ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εκτός από το πώς έφτασε στην απόφασή της να καταψηφίσει μέρος του πολυνομοσχεδίου και εν συνεχεία να παραιτηθεί από το βουλευτικό αξίωμα, η Βασιλική Κατριβάνου μιλά, στη συνέντευξη που ακολουθεί, για τη διαπραγμάτευση και το καθεστώς επιτροπείας. Ασκεί, επίσης, έντονη κριτική για τη λειτουργία του κόμματος, σε συνέχεια, πάντως, της δήλωσής της στην «Αυγή», στο φύλλο της περασμένης Τρίτης («Δεν φεύγω από τον ΣΥΡΙΖΑ»).
* Τις προηγούμενες ημέρες κάνατε λόγο για καθεστώς «συνεχούς επιτροπείας». Στην κατάργηση του καθεστώτος αυτού, όμως, δεν βρίσκεται ο πυρήνας της ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως δόθηκε από τους πολίτες στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015; Συνεπώς, τακτικός συμβιβασμός εκ μέρους της κυβέρνησης ή υποστολή της σημαίας;
Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015 έχει μια ριζική διαφορά: τον Ιανουάριο ψηφίζει κανείς ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση των Μνημονίων, τον Σεπτέμβριο, ο ίδιος άνθρωπος ψηφίζει για την καλύτερη διαχείρισή τους και για ένα παράλληλο πρόγραμμα – με δεδομένο το (νέο) Μνημόνιο. Η «επιτροπεία» υφίσταται από τον Ιούλιο, ωστόσο κάθε μέρα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ασφυκτική, συρρικνώνει το περιθώριο άσκησης πολιτικής, εκτείνεται σε όλο το φάσμα, λ.χ. στην Παιδεία ή τη Δικαιοσύνη. Το ερώτημα, ειδικά για όσες και όσους δεν θεωρούμε ότι η λύση έγκειται στην έξοδο από την Ευρωζώνη είναι καθοριστικό: Τι περιθώρια άσκησης πολιτικής υπάρχουν σήμερα για την ελληνική κυβέρνηση;
* Με δεδομένο το «βαθύ πολιτικό αδιέξοδο» που βιώνουν οι πολίτες της χώρας, όπως το περιγράφετε στην επιστολή σας, τι νόημα έχει τότε η διαφοροποίησή σας;
Μίλησα για το βαθύ πολιτικό αδιέξοδο που αισθάνομαι, το οποίο θεωρώ ότι βιώνει πολύς κόσμος της Αριστεράς, αλλά και εκτός αυτής. Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν την παραίτηση, οι άνθρωποι που με πήραν τηλέφωνο, τα μηνύματα μου το επιβεβαίωσαν. Εδώ, νομίζω, υπάρχει μια πολιτική και συλλογική φλέβα: το αδιέξοδο, όταν βιώνεται ατομικά, οδηγεί στην απελπισία. Όταν όμως το νιώθουν πολλοί και πολλές, το αναγνωρίζουν, το μοιράζονται, μπορεί να δημιουργεί σχέσεις και να είναι η απαρχή μιας διαδικασίας ενδυνάμωσης και αναζήτησης εξόδου. Το ναι, τα δύο όχι και η παραίτησή μου, όλα μαζί, δεν τα αισθάνομαι ως φυγή, αλλά ως στάση διαφοροποίησης και αναζήτησης, μια πολιτική πράξη – γιατί τα πράγματα δεν πάνε άλλο. Χωρίς βεβαιότητες, με τις αντιφάσεις της, αλλά με ειλικρίνεια.
* Ειπώθηκαν πολλά και από διάφορους για τη στάση που κρατήσατε στην ψηφοφορία, μια εβδομάδα πριν. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αρνηθήκατε το «ναι σε όλα», αφού είχατε πρώτα διασφαλίσει ότι δεν θα καταγραφούν άλλες διαφωνίες. Άλλοι σας κατηγόρησαν ότι φυγομαχείτε, ενώ ορισμένοι άλλοι αντέτειναν ότι διαφοροποιηθήκατε με καθυστέρηση. Τι απαντάτε σε όλους αυτούς;
Η διαφοροποίηση και η παραίτησή μου εκδηλώθηκαν με αιχμή το πολυνομοσχέδιο, και συγκεκριμένα το υπερταμείο και τον “κόφτη”, που δεν μπορούσα να ψηφίσω. Ωστόσο, είναι η απόληξη μιας διεργασίας. Την είχα σκεφτεί έντονα με τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, που ανατρέπει όλη την προηγούμενη πολιτική μας στο προσφυγικό: από την υποδοχή των προσφύγων περνάμε στην επαναπροώθησή τους. Και όταν την παρουσιάζαμε σαν επιτυχία, τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι σύντροφοι έκαναν καμπάνια εναντίον της, ένιωθα φρικτά. Και πολλές άλλες στιγμές: η πιο πρόσφατη, το ασφαλιστικό και το ξύλο έξω από τη Βουλή τη μέρα της ψήφισής του. Εκεί αναρωτιόμουν τι κάνουμε ως βουλευτές της Αριστεράς. Κάποιοι, φαίνεται, ξέρουν από τα πριν με σιγουριά τα πάντα: ποια είναι η στιγμή της διαφοροποίησης, πώς, με ποιον τρόπο, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Σε μένα (με δεδομένο ότι αποφάσισα να κατεβώ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου), όλα αυτά συμπυκνώθηκαν την προηγούμενη Κυριακή.
* Και τώρα, από ποιο μετερίζι θα συνεχίσετε να παλεύετε μέσα από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως η αντιμετώπιση των καθημερινών πτυχών του προσφυγικού, μετά και την πρόσφατη ευρωτουρκική συμφωνία, είναι ένας τομέας που θα σας δούμε να δίνετε το «παρών» το επόμενο διάστημα;
Με όλα αυτά, και γενικότερα τα δικαιώματα, ασχολούμαι πολύ πριν ενταχτώ στον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ πριν δημιουργηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ – στα κινήματα, αλλά και ως ψυχολόγος. Επομένως, ναι, αυτός είναι ο χώρος μου και δεν είναι «στεγανός»: δεν μπορεί να πλέει κανείς στα ήρεμα δικαιωματικά νερά, ενώ γύρω συντελείται καταστροφή. Η παραίτηση είναι, για μένα, μια μεγάλη αλλαγή, προσωπική και πολιτική. Δεν είναι λοιπόν ένα «τεχνικό ζήτημα» πώς θα συνεχίσω τα ίδια ακριβώς. Άλλωστε, ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι η έλλειψη διαδικασιών στο κόμμα, το συνέδριο που αναβάλλεται διαρκώς. Δεν είναι τυχαίο, δεν είναι ζήτημα οργανωτικό, αλλά βαθιά πολιτικό – και οδηγεί πολύ κόσμο στην αδράνεια και την αποστασιοποίηση. Και όλα αυτά δεν είναι καθόλου άσχετα ή εξωτερικά, σε σχέση με όσα συζητάμε. Πώς μπορεί, λ.χ., ένα μέλος του ΣΥΡΙΖΑ να «παλεύει, μέσα από τις τάξεις του», για τις συνέπειες της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας, το ασφαλιστικό ή τις αλλαγές στα εργασιακά, τη στιγμή που το συνέδριο δεν γίνεται, η Κ.Ε. συνεδριάζει στη χάση και στη φέξη, οι Ο.Μ. δεν έχουν ρόλο; Βλέπουμε, έτσι, πάρα πολλούς είτε να σιωπούν και να χάνονται ή να λένε τη γνώμη τους στο Facebook και στα media, να δραστηριοποιούνται στις δομές αλληλεγγύης και στο προσφυγικό. Αυτό όμως δεν είναι λειτουργία κόμματος. Και νομίζω ότι μας αξίζει κάτι καλύτερο. Όλα αυτά δεν τα λέω για να απογοητευτούμε, αλλά για να μιλήσουμε ανοιχτά και συγκεκριμένα, γιατί έτσι μπορεί κάτι να αλλάξουμε, όχι εξωραΐζοντάς τα.
Πηγή: Αυγή