Macro

Ο ασύμμετρος δικομματισμός και εμείς

Είναι κοινώς αποδεκτό πως μετά τις εκλογές του Ιουλίου όλο και πιο συχνά ακούμε για την επιστροφή ενός «νέου δικομματισμού ή διπολισμού». Όπως είναι φυσικό, ο πειρασμός να εντοπιστούν ομοιότητες και να επανέλθουν ερμηνευτικά σχήματα από την χρυσή περίοδο του ελληνικού δικομματισμού, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι διαδεδομένος.

Όμως, ανάμεσα στο τότε και το τώρα υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Τότε ο δικομματισμός βασίστηκε σε δύο συμμετρικές δυνάμεις, που ορίζονταν από ένα κοινό πλαίσιο διακυβέρνησης. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία κρίσης κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το μνημόνιο έσπασε τον άξονα συμμετρίας και έδειξε ότι μια νέου τύπου διακυβέρνηση, ακραία νεοφιλελεύθερη και εντελώς πειθήνια στην εγχωρία ελίτ, είναι εφικτή. Η ταύτιση του συνόλου σχεδόν των οικονομικά ισχυρών με τη Νέα Δημοκρατία δείχνει ότι γίνεται και αλλιώς. Ο δικομματισμός λοιπόν είναι ασύμμετρος, τουλάχιστον προς το παρόν.

Η άλλη αιτία αυτής της ασυμμετρίας είναι το γεγονός ότι η ραγδαία ανισοκατανομή πλούτου και εξουσίας έκανε -και κάνει- εξαιρετικά δύσκολη την ενσωμάτωση των «χαμένων» με τους όρους του παρελθόντος. Αυτό, όχι συμπτωματικά, εξηγεί και κάτι ακόμα. Το ότι, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε γιατί συνδέθηκε με την προσδοκία μιας διαφορετικής Ελλάδας, έτσι και έχασε, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματώσει την αλλαγή στο βαθμό που το είχε ανάγκη η κοινωνία και ο ίδιος.

Επομένως, για να προχωρήσουμε πρέπει να προσδιορίσουμε το βασικό ερώτημα: το πώς μπορούμε σήμερα να αλλάξουμε πραγματικά την κατάσταση. Το εγχειρίδιο του δικομματισμού του 2000 έχει αναμφισβήτητα παράξει πολλούς ειδικούς, αλλά καμία απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα.

Τέσσερις αναγκαίες παραδοχές

Αντίθετα, στοιχεία μιας τέτοιας απάντησης μπορούν να βρεθούν μέσα από μια κριτική αποτίμηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια. Ένας οργανισμός μπορεί να προχωρά και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, όταν είναι σε θέση να μαθαίνει.

Πρώτον, καθοριστικός παράγοντας και στην νίκη και στην ήττα είναι το ποιος έχει την πρωτοβουλία. Αν και κυβέρνηση, χάσαμε την πρωτοβουλία, γιατί δεν καταφέραμε να κάνουμε πολιτική με βάση την κοινωνία και όχι ακολουθώντας τη διαχωριστική γραμμή που ήθελε να βάλει η αντιπολίτευση. Ασφαλώς δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε συνθήκες επικοινωνιακής υπεροπλίας του αντιπάλου. Αυτό όμως που έχει σημασία τώρα είναι να ξαναμιλήσουμε πολιτικά για το ποια κοινωνία θέλουμε και να βρούμε το ένα από τα δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αριστεράς στην πολιτική: την ικανότητα της να χτίζει ατζέντα και πολιτική με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας.

Δεύτερον, το άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι η ικανότητα να μαθαίνει μέσα από την πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Κινούμαστε παράλληλα και στο επίπεδο της θεωρίας και της πράξης, ελάχιστη προσπάθεια κάνουμε όμως για να συνδέσουμε αυτά τα δύο. Για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να διοργανωθεί ένα συνέδριο για τη διακυβέρνηση και την Αριστερά. Έπειτα, δεν έχουν γίνει αρκετά για να αποτιμηθεί συλλογικά η κυβερνητική εμπειρία, το τι λειτούργησε και τι όχι και γιατί. Η αδυναμία να μετατραπεί η συσσωρευμένη εμπειρία σε γνώση στερεί τη δυνατότητα να κάνεις πολιτική με ξεκάθαρο κριτήριο.

Τρίτον, κυριαρχεί σαν προτεραιότητα η ανάγκη για μαζικοποίηση και οικοδόμηση ενός συγχρόνου κόμματος. Ωστόσο, μια τέτοια συζήτηση γίνεται με στρεβλούς όρους, όταν δεν ξεκινά από το ότι δρούμε σε συνθήκες που η κομματική ένταξη είναι σε κάμψη. Η κάμψη αυτή οφείλεται στο ότι εκλείπουν σήμερα οι δυο βασικοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι οργανώνονται: η συμμετοχή σε μια πολιτική διαδικασία που μπορούν να επηρεάσουν και τα αποτελέσματα που φέρνει η συμμετοχή αυτή στην πορεία της κοινωνίας. Το να επιχειρηθεί οργανωτική ανασυγκρότηση που δεν έχει κεντρικά αυτά τα ζητήματα θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την προσπάθεια να κάνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά.

Τέταρτον, αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η μεθοδολογία, ο τρόπος μέσα από τον οποίο παράγεται πολιτική. Όταν λέμε ότι η πολιτική μας έχει στο επίκεντρο την κοινωνία, σημαίνει και ότι μπορεί -όπως το έχει κάνει- να μετατρέπει τη συλλογική εμπειρία των εργαζομένων σε πολιτική ισχύ. Μια τέτοια διαδικασία, για να προχωρήσει, δυναμώνει αυτούς στους οποίους αναφέρεται και έχει σαν έγνοια το πώς η πολιτική μπορεί να γίνει λαϊκή υπόθεση. Χωρίς συνέχεια και συνέπεια σε αυτή την κατεύθυνση, ένας πολιτικός φορέας μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο μαζικός, αλλά δεν μπορεί να είναι κοινωνικά χρήσιμος.

Το βασικό ερώτημα: Η στρατηγική

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την «ατυχία» από την αρχή της διαδρομής του να είναι το πρώτο αριστερό κόμμα που διεκδίκησε να γίνει και έγινε κυβέρνηση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Στο εγχείρημα του αυτό ήρθε αντιμέτωπος με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει η Αριστερά στην κυβέρνηση και μάλιστα με ένα ιδεολογικό και θεωρητικό οπλοστάσιο σε μεγάλο βαθμό φθαρμένο. Κέρδισε και έχασε μάχες, ωστόσο η πυκνότητα και η ένταση της προηγουμένης δεκαετίας δεν του επέτρεψε να συζητήσει οργανωμένα τη στρατηγική του.

Με αυτό το δεδομένο μπορούμε να βάλουμε στην πραγματική της διάσταση τη συζήτηση για τη διεύρυνση. Το κυρίαρχο δεν είναι με ποιον συμμαχείς, αλλά γιατί και σε ποια κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, ποια στρατηγική εξυπηρετείς. Είναι αυτονόητο στην πολιτική να προσπαθείς να καταλάβεις όλο τον χώρο που βρίσκεις ελεύθερο. Αυτό που δεν είναι αυτονόητο είναι το ποιος θα ηγεμονεύσει σε αυτή τη διαδικασία. Για αυτό είναι υπαρκτό το ερώτημα αν στο τέλος αυτής της διαδικασίας θα βρεθούμε με περισσότερες απαντήσεις για το μέλλον ή με επιστροφή στο παρελθόν. Γνωρίζουμε άλλωστε από παλιά ότι ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης δεν βρίσκεται στις προθέσεις, αλλά στην αδυναμία να δώσεις απαντήσεις με όρους Αριστεράς. Στην πολιτική το κενό στρατηγικής δεν σημαίνει απουσία της, αλλά ότι κάνεις πολιτική κάτω από την κυριαρχία της στρατηγικής του αντιπάλου. Αν μπορούσαμε να βάλουμε απλά μια διαχωριστική γραμμή με τη Νέα Δημοκρατία και να οριοθετήσουμε την πρόοδο από τη συντήρηση, χωρίς η ίδια η ζωή να μας βάζει κάθε μέρα την απαίτηση να γεμίσουμε με περιεχόμενο αυτούς τους όρους, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα.

Αν στρατηγική είναι το πως αντιστοιχούμε τους στόχους με τα μέσα που έχουμε, πρέπει να έχουμε πρώτα από όλα καθαρό το που θέλουμε να πάμε: σε ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό υπόδειγμα για την χώρα. Το οποίο όμως για να γίνει πράξη έχει προαπαιτούμενα. Χρειάζεται να προσδιορίσουμε τα όρια μιας τέτοιας προσπάθειας και τις συγκρούσεις που συνεπάγεται για να τα μετατοπίσουμε. Απαιτείται να ξαναδώσουμε τη μάχη στο ιδεολογικό επίπεδο, ειδικά σήμερα που ο αντίπαλος έχει δείξει μια εξαιρετική ικανότητα να μετατοπίζει την κοινωνία όχι μέσα από διακηρύξεις, αλλά από τον τρόπο που τη συνδέει με την καθημερινότητα. Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να έχουμε ανάλυση για το ποια είναι η ελληνική κοινωνία το 2019 και πόσο διαφορετική την έκανε η κρίση. Επιβάλλεται όμως να αναβαθμίσουμε το πως λειτουργούμε σαν πολιτικός οργανισμός. Έλεγχος, σχεδιασμός, απολογισμός, είναι λέξεις οι οποίες ακόμα μένει να αποκτήσουν νόημα στο λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέλος, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για στρατηγική συγκεκριμένα, πρέπει να κάνουμε κάτι που δεν έχει γίνει ακόμα σε επαρκή βαθμό από καμία πολιτική δύναμη: να καταλάβουμε τι συνέβη το καλοκαίρι του 2015. Το κυρίαρχο συμπέρασμα είναι ότι, όταν βρεθείς στη θέση να περάσεις σαν πολιτική δύναμη από τις διακηρύξεις στην πράξη, θα βρεθείς σε θέση αδυναμίας, αν δεν έχεις οικοδομήσει τις προϋποθέσεις που συνεπάγονται τα καθήκοντα που βάζεις στον εαυτό σου. Οι οποίες δεν φτιάχνονται σε μια μέρα. Το να βρίσκεσαι στην αντιπολίτευση έχει πολλές απαιτήσεις. Μια από τις πιο βασικές είναι να κάνεις όσα ο πολιτικός χρόνος σου απαγορεύει, όταν είσαι κυβέρνηση.

Σαν κοινωνία αφήνουμε εξαιρετικά καθυστερημένα πίσω μας την οικονομική κρίση, αλλά όχι τις αίτιες που τη γέννησαν. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε εκδοχή της κανονικότητας, πολιτική ή κοινωνική, θα είναι ιδιαίτερα επισφαλής. Η αδυναμία των κλασικών συνταγών να δώσουν λύσεις για την πλειοψηφία της κοινωνίας, είτε στη νεοφιλελεύθερη είτε στην κεντροαριστερή εκδοχή τους, δεν λαμβάνει χώρα σε ένα πολιτικό σύστημα μηδενικού αθροίσματος. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος δεν μετακινείται μόνο από τον ένα πόλο του πολιτικού συστήματος στον άλλο, υπάρχει και η επιλογή του κενού. Μια ρητή ή άρρητη στρατηγική που μένει στην αποδόμηση του αντιπάλου, χωρίς να βάζει την εναλλακτική προοπτική με όρους αξιοπιστίας, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει το βασικό εργαλείο για να αντιμετωπίσει αυτή την τάση. Το πόσο έξυπνα χρησιμοποίησε η Νέα Δημοκρατία την πόλωση είναι ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα. Και γιατί οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιο στενή απεύθυνση, κάνοντας τον να απαντά κυρίως στη ρητορική της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης και να βάζει σε δεύτερη μοίρα την εξήγηση του πολιτικού του σχεδίου στην κοινωνία.

Για να προχωρήσουμε, λοιπόν, ας αρχίσουμε από τα βασικά, από την αντίφαση ανάμεσα στην ανάγκη να αλλάξουμε τα πράγματα και στη δυνατότητα μας να το κάνουμε, και ας προσπαθήσουμε να αναμετρηθούμε με αυτή την αντίφαση. Είναι ζήτημα όχι ιστορικής νομοτέλειας, αλλά επιλογής. Με μια υποσημείωση όμως. Τις αντιφάσεις σου και τα ελλείμματα σου επιλέγεις αν θα τα συζητήσεις και αν θα τα παλέψεις, δεν επιλέγεις όμως αν θα τα πληρώσεις.

Ο Πάνος Κορφιάτης είναι πρώην ειδικός γραμματέας ΣΕΠΕ

Πηγή: Η Αυγή