Macro

Του Θεμιστοκλέους βεβαίως βεβαίως

Το περασμένο Σάββατο έπαιξε για απειροστή φορά η τηλεόραση την κλασική ελληνική κομεντί του 1959 «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» – όπου ακούγεται διά στόματος Τσαγανέα μία από τις πιο γνωστές ατάκες του ελληνικού σινεμά, που αποφάσισα να κοσμήσει ως τίτλος το σημερινό μου άρθρο.

Οπως οι πιστοί χριστιανοί ποτέ δεν βαριούνται να ακούν την ίδια λειτουργία στην εκκλησία, έτσι και πολλοί από μας βλέπουμε και ξαναβλέπουμε αδιαμαρτύρητα τις ίδιες εκείνες παλιές ταινίες, εισπράττοντας κάθε φορά την ίδια απόλαυση και γελώντας με τις ίδιες σκηνές σαν να τις βλέπουμε για πρώτη φορά. Και πάλι όπως οι πιστοί χριστιανοί, είμαστε εθισμένοι να μην αμφισβητούμε την «αλήθεια» των όσων ακούμε, που σημαίνει να μην προβληματιζόμαστε για το νόημα των χιλιοειπωμένων και πολυαγαπημένων φράσεων, που δεν παύουν να συμβάλλουν στην κατάνυξη ή τη θυμηδία μας, αναλόγως.

Το «νόημα» της συγκεκριμένης φράσης είναι βέβαια κρυστάλλινο. Πρόκειται για την ανερυθρίαστη έκφραση δουλοπρέπειας του σοβαροφανούς γυμνασιάρχη προς τον μεγαλοεπιχειρηματία Θεμιστοκλή Παπασταύρου, πατέρα της άτακτης μαθήτριας (την οποία υποδύεται η «εθνική μας σταρ» στον πιθανότατα πιο επιτυχημένο ρόλο της καριέρας της). Ακριβώς όμως αυτή η «διαφάνεια» του νοήματος της περίφημης φράσης είναι που το καθιστά αποδεκτό «αυτομάτως», ούτως ειπείν. Δεν είναι δα κανένα μυστικό πως οι πάμπλουτοι ήταν και τότε, όπως και τώρα, πανίσχυροι – απλώς έχουμε μάθει να το αποδεχόμαστε. Γελάμε κιόλας με την ξετσιπωσιά όσων το αποδέχονται «ακομπλεξάριστα».

Την ίδια μέρα -Σάββατο- η ΕΡΤ πρόβαλε σε επανάληψη το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου «Η συνωμοσία των συνταγματαρχών». Το οποίο μας θύμισε και πάλι κάτι που πρώτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, είχε βγάλει στη φόρα ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο κλασικό του έργο «Η ελληνική τραγωδία» (1969).

Οτι το Παλάτι, οι στρατηγοί και πολιτικοί κύκλοι της Δεξιάς ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα το 1967 και απλώς τους «πρόλαβαν» οι συνταγματάρχες επειδή οι πρώτοι φάνηκαν διστακτικοί – όχι από καμιά «δημοκρατική ευαισθησία», απλώς σκέφτονταν μήπως θα ήταν σκόπιμο να περιμένουν να δουν αν τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών θα ήταν της αρεσκείας τους.

Το Παλάτι και τα σημαίνοντα στελέχη της προδικτατορικής Δεξιάς που σχεδίαζαν πραξικόπημα αλλά τους πρόλαβαν οι απριλιανοί, σίγουρα είχαν συνεννοήσεις με την αμερικανική πρεσβεία και κυβέρνηση. Δεν ήταν όμως «πράκτορες» των Αμερικανών. Οι (ακρο)δεξιοί πολιτικοί ήταν πιστοί πολιτικοί εκπρόσωποι της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, που με τη σειρά της προφανώς στηριζόταν και στην αρωγή του αμερικανο-ΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλισμού προκειμένου να εξασφαλίσει την επισφαλή της κυριαρχία καθ’ όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου.

Το δε Παλάτι, αφ’ ενός βρισκόταν σε αγαστή συνέργεια με το δωσιλογικό παρακράτος της περιόδου, αφ’ ετέρου, ως ιδεολογικός θεσμός, εξέφραζε απολύτως, αξιακά αλλά και πρακτικά, την προνεωτερικού τύπου φασίζουσα νοοτροπία του κυρίαρχου τμήματος της αστικής τάξης.

Το πρόβλημα των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων με τη δικτατορία των συνταγματαρχών -που «πρόλαβαν» τους δικούς τους- ήταν κυρίως «ταξικό». Οχι βέβαια με την ουσιαστική, δομική σημασία της λέξης, αλλά με την «αισθητική». Τους ενοχλούσε που τους κυβερνούσαν «άξεστοι καραβανάδες». Το ίδιο ίσχυε και για την πλειονότητα των πολιτικών τους εκπροσώπων. Υπήρχαν βέβαια φωτεινές εξαιρέσεις, καθώς και κάποιοι που έβαλαν μυαλό, επειδή βρέθηκαν και οι ίδιοι στη θέση του διωκόμενου από το -δικτατορικό πλέον, και όχι απλώς αυταρχικό αντικομμουνιστικό- καθεστώς.

Κατά τα άλλα, οι Ελληνες μεγαλοαστοί της εποχής δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να τους προστατέψει από την «επερχόμενη λαίλαπα» μιας εκ νέου εκλογικής νίκης της Ενωσης Κέντρου (και του τότε θεωρούμενου «συνοδοιπόρου των κομμουνιστών» Ανδρέα Παπανδρέου) μια «κυριλάτη» δικτατορία υπό τις ευλογίες του Παλατιού. Κάτι σαν τον συμπαθητικό και κομψό καθηγητή κύριο Φλωρά, που καλείται στο τέλος της ταινίας από τον Θεμιστοκλή (βεβαίως βεβαίως) Παπασταύρου να επιβάλει την τάξη στην οικογένειά του όπως την επέβαλε στο σχολείο της καλομαθημένης κόρης του – δηλαδή με χαστούκια.

Το μόνο πρόβλημα της σημερινής ελληνικής Δεξιάς με τη Χρυσή Αυγή είναι η «αντισυστημική» της ρητορική. Αυτό, και βέβαια το γεγονός ότι της τρώει πολύτιμες ψήφους. Εξ ου και η «βιασύνη» της να ολοκληρωθεί η δίκη της ναζιστικής οργάνωσης. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: Εγκαλώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «καθυστερεί», βρίσκει ακόμη μια ευκαιρία να αξιοποιήσει τη «θεωρία των δύο άκρων», εξομοιώνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ με τους –«αντισυστημικούς», υποτίθεται- ναζιστές. Και ταυτόχρονα ελπίζει στην αύξηση των ψήφων που θα της αποφέρει η διά νόμου αποπομπή της Χ.Α. από το πολιτικό σκηνικό.

Κύρκος Δοξιάδης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών