Macro

Ξεκινούν οι δίκες των πανεπιστημιακών στην Τουρκία

Το μποϊκοτάζ επιδιώκει να ασκήσει πιέσεις, ώστε να σταματήσουν οι διώξεις των ακαδημαϊκών και τα τουρκικά πανεπιστήμια να έχουν τη δυνατότητα να ευδοκιμήσουν ως χώροι ανοιχτής έρευνας και κριτικής συζήτησης για θέματα που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα, ελεύθερα από λογοκρισία, εκδικητικότητα, φυλάκιση και εξορία.

 

Η διεθνής αλληλεγγύη είναι για μια ακόμα φορά απολύτως απαραίτητη, μιας και οι συνάδελφοί μας στην Τουρκία αντιμετωπίζουν ποινικές δίκες.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2017 ξεκίνησαν οι δίκες για όσους και όσες υπέγραψαν την Έκκληση Ακαδημαϊκών για την Ειρήνη τον Ιανουάριο του 2016. Οι δίκες αυτές διεξάγονται από τα Ανώτερα Ποινικά Δικαστήρια στην Κωνσταντινούπολη και επικεντρώνονται σε ένα άτομο κάθε φορά. Μέχρι τώρα έχουν προγραμματιστεί 148 έως το Μάιο του 2018, με νέες ακροάσεις να αναμένεται να ανακοινωθούν στις ερχόμενες εβδομάδες και μήνες. Μόνο που το κατηγορητήριο είναι το ίδιο για όλους. Κάθε υπογράφων/ουσα κατηγορείται για «προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης», και εάν κριθεί ένοχος, κάθε ακαδημαϊκός θα εκτελέσει ποινή φυλάκισης έως και εφτάμισι έτη.

Στην έκκληση που τιτλοφορείται «Δεν θα συμμετέχουμε σε αυτό το έγκλημα» οι υπογράφοντες/ουσες –πάνω από 2000 ακαδημαϊκοί και ερευνητές από την Τουρκία ή με θέσεις σε τουρκικά πανεπιστήμια, υποστηριζόμενοι από εκατοντάδες ακαδημαϊκούς από τον υπόλοιπο κόσμο– ζητούσαν μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων για την παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του τουρκικού κράτους και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK). Σε μια εποχή έντονων ταραχών στα κέντρα και τις συνοικίες των κουρδικών πόλεων της Τουρκίας, οι υπογράφοντες θέλησαν να σταματήσει η σιωπή που διαπερνά τη δημόσια σφαίρα με αυτή την αυστηρή τους έκκληση, διαμαρτυρόμενοι/ες για τη συνέχιση της βίας κατά του Κουρδικού λαού. Καλούσαν σε τερματισμό των 24ωρων απαγορεύσεων κυκλοφορίας, που στερούσαν από τον πληθυσμό την προμήθεια των αναγκαίων, και ζητούσαν από την τουρκική κυβέρνηση να ξαναρχίσει συνομιλίες με το ΡΚΚ, πράγμα που η ίδια η κυβέρνηση είχε προηγουμένως επιδιώξει και ξεκινήσει.

Η έκκληση έκανε αναφορά σε παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και βασικών δημοκρατικών αρχών: ζητούσε την παύση της βίας εναντίον αθώων πολιτών, την προστασία της ζωής, της ελευθερίας και της ασφάλειας· την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης που απαγορεύονται ρητά από διεθνείς συμφωνίες. Κατηγορούσε την κυβέρνηση για «σκόπιμο και προγραμματισμένο αιματοκύλισμα και απελάσεις» κατά παράβαση του τουρκικού και του διεθνούς δικαίου. Τα αιτήματά της αφορούσαν την άρση απαγόρευσης της κυκλοφορίας, την παύση της βίας, την προσαγωγή στη δικαιοσύνη των υπεύθυνων για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την απόδοση αποζημιώσεων σε όσους υπέστησαν βλάβη ως συνέπεια αυτών των πολιτικών. Ζητούσε, επίσης, να επιτραπεί η είσοδος ανεξάρτητων εθνικών και διεθνών παρατηρητών στην περιοχή, ώστε να παρακολουθούνται οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συμμετάσχουν σε μια διαπραγμάτευση που θα οδηγούσε σε ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης με εκπροσώπηση και από το PKK.

Περίπου 500 ακαδημαϊκοί έχουν ήδη χάσει τις θέσεις τους υπογράφοντας αυτή την έκκληση. Πολλοί/ές έχουν αποκλειστεί από την αγορά εργασίας και σε κάποιους/ες έχουν πλέον επιβληθεί ταξιδιωτικές απαγορεύσεις ή έχουν ακυρωθεί τα διαβατήριά τους, κατάσταση που τους εμποδίζει να εργάζονται είτε στην Τουρκία, είτε στο εξωτερικό. Αυτά τα αντίποινα διευκολύνθηκαν από την παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016. Μετά το πραξικόπημα, τουλάχιστον 50.000 δημόσιοι υπάλληλοι έχασαν τη δουλειά τους, 15 πανεπιστήμια έκλεισαν, 150.000 άνθρωποι μετακινήθηκαν από τις οργανικές τους θέσεις και 50.000 φυλακίστηκαν. Σχεδόν 9.000 ακαδημαϊκοί έχουν χάσει τη δουλειά τους.

Ποια είναι, λοιπόν, η ουσία αυτών των ατομικών κατηγοριών; Η κατάσταση περιγράφεται λεπτομερώς από τον εισαγγελέα σε ένα «ένταλμα κατηγορίας», κοινό για όλους τους υπόδικους υπογράφοντες. Ο εισαγγελέας κατηγορεί τους ακαδημαϊκούς και τους ερευνητές ότι «προπαγανδίζουν υπέρ μιας τρομοκρατικής οργάνωσης» σύμφωνα με το άρθρο 7, παρ. 2 του τουρκικού νόμου κατά της τρομοκρατίας. Αμέσως διαπιστώνουμε ότι η έκκληση για παύση της βίας και συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο θεωρείται «προπαγάνδα» υπέρ του ΡΚΚ. Θα περίμενε κανείς πως το κατηγορητήριο βασίζεται σε προσεκτική ανάγνωση της εν λόγω έκκλησης. Το πιο παράξενο είναι ότι το κατηγορητήριο ξεκινά με την έκκληση, παραπέμποντας σε αυτή λέξη προς λέξη, και στη συνέχεια καταλήγει, χωρίς κανένα επιχείρημα, ότι πρόκειται για διακήρυξη που υποστηρίζει την τρομοκρατική οργάνωση PKK, ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από προπαγάνδα, ότι όσοι ζητούν ειρήνη και παύση της βίας και των απελάσεων υποστηρίζουν στην πραγματικότητα το ΡΚΚ και αποτελούν μια ομάδα προπαγανδιστών που έχουν αποκλειστικό σκοπό να προωθήσουν τα συμφέροντα αυτής της οργάνωσης. Αν κάποιος επιδιώξει να αμφισβητήσει αυτήν την «ανάγνωση» της έκκλησης αντιπαραβάλλοντάς την με το ίδιο το κείμενό της, θα διαπιστώσει ότι αυτό είναι ανέφικτο με τους όρους του κατηγορητηρίου. Η έκκληση ζητά από το κράτος να επαναλάβει τις διαπραγματεύσεις για να επιτύχει μια ειρηνική λύση. Το αίτημα αυτό θεωρείται, ψευδώς, ότι αποτελεί μονομερή στήριξη υπέρ του ΡΚΚ.

Κάποιος θα μπορούσε καλοπροαίρετα να προσπαθήσει να αναθεωρήσει ό,τι συνέβη εδώ βλέποντάς το σαν μια μεγάλη παρεξήγηση. Στην πραγματικότητα, αποτελεί σκόπιμη στρέβλωση και αντιστροφή του νοήματος της έκκλησης. Πράγματι, η έκκληση καλεί σε ειρηνική διευθέτηση, συνεπώς δεν επικροτεί βίαιες επιδιώξεις και δράσεις οποιασδήποτε Κουρδικής ομάδας. Στόχος της ήταν να μετατραπεί μια βίαιη σύγκρουση σε μια μη βίαιη διαπραγμάτευση που θα μπορούσε να καταλήξει σε ειρήνευση. Κι όμως αυτή η λέξη, η «ειρήνη», μεταφράζεται σαν «τρομοκρατία».

Τα βήματα με τα οποία ο εισαγγελέας διαστρεβλώνει το νόημα της έκκλησης φαίνεται να είναι τα εξής: (1) ζητώντας την παύση της βίας κατά του κουρδικού λαού, οι υπογράφοντες παίρνουν το μέρος των Κούρδων, (2) οι Κούρδοι θεωρούνται τρομοκράτες, συνεπώς, παίρνοντας κανείς το μέρος τους, συμμαχεί με την τρομοκρατία. (3) η έκκληση για ειρηνική επίλυση συνεπάγεται διαπραγματεύσεις με τρομοκράτες και (4) η πρόσκληση για διαπραγμάτευση με τρομοκράτες αποτελεί προπαγάνδα τρομοκρατικής οργάνωσης. Έτσι, (5) μια έκκληση για παύση της βίας και έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίτευξη ειρήνης καθώς και για συμμόρφωση με το εθνικό και διεθνές δίκαιο σε ό,τι αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν είναι τίποτα περισσότερο από προπαγάνδα της βίας των Κούρδων. Το κατηγορητήριο εναντίον των υπογραφόντων αντιστρέφεται έτσι σε κατηγορητήριο για βία που ασκήθηκε κατά του κράτους. Οι υπογράφοντες θεωρούνται πως παραβιάζουν το νόμο «με την οργάνωση εκστρατειών δυσφήμησης κατά της Δημοκρατίας της Τουρκίας, της κυβέρνησής της, του δικαστικού της σώματος, του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας με τη χρήση του Τύπου και των ΜΜΕ…». Έτσι, είναι οι υπογράφοντες που, προωθώντας την προπαγανδιστική τους εκστρατεία «υπέρ της ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης PKK […] νομιμοποιούν ή προωθούν τις μεθόδους της, συμπεριλαμβανομένων των εξαναγκασμών, της βίας και των απειλών». Ξαφνικά, όσοι ζητούν ειρήνη αντί για βία, αυτοί που εναντιώνονται στις σφαγές σαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κατηγορούνται ότι προωθούν μια βίαιη ατζέντα.

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η έκκληση όχι μόνο «συμπληρώνει σε θεωρητικό επίπεδο, τις δράσεις βίας που διαπράττονται από το PKK», αλλά, επιπλέον, επικαλείται τους διεθνείς κανόνες και έχει δημοσιοποιηθεί σε όλο τον κόσμο, εκθέτοντας την τουρκική κυβέρνηση σε κατηγορίες πως παραβιάζει καθιερωμένα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Η χρήση των μέσων ενημέρωσης για τη διάδοση των ισχυρισμών της έκκλησης σε διεθνές επίπεδο είναι μέρος του κατηγορητηρίου. Επιπροσθέτως, εκτός από την ανησυχία για τα βήματα που έγιναν για τη δημιουργία ενός πολιτικά ανεξάρτητου Κουρδιστάν, το τουρκικό κράτος φοβάται κατά βάθος ότι η διεθνής κοινή γνώμη διαμορφώθηκε από την Έκκληση για την Ειρήνη – πράγμα που συνιστά πρόβλημα, εάν περισσότερα κράτη αποφασίσουν να αναγνωρίσουν Κουρδικό δικαίωμα πολιτικής αυτοδιάθεσης. Πράγματι, ο ακόλουθος ισχυρισμός συμπεριλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, αποκαλύπτοντας υποτίθεται το αληθινό κίνητρο της συγγραφής της έκκλησης, που κρύβεται πίσω από τις διατυπώσεις της :

Είναι «κατανοητό» πως η αληθινή πρόθεση της διακήρυξης είναι να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη έτσι ώστε να δοθεί ένα τέλος στις επιχειρήσεις που έχουν ξεκινήσει από τις δυνάμεις ασφαλείας στις περιοχές όπου έγιναν οι επονομαζόμενες εξαγγελίες «αυτοκυβέρνησης».

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο σκοπός των επιχειρήσεων ήταν «να εκκαθαριστούν αυτές οι περιοχές από τους τρομοκράτες και να διασφαλιστεί η ειρήνη και η ευημερία για τους κατοίκους της περιοχής». Το κατηγορητήριο αναφέρει πως η έκκληση παρουσιάζει ψευδώς τα γεγονότα, αμφισβητώντας τον ισχυρισμό ότι υπήρξαν σφαγές ή ότι η απαγόρευση οδήγησε σε επικίνδυνες ελλείψεις τροφίμων – γεγονότα που επιβεβαιώθηκαν από πολυάριθμους ανεξάρτητους οργανισμούς τότε, μεταξύ των οποίων η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch).

Στο κατηγορητήριο, η Έκκληση για την Ειρήνη χαρακτηρίζεται ως «ψευδείς ειδήσεις» –χυδαία όσο και αβάσιμη κατηγορία. Εδώ συνεχίζεται η διαστρέβλωση. Όταν η κρατική βία μετονομάζεται σε απαραίτητη ασφάλεια για τους «κατοίκους» των κουρδικών περιοχών και η προσφυγή στο διεθνές δίκαιο για την προστασία των ζωών αυτών των «κατοίκων» απορρίπτεται ως δυσφημιστική προπαγάνδα, τότε η μάχη για τις λέξεις και την αλήθεια τους εντείνεται. Οι υποστηρικτές της έκκλησης κατηγορούνται για «διάδοση ψευδών, αβάσιμων και κακόβουλων ειδήσεων μέσω της παραπληροφόρησης και της πληροφοριακής ρύπανσης, με στόχο τη Δημοκρατία της Τουρκίας, την κυβέρνησή της, το στρατό της και τις δυνάμεις ασφαλείας». Έτσι, αυτό το μέρος του «πολέμου» λαμβάνει χώρα στα ΜΜΕ, γι’ αυτό και στις επόμενες μέρες και εβδομάδες θα υποβληθούμε σε μια σειρά θεαματικών δικών προς κατανάλωση και αύξηση κυκλοφορίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Δεν είναι απλώς ότι μια ριζοσπαστική ερμηνευτική της καχυποψίας έχει κυριαρχήσει, κατά την οποία η τουρκική κυβέρνηση μπορεί να δυσπιστεί με, αλλά και να διαστρεβλώνει, κάθε λέξη και φράση, αλλά ότι η έκκληση θεωρείται τελικά κήρυξη πολιτικού πολέμου. Για παράδειγμα, η επίκληση του διεθνούς πλαισίου που ισχύει για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν αποτελεί επίθεση στην τουρκική στρατιωτική αυτονομία και επέκταση; Είναι η έκκληση για ειρήνη όχι μόνο ένας άλλος τρόπος για να διαλέξεις πλευρά σε έναν διαρκή πόλεμο, αλλά τέτοια που δεν επιτρέπει μια εξωτερική οπτική που θα σπάσει το γνωσιολογικό πλαίσιο του τι σημαίνει πόλεμος;

Αν οι Κούρδοι συμμετείχαν σε επίλυση της σύγκρουσης μέσω συνομιλιών, σημαίνει ότι μπορούν όντως να διαπραγματεύονται και πως έχουν αξιώσεις που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν και να διευθετηθούν μέσω αυτών των διαπραγματεύσεων. Η κατηγορία της τρομοκρατίας αρνείται τη δυνατότητα οποιωνδήποτε εύλογων αιτημάτων και, με τη σειρά της, καθίσταται η αιτιολογία της στρατιωτικής δράσης και της εγχώριας λογοκρισίας. Η έκκληση να συμπεριληφθούν διεθνείς παρατηρητές για να διασφαλιστεί η τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συμμετάσχουν σε ειρηνευτικές συνομιλίες θεωρείται ως επίθεση στην κυριαρχία του Τουρκικού έθνους –μια «δυσφήμιση» του κράτους. Μπορεί να χρειαστεί να ρωτήσουμε: υπό ποιους όρους οι εκκλήσεις για ανεξάρτητους διεθνείς παρατηρητές και η συμμόρφωση με τους διεθνείς κανόνες και τα πρότυπα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ερμηνεύονται ως επιθέσεις στην κυριαρχία του τουρκικού κράτους;

Το κατηγορητήριο δεν απαντά, αλλά το σκεπτικό είχε προηγουμένως διατυπωθεί από τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε μία από τις δημόσιες επιθέσεις του εναντίον των υπογραφόντων. Ο Ερντογάν διατύπωσε την έκκληση αυτή ως προϊόν μιας νοοτροπίας προτεκτοράτου και αποικιοκρατίας, ερμηνεύοντας την αναφορά της έκκλησης στο διεθνές δίκαιο, ως πρόσκληση για παρεμβατισμό. Αυτή η παραπλανητική παρουσίαση έχει έναν σημαντικό βαθμό πειστικής και συναισθηματικής δύναμης σε έναν κόσμο όπου τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν πράγματι επιστρατευτεί για παρεμβατικούς σκοπούς, συχνά με καταστροφικές συνέπειες.

Επιπροσθέτως, έχει απήχηση σε ένα πλαίσιο όπου η Τουρκία για χρόνια επιθυμεί την πρόσδεσή της στην Ευρώπη και για χρόνια απορρίπτεται από αυτήν και η παρατεταμένη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ με τις διάφορες αδικίες της, έχουν δημιουργήσει ευρεία δυσαρέσκεια τις τελευταίες δεκαετίες, συναίσθημα που πλέον προσφέρεται για λαϊκιστική ρητορική και ατζέντα. Ωστόσο, η επίκληση στη διεθνή κοινότητα στην έκκληση δεν είναι παρεμβατικής φύσεως: εφόσον οι διεθνείς κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στεγάζουν τις ουτοπικές ελπίδες ιστορικών και σύγχρονων αγώνων για ανθρώπινη αξιοπρέπεια παγκοσμίως, η επίκληση αυτών των κανόνων ως απάντηση στην κρατική βία χρησιμεύει ως κριτική επανοικειοποίηση των βασικών ηθικών αρχών από τις οποίες προέρχονται.

Οι ποινικές διώξεις εναντίον των υπογραφόντων την Έκκληση των Ακαδημαϊκών για την Ειρήνη είναι το τελευταίο επεισόδιο σε μια εκδικητική εκστρατεία που είχε καταστροφικές συνέπειες για μεμονωμένους ακαδημαϊκούς, για θεσμικά περιβάλλοντα και την ίδια τη φιλοδοξία του πανεπιστημίου να είναι χώρος ελεύθερης έρευνας και έκφρασης στην Τουρκία. Αντί να δημιουργήσουν μια άμεση και ισχυρή θεσμική αντίσταση για τη ματαίωση αυτών των επιπτώσεων, τα ερευνητικά συμβούλια της Τουρκίας και οι πανεπιστημιακές διοικήσεις έχουν καταστεί συνεργοί, στοχοποιώντας ακαδημαϊκούς και ερευνητές μέσω απολύσεων, πειθαρχικών ερευνών, αναγκαστικών παραιτήσεων και προληπτικών αναστολών.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Ακαδημαϊκοί για την Ειρήνη κάλεσαν πρόσφατα σε ένα στοχευμένο μποϊκοτάζ Τουρκικών ερευνητικών συμβουλίων και πανεπιστημίων που ευθύνονται για διώξεις στους υπογράφοντες την έκκληση. Το μποϊκοτάζ επιδιώκει να ασκήσει πιέσεις, ώστε να παρθούν πίσω όλες οι απολύσεις και να σταματήσουν οι διώξεις των ακαδημαϊκών, ώστε τα τουρκικά πανεπιστήμια να έχουν τη δυνατότητα να ευδοκιμήσουν ως χώροι ανοιχτής έρευνας και κριτικής συζήτησης για θέματα που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα, ελεύθερα από λογοκρισία, εκδικητικότητα, φυλάκιση και εξορία. Αυτοί είναι οι στόχοι τόσο της ακαδημαϊκής ελευθερίας όσο και της ελευθερίας της έκφρασης που είναι απαραίτητα για ζωντανά πανεπιστήμια σε δημοκρατικές κοινωνίες και παρόλα αυτά, δυστυχώς, έχουν γίνει εχθροί που φοβάται και τιμωρεί το τουρκικό κράτος.

Η διεθνής αλληλεγγύη είναι για μια ακόμα φορά κρίσιμη τη στιγμή που οι συνάδελφοί μας αντιμετωπίζουν ποινικές δίκες. Μπορεί να πάρει τη μορφή οικονομικής υποστήριξης απολυθέντων ερευνητών και να ζητήσει από επαγγελματικές οργανώσεις και ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, να υπογράψουν και να δώσουν προσοχή στις εκκλήσεις των συναδέλφων τους για διεθνή πίεση, είτε με συγκεκριμένα μποϊκοτάζ είτε με κάποια άλλη, διαφορετική εκστρατεία. Εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των διαδικασιών και, παρά τον κίνδυνο για τους εμπλεκόμενους, πρέπει να ζητηθεί από ενώσεις δικηγόρων και οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνείς εκπαιδευτικούς οργανισμούς να στείλουν αντιπροσωπείες στην Τουρκία, έτσι ώστε να συμμετάσχουν ως παρατηρητές σε δίκες τους επόμενους μήνες για να γνωρίζουμε πώς θα προχωρήσουν αυτές οι διαδικασίες και τι μέτρα πρέπει να λάβουμε για να υπερασπιστούμε τους συναδέλφους μας που υφίστανται κρατικά αντίποινα, επειδή εξέφρασαν τη διαφωνία τους και την επιθυμία τους για ειρήνη.

Judith Butler, Καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Κριτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϋ.

Başak Ertür, Λέκτορας Νομικής, Συνδιευθυντής του Κέντρου Νομικής και Ανθρωπιστικών Σπουδών, Σχολή Νομικής Πανεπιστημίου Birkbeck (Λονδίνο).

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΓΓΑΣ

Πηγή: Η Αυγή