Χωρίς κατηγορία

Η Ομιλία Θοδωρή Δρίτσα στην εκδήλωση της «Κίνησης Μελών ΣΥΡΙΖΑ»

Ευχαριστώ  τις συντρόφισσες και τους συντρόφους της «Κίνησης Μελών ΣΥΡΙΖΑ», που οργανώνουν τη σημερινή εκδήλωση, για την πρόσκληση και την εμπιστοσύνη.

 

Θα μου επιτρέψετε -είναι προσωπική μου ανάγκη- να αφιερώσω τη σημερινή παρέμβασή μου στη μνήμη του αγαπημένου φίλου και συντρόφου, Τάσου Κατιντσάρου. Μαχητής της Αριστεράς ο Τάσος, σημάδεψε με την παρουσία του από διαφορετικές θέσεις, τους μεγάλους αγώνες των Κινημάτων και της επαναστατικής Αριστεράς, από τη Δικτατορία, τη Μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα. «Έφυγε» σήμερα το πρωί σε ηλικία 63 ετών. Τιμούμε τη μνήμη του.

 

Θα μου επιτρέψετε, επίσης, να συνδέσω τις σκέψεις που θα καταθέσω, με ένα πρόσφατο άρθρο του Αριστείδη Μπαλτά που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 23/09/2018 με τίτλο «Ριζοσπαστική Αριστερά και Συμμαχίες» και μία επίσης πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη του συνομιλητή μου στη σημερινή εκδήλωση, καθηγητή Μενέλαου Γκίβαλου. Ο Μενέλαος Γκίβαλος θα μας τα πει και σήμερα, θεωρώ όμως ότι αυτές οι δύο συμβολές, έχουν εξαιρετική σημασία για τις προσεγγίσεις στο επίκαιρο θέμα που συζητάμε. Τις αναφέρω, εν ήδη… «βιβλιογραφίας».

 

Συντρόφισσες & σύντροφοι,

 

Αυτές οι συζητήσεις, ήταν πάντα πολύ χρήσιμες και αναγκαίες. Σε αυτή τη συγκυρία, όμως, γίνονται εξαιρετικά χρήσιμες και επιτακτικά αναγκαίες. Για τούτο, πέραν από τις ανοικτές δημόσιες εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, προέχει η συζήτηση αυτή να γίνει συστηματικά και σε βάθος σε όλο το κόμμα, «από την κορυφή ως τα νύχια». Στο Πολιτικό Συμβούλιο, την Κεντρική Επιτροπή, στις Οργανώσεις… παντού. Και να γίνει επίσης, με τρόπο, που θα εμπλέκει όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό πολιτών, που συνδέονται με τον ΣΥΡΙΖΑ και την Κυβέρνηση, ή μας παρακολουθούν έστω και με επιφυλάξεις.

 

Και βέβαια, αυτή η διαδικασία πιστεύω ότι, θα πρέπει να καταλήξει σε σαφείς συλλογικές αποφάσεις τακτικού και στρατηγικού χαρακτήρα. Αποφάσεις συνευθύνης, που να δεσμεύουν όλους.

 

Πιστεύω όμως, επίσης, ότι περισσότερο επιτακτική είναι η ανάγκη η συζήτηση αυτή να επικεντρωθεί παράλληλα και στις πολιτικές συμμαχίες, ζήτημα στο οποίο θα αναφερθώ αμέσως μετά.

 

Μιλώ κάπως δογματικά, γιατί πιστεύω ότι απέναντι σε τέτοια θέματα, πρέπει να στεκόμαστε με καθαρούς όρους και γι’ αυτό θεωρώ υποχρέωσή μου να υποσημειώσω κριτικά, ότι ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης κακώς δεν περιλαμβάνει την επίσης βασική παράμετρο της συγκυρίας, τη συζήτηση για τις πολιτικές συμμαχίες.

 

Θυμίζω ότι ο τίτλος είναι: «Κοινωνικές συμμαχίες και ο ρόλος των κινημάτων στη διαμόρφωση ενός προοδευτικού μετώπου».

 

Προφανώς και πρέπει να επιδιώξουμε κοινωνικές συμμαχίες. Όμως, στην παρούσα συγκυρία της κοινωνικής άπνοιας, οφείλουμε να προβληματιστούμε βαθύτερα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό.

 

Το περιεχόμενο των κοινωνικών συμμαχιών που προβάλλαμε σε άλλες εποχές μεγάλης κοινωνικής κινητικότητας, όπως το 2015, ήταν σχεδόν αυτονόητο. Σήμερα, όμως, πώς μια τέτοια περιγραφή μπορεί να είναι ακριβής, εύστοχη και ρεαλιστική; Πολύ περισσότερο όταν στον τίτλο της εκδήλωσης, περιλαμβάνεται και η στόχευση, με την αναφορά στα Κινήματα.

 

Κινήματα που δεν καταγράφονται και δεν περιγράφονται. Μπορεί να υπάρχουν ομάδες γνώμης, πίεσης ή δράσης με συγκεκριμένη θεματολογία, αλλά Κινήματα για να τα μνημονεύσουμε και να τα αναδείξουμε σε συμμάχους μας, αναζητούνται. Όταν μάλιστα τα Κινήματα δεν μπορεί να τα «παραγγείλει» κανείς.

 

Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν εκπροσωπούμε τους κοινωνικά αδύναμους με τις πολιτικές που εφαρμόζουμε, αλλά και άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Αντίθετα μάλιστα. Αυτό σε μεγάλο βαθμό το κάνουμε. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι, οι αδύναμοι είναι κοινωνική κατηγορία που πρέπει να συγκροτηθεί για να γίνει εν δυνάμει συμμαχική δύναμη. Διεκδικούμε βέβαια να τους εκπροσωπήσουμε, προβάλουμε την ταξική μεροληψία μας σε ένα πολύ ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο, αλλά δεν «συμμαχούμε» αυτόματα μαζί τους. Γιατί το λέει και η λέξη, πρέπει να υπάρχει κοινή μάχη. Αυτό όμως σήμερα είναι μεν επιθυμητό, αλλά ζητούμενο.

 

Άλλωστε, τα πολιτικά κόμματα εκπροσωπούν κοινωνικές δυνάμεις, που άλλοτε είναι θορυβώδεις και άλλοτε σιωπηλές. Τα κόμματα είναι που συμμαχούν μεταξύ τους, είτε στην υπεράσπιση  επιμέρους  ζητημάτων ή κοινών στόχων, είτε στη συγκρότηση κυβέρνησης.

 

Για τους παραπάνω λόγους, τo επίδικο της πολιτικής συγκυρίας για το ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Αυτών δηλαδή των πολιτικών πρωτοβουλιών, που θα εκφράσουν, θα εμπνεύσουν και θα συνεγείρουν την κοινωνία και θα ενώσουν ευρύτερες δυνάμεις. Προφανώς, ιστορικά, τόσο θεωρητικά όσο και πραγματικά, μπορεί η διαδικασία να είναι αντίστροφη. Τις συνθήκες όμως κοινωνικής άπνοιας, δε μπορούμε να τις αγνοήσουμε όσο κι αν βαθιά πιστεύουμε ότι, «ο μόνος βέβαιος νόμος της Ιστορίας, είναι η έκπληξη!».

 

Κοντολογίς, δε μπορούμε να υπεκφύγουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε και για τις πολιτικές συμμαχίες τις οποίες προκρίνουμε.

 

Το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών ανήκει στον πυρήνα της πολιτικής που αναπτύσσει κάθε κόμμα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που η κρίση του πολιτικού συστήματος και η κατάρρευση του δικομματισμού, απαιτεί το σαφή προσδιορισμό τους. Για το δικομματισμό θα μιλήσω λίγο παρακάτω.

 

Το 2015, προκρίναμε με βάση το κυρίαρχο τότε δίλημμα, μνημόνιο – αντιμνημόνιο, να συγκροτήσουμε κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ.

 

Η εμπειρία μας είναι αμφίσημη, αν και είναι δεδομένο, ότι και από τις δύο πλευρές υπήρχε «μπέσα» και χάρις σε αυτήν επιτεύχθηκε η έξοδος από τις μνημονιακές συμβάσεις. Είναι δεδομένο δηλαδή ότι, η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και με τους Οικολόγους Πράσινους υπηρέτησε μέχρι τώρα, μια ανάγκη ιστορικής συγκυρίας. Ταυτόχρονα, όμως, σε κρίσιμες και ταυτοτικού χαρακτήρα για μας θεσμικές αλλαγές, οι ΑΝΕΛ διαχωρίστηκαν. Από την ιθαγένεια στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, μέχρι το Σύμφωνο Συμβίωσης, εμβληματικά νομοσχέδια, για να γίνουν Νόμοι, χρειάστηκαν ψήφοι από άλλα κόμματα.

 

Είναι αλήθεια ότι, η συγκεκριμένη συμμαχία εντασσόταν στο περιοριστικό πλαίσιο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, γιατί με το συγκεκριμένο κόμμα δεν ήταν δυνατό να κάνουμε ευρύτερη προγραμματική συμφωνία.

 

Η απειλή όμως των ΑΝΕΛ, τώρα, ότι θα ρίξουν την Κυβέρνηση όταν η Συμφωνία των Πρεσπών έρθει στη Βουλή, καθόλου δεν δικαιώνει τη συνεργασία, ακόμα και αν η απειλή είναι ρητορική.

 

Κατά συνέπεια το θέμα των πολιτικών συμμαχιών, δε μπορούμε να μην το αντιμετωπίσουμε. Γιατί από την αντιμετώπισή του θα προκύψει η δυνατότητά μας στην προεκλογική περίοδο, να μπορούμε να περιγράψουμε και να προτείνουμε και να προκρίνουμε τι είδους κυβέρνηση θέλουμε. Πολύ περισσότερο αν είμαστε πρώτο κόμμα, όπως θέλουμε και διεκδικούμε. Αν δεν το περιγράψουμε, μειονεκτούμε. Το κενό σ’ αυτήν την περίπτωση, μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμο.

 

Σωστά λοιπόν σε αυτήν τη φάση διατηρούμε ανοιχτή απεύθυνση στο ΚΙΝΑΛ και σε οποίους άλλους χώρους μπορούν εν δυνάμει να γίνουν συνομιλητές μας. Όχι μόνο για εκλογικούς λόγους, αλλά κυρίως για λόγους ουσιαστικής προοπτικής των πολιτικών αλλά και των κοινωνικών συσχετισμών που θα καθορίσουν το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας στην επόμενη φάση. Το ΚΙΝΑΛ όμως, με ένα φαινομενικά αυτοκτονικό τρόπο, επιμένει στη διεκδίκηση… «να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ». Λέω φαινομενικά, γιατί αυτή η στάση για το κόμμα αυτό, δεν είναι μόνο μια ρεβανσιστική υπαρξιακή ανάγκη, κοντόθωρη βέβαια, αλλά και γιατί, για ένα ηγετικό τμήμα του ΚΙΝΑΛ, αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη συνέχιση νεοφιλελεύθερων πολιτικών στις οποίες έχουν προσχωρήσει από χρόνια και σε αυτές στηρίζουν την προσδοκία παλινόρθωσής τους. Είναι ακριβώς αυτές οι επιλογές, που οδηγούν το ΚΙΝΑΛ κατευθείαν στην αγκαλιά της ΝΔ.

 

Εδώ ακριβώς είναι, που πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το δικομματισμό ως εν δυνάμει κίνδυνο και στις νέες συνθήκες. Το πολιτικό τοπίο είναι ιδιαίτερα ρευστό.

 

Το αστικό σύστημα  θα επιχειρήσει, ήδη το κάνει, να υπερβεί αυτήν τη ρευστότητα και την κρίση του, με την επιστροφή του δικομματισμού.

 

Ο δικομματισμός για να υπάρξει, δεν εξαρτάται μόνο από τα ποσοστά που θα καταγράψουν τα δυο μεγάλα κόμματα, αλλά κυρίως, από το αν τα δυο κυρίαρχα κόμματα θα λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, είναι που θα ασκηθεί η πίεση στο ΣΥΡΙΖΑ. Για να ενσωματωθεί και για να σταθεροποιηθεί η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία.

 

Ας μην ξεχνάμε ότι το ΠΑΣΟΚ το 1981, παρά την εκλογική του δύναμη, αντιμετωπίστηκε από το σύστημα εχθρικά και πιεστικά με ακραίο τρόπο, ώστε να προσαρμοστεί. Τα μέλη του τα αποκαλούσαν «πρασινοφρουρούς», γιατί έσπαγαν την προνομιακή-ιδιοκτησιακή κυριαρχία της Δεξιάς στο Κράτος. Ταυτόχρονα τους κατηγορούσαν ότι έχουν σχέση με την τρομοκρατία. Μέχρι και τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον ονόμασαν αρχηγό της 17 Νοέμβρη! Αυτά μέχρι και το 1989. Σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα, σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που προέρχονται από την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ και τα βίωσαν αυτά.

 

Μετά, το «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα κατάφερε να αλώσει  ακόμα και το συμβολικό πλέον φορτίο του ΠΑΣΟΚ και να εντάξει όλο το κόμμα σε νεοφιλελεύθερες επιλογές χωρίς παλινωδίες.

 

Εμείς λοιπόν, έχουμε να λύσουμε ταυτόχρονα δύο κορυφαία ζητήματα. Πως δεν θα υποβοηθήσουμε το αστικό σύστημα να αναπαραχθεί και το παλαιό πολιτικό σύστημα να επιτύχει την παλινόρθωσή του και πως θα συνεχίσουμε να είμαστε διακριτή δύναμη της πολιτικής σκηνής, με κοινωνική, δημοκρατική, προοδευτική και ριζοσπαστική πολιτική ταυτότητα.

 

Όλοι καταλαβαίνουμε, ότι τα καθήκοντα που πρέπει να αναθέσουμε στους εαυτούς μας και οι στόχοι που πρέπει να ορίσουμε, είναι μια πάρα-πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση.

 

Επειδή και το μετεκλογικό τοπίο θα εξακολουθήσει να είναι ρευστό, εμείς πρέπει να θέσουμε με σαφήνεια τις διαχωριστικές μας γραμμές όχι μόνο από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και από το νεοφιλελευθερισμό. Ώστε με βάση αυτές, να διαμορφώσουμε την κοινωνική απεύθυνσή μας και μέσω αυτής, να συγκροτήσουμε τις όποιες συμμαχίες μας, αλλά και να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για τις όποιες αυριανές κυβερνητικές συνεργασίες, χωρίς ταυτόχρονα να αφήνουμε δυνατότητες ενσωμάτωσής μας από το παλαιό πολιτικό σύστημα. Σε αυτόν τον καμβά μπορούμε και πρέπει να κινηθούμε σε πολλαπλά επίπεδα, που μπορεί να περιλαμβάνουν είτε συμπράξεις, είτε συνέργειες, είτε συνεργασίες, είτε συμμαχίες. Όλα έχουν τη σημασία στους.

 

Ως συνέχεια των παραπάνω και με βάση τις διαχωριστικές γραμμές που εκτιμώ ότι προκύπτουν ως προτεραιότητες στη μεταμνημονιακή εποχή, πιστεύω ότι χρειάζεται να ορίσουμε πεδία και στόχους γι’ αυτές τις   συμπράξεις, συνέργειες, συνεργασίες, συμμαχίες. Χωρίς να διεκδικώ αποκλειστικότητα ή απολυτότητα στην περιγραφή, νομίζω ότι τέτοια πεδία-στόχοι, δε μπορεί παρά να είναι:

 

  • Η ενδυνάμωση της παραγωγικής βάσης και η ανάπτυξη-πρόοδος, με ταυτόχρονη υπεράσπιση και διεύρυνση του κοινωνικού Κράτους και της εργασίας, ως αναντικατάστατου αναπτυξιακού μεγέθους, με στόχο να αλλάξουμε νεοφιλελεύθερες επιλογές και να αναιρέσουμε την πολιτική της λιτότητας, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

 

  • Η συνέχιση της σταθερής μας θέσης για το προσφυγικό ως ευρωπαϊκό ζήτημα, με σεβασμό στους πρόσφυγες και στη Συνθήκη της Γενεύης, με διεκδίκηση επιμερισμού των ευθυνών στην υποδοχή και στην απόδοση ασύλου, ώστε να ηττηθεί ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία στην Ευρώπη.

 

  • Η αναβάθμιση του αγώνα ενάντια στον εθνικισμό σε Ελλάδα και Ευρώπη, ώστε να αποτραπεί η τάση της εθνικής περιχαράκωσης, η επιστροφή στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα έθνη-κράτη και στα υποπροϊόντα του εθνικισμού. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη Συμφωνία των Πρεσπών και ως ένα αυθεντικό δείγμα γραφής διεθνισμού, βαθύτατα και αυθεντικά πατριωτικού, επωφελούς εννοείται και για τους δύο λαούς.

 

  • Φυσικά, στα πεδία-στόχους, δε μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνεται, η υπεράσπιση της Ειρήνης και η εναντίωση στους πολέμους. Η υπεράσπιση του Περιβάλλοντος, το Κράτος Δικαίου, το Σύγχρονο-Δημοκρατικό και αποτελεσματικό Κράτος στην υπηρεσία των πολιτών, η διαφάνεια παντού και η μάχη ενάντια στη διαπλοκή και στη διαφθορά. Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό και στις διακρίσεις και φυσικά η μάχη για την απομόνωση και την περιθωριοποίηση του φασισμού και της Χ.Α.

 

Όλα αυτά συγκροτούν πεδία-στόχους για μια σύγχρονη Δημοκρατία, όπου οι πολιτικοί και κοινωνικοί ανταγωνισμοί -θα πρέπει να το προσέξουμε αυτό- θα πρέπει να νομιμοποιούν πολώσεις προγραμμάτων, αλλά όχι πολώσεις μηχανισμών. Επ’ αυτού θα ήθελα να κάνω μια σχετική αναφορά σε πολύ εύστοχες κατά τη γνώμη μου επισημάνσεις, που περιέχονται σε άρθρο του γνωστού αρθρογράφου Θανάση Βασιλείου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018, με τίτλο «Πρωτόκολλα πολιτικής κατεδάφισης».

 

Η διεκδίκηση αυτών των πεδίων-στόχων και η επιτυχής καταξίωσή τους, είναι πιστεύω ο δρόμος που θα μας εξασφαλίσει και τις ενεργές κοινωνικές εκπροσωπήσεις, δηλαδή το εξαιρετικά σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο θα πρέπει και θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε επιθυμητές πολιτικές συμπράξεις, συνέργειες, συνεργασίες, συμμαχίες, για να συνεχιστεί και στην επόμενη φάση το έργο που ξεκίνησε η Κυβέρνηση της Αριστεράς.

 

Η επόμενη περίοδος είναι καθοριστική για την εκπόνηση σχεδίου που θα μας δίνει την ηγεμονία και την πρωτοβουλία των κινήσεων, με σαφή κοινωνική αναφορά και απεύθυνση, ώστε η διαμόρφωση ενός πολύχρωμου κοινωνικού μετώπου να συμβάλει στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού υπέρ των προοδευτικών δυνάμεων.

 

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

 

Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε… Και πρέπει να την κάνουμε στο κόμμα, συλλογικά.