε να κατοχυρώσουμε τις αρχικές μας δεσμεύσεις για την κατάργηση των μνημονίων, τη διαγραφή του χρέους, την αντιστροφή της ύφεσης, το τέλος της λιτότητας (δηλαδή, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης). Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι πολιτικές παραδοσιακής αστικής διαχείρισης, διαμεσολαβημένες όσο είναι δυνατόν από τις πρόσφατες αναφορές μας στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της Αριστεράς. Αν αυτό που καθορίζει τη θέση στο πολιτικό φάσμα ενός κόμματος που βρίσκεται στην κυβέρνηση είναι οι πολιτικές που υλοποιεί, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στην Αριστερά. Συνακόλουθα, κάθε αγωνιστής, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, που εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ύπαρξη της Αριστεράς αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι ελεύθερος να αναζητήσει άλλους δρόμους για τη συγκρότησή της.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη πιο ελπιδοφόρα εκδοχή στην απάντηση του ερωτήματος, τι κάνουμε από δω και πέρα όσοι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο να επιμένουμε ακόμα Αριστερά. Κόμμα, κυβέρνηση και κοινωνία να προετοιμαστούμε μεθοδικά και οργανωμένα για την σύγκρουση και τη ρήξη που συνεχώς αναβάλλουμε και υποχωρούμε, διασυρόμενοι πολιτικά και ηθικά, δεξιά και αριστερά. Μια σύγκρουση που δεν θα γίνει μόνο με τους δανειστές, αλλά θα περιλαμβάνει και όλες εκείνες τις εγχώριες κατεστημένες απόψεις και τους εκφραστές τους, που έτρεμαν στην ιδέα πως όταν η Αριστερά πάρει την εξουσία θα πολλαπλασιάσει την κοινωνική της απήχηση και δυναμική, διότι ο κατάλογος των αναγκαίων ανατροπών που έχουν συσσωρευτεί κατά τη μακρόχρονη αστική ηγεμονία είναι ατελείωτος και αρκούν μερικά απλά παραδείγματα για να δημιουργήσουν ξανά την ελπίδα για την κοινωνική αλλαγή.
Ο Μάκης Σπαθής είναι καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών.